Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

7. Τεχνολογικός μεσσιανισμός και οικολογικός ρεαλισμός


Στην ιστορία της οικολογίας, από την δεκαετία του 1970 και εδώ, συμβαίνει ένα γεγονός που πρέπει να μας προβληματίζει. Από την ριζοσπαστικοποίηση εκείνης της περιόδου, η οικολογική σκέψη και δράση -με ή χωρίς εισαγωγικά- κατέληξε να ανατέλλει και να δύει σαν ήλιος, να εμφανίζεται/εξαφανίζεται από το προσκήνιο όποτε οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέπουν/αποτρέπουν. Υπάρχει βέβαια και η “οικολογία” της ναρκισσιστικής αυτοϊκανοποίησης, της ηθελημένης περιθωριοποίησης, ή και της μετατροπής της σε μια ακόμη εκδοχή του lifestyle. Παρακολουθούμε επίσης την επιλεκτική αποδοχή και ενσωμάτωση της οικολογικής ατζέντας από τα πολιτικά κόμματα. Η αποδοχή της, όμως, ακόμη και από εκείνους που δεν θα το περίμενε κανείς, είναι επαρκής λόγος ανησυχίας: Ενσωματώνω για να ελέγξω.

Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ ο κόσμος άρχισε να ζει και να κινείται στην φαντασίωση της κατάκτησης του “τέλους της Ιστορίας”. Κατά ένα τρόπο σιωπηρής συμφωνίας, επικράτησε από τότε μια μορφή καθωσπρεπισμού ή νοητικού αυτοματισμού που γρήγορα έγινε μέρος του αστικού φολκλόρ: οι όποιες αναφορές στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα δεν πρέπει να το κατονομάζουν. Η απέχθεια αυτή προς κάθε απόπειρα κατονομασίας, στην "εποχή του τέλους των ιδεολογιών", εξυπηρετεί μια ψυχολογική όσο και ιδεολογική ανάγκη. Συνιστά θεολογική στάση στο πλαίσιο μιας νέας θρησκείας - που απολαμβάνει την αίσθηση της πλήρους δύναμής της. Η θρησκεία του κεφαλαίου απαιτεί επίσης, όπως κάθε θεολογία, να μην κατονομάζεις τον θεό σου. Ονομάζω σε αυτή την περίπτωση σημαίνει σχετικοποιώ το απόλυτο, αρχίζω να κατηγοριοποιώ την ουσία του, να του αποδίδω ιδιότητες. Κατονομάζοντας το ακατανόμαστο, αυτό που κάνω είναι να διασπείρω την υποψία ενός εν δυνάμει διαφορετικού που θα μπορούσε να είναι στην θέση του. Ο θεός στην θρησκεία του κεφαλαίου, πρέπει να εμφανίζεται ως το απόλυτο μιας φύσης, άχρονος και απεριόριστος, χωρίς ιδιότητες, χωρίς να αφήνει τίποτε απέξω. Προφέρω τη λέξη καπιταλισμός, και η απομάγευση του κόσμου μας εισέρχεται στην ιστορία. Αρμαγεδδών.

Η κατάρρευση των σοσιαλιστικών οικονομιών, του πάλαι ποτέ ανατολικού μπλοκ, απέδειξε, επίσης, (θέτοντας σε επανεκκίνηση τον στοχασμό που είχε βαλτώσει και κατά κάποιο τρόπο υπαλληλοποιηθεί στην εξυπηρέτηση ιδεολογικών αναγκών), αυτό που είχαμε αρχίσει να υποψιαζόμαστε ήδη από την δεκαετία του 1970: "σοσιαλισμός της ανάπτυξης" με ή χωρίς κεντρικό κρατικό σχεδιασμό δεν μπορεί να υπάρξει. Αλλαγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν μπορεί να προκύψει χωρίς ταυτόχρονη αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων (τι παράγουμε, πως το παράγουμε και για ποιο σκοπό) και χωρίς ουσιαστική δημοκρατία και πολίτες που να μπορούν να την υποστηρίξουν. Μέσα στις ευτράπελες και ανόητες εκδηλώσεις ευφορίας του νικητή, το αμέσως επόμενο μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ διάστημα, κάτι το ουσιώδες διέφυγε της προσοχής των νεόκοπων και ανυπόμονων ηδονοβλεψιών του “δυτικού τρόπου ζωής”, που μόλις έκαναν τα πρώτα τους βήματα σε ένα "θαυμαστό καινούργιο κόσμο". Υποβαθμίστηκε, και τέθηκε εκτός συζήτησης αυτό πάνω στο οποίο όφειλαν να στοχαστούν, διαμορφώνοντας το μέλλον τους: όλα τα αμαρτήματα του συστήματος που μόλις είχε χρεοκοπήσει, οι αιτίες της κατάρρευσης, αυτές και άλλες τόσες, υπήρχαν επίσης σε εφαρμογή και στις δυτικού τύπου κοινωνίες. Η με κάθε τίμημα ανάπτυξη της βιομηχανίας αφορούσε και τα δύο μπλοκ. Για την κυρίαρχη γραμμή σκέψης, η σύντομη περίοδος αναζωογόνησης των προσδοκιών και ευφορίας που ακολούθησε μέσω της οικονομικής επέκτασης πάνω στα ερείπια των οικονομιών που είχαν καταρρεύσει, θεωρήθηκαν τα σημάδια της έλευσης του χιλιαστικού “τέλους της ιστορίας”. Αδιόρατα συνέβη από τότε: η πολιτική, σε μια παγκοσμιοποιητική διαδικασία, μεταφέρθηκε εργαλειακά στα χέρια κοντόφθαλμων οικονομολόγων και τεχνοκρατών. Μέτρο και ορίζοντας των αποφάσεων έγινε τώρα το παλιό εκείνο ευφυολόγημα: "μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί". Το πολιτικό προσωπικό, που εμείς επιλέγουμε (;), παράγει τώρα θεαματικές, καρτουνίστικες, κενές περιεχομένου χειρονομίες και συμπεριφορές, με μοναδική ικανότητα να σκορπάει την παραλυτική σαγήνη της παρουσίας του.

Η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, η λογική μιας αυτορυθμιζόμενης αγοράς όπου δεν μπαίνουν όρια και περιορισμοί, όπου κανείς δεν παρεμβαίνει, είναι άκρως επικίνδυνη και ανεδαφική. Πρώτα απ’ όλα δεν ισχύει ποτέ στην πράξη. Πρόκειται για μια σειρά τετριμμένων εξιδανικεύσεων, στην καλύτερη περίπτωση, που απευθύνονται σε όσους τις ασπάζονται, και κουνάνε το δάκτυλο απέναντι σε κάθε υποψία κρατικής παρέμβασης που αποσκοπεί στη διόρθωση ανορθολογισμών και στρεβλώσεων. Είναι αυτοί που θα κάνουν πως δεν βλέπουν ακόμη και εξόφθαλμες εξωθεσμικές παρεμβάσεις στην αγορά. Οι ίδιοι που συνωστίζονται στα δελτία των ειδήσεων, κάθε φορά που βυθιζόμαστε σε οικονομική κρίση, προπαγανδίζοντας και απαιτώντας πανικόβλητοι κρατικές παρεμβάσεις σωτηρίας, κοινωνικοποίηση των ζημιών, μεταφορά της χασούρας στις πλάτες των οικονομικά αδύναμων πολιτών.

Τι θα μπορούσε να περιλαμβάνει μια ριζική αντιστροφή της αρνητικότητας, εκεί όπου εμφανίζεται στο ισχύον οικονομικό σύστημα; Ενδογενείς ρήξεις, γραμμές άμυνας, αλλαγές σκέψης και δράσης, μετασχηματισμούς - που θα πρέπει να προλάβουν να εμποδίσουν όλα όσα θα έρθουν εκ των άνω και θα είναι αναγκαστικά ολοκληρωτικού τύπου. Ο ολοκληρωτισμός ως μελλοντική προοπτική είναι μέσα στην εξέλιξη των πραγμάτων (όπως το φίδι στο αυγό) αν επιχειρηθεί η συνέχιση της ίδιας πορείας προς το μέλλον. Οι κοινωνίες πρέπει να τρέξουν ένα αγώνα δρόμου κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, να προλάβουν να εμποδίσουν την ολοκληρωτική επικράτηση μιας μεταφυσικής της ισχύος που τα σημάδια της στιγματίζουν ένα δυσοίωνο παρόν. Είναι στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί. Αν δεν τα καταφέρουμε δεν θα υπάρχει μέλλον για λοβοτομημένους. Ο ολοκληρωτισμός θα εντείνει τις αυτοκαταστροφικές ροπές του συστήματος, κάνοντάς τις πιο παραγωγικές, επιταχύνοντας στην αυτοκαταστροφική πορεία που ήδη ακολουθούμε. Θα τα καταφέρουμε ίσως στην περίπτωση μιας τέτοιας εξέλιξης να ζήσουμε μια περίοδο κτηνώδους βαρβαρότητας για λίγο, αποχαυνωμένοι κρετίνοι μέχρι τον συλλογικό μας θάνατο, ως ένα είδος που δοκίμασε την τύχη του σε αυτόν τον κόσμο και απέτυχε.

Στη θέση μιας μεταφυσικής της ισχύος πρέπει να κατακτηθεί μια μορφή οικολογικού ρεαλισμού. Ας απαριθμήσουμε όλα όσα πρέπει να περιλαμβάνει αυτή η μορφή ρεαλισμού, κατάλληλου να μας απομακρύνει από την αυτοκαταστροφική πορεία που διανύουμε (σε μια λίστα που η χρηστική της αξία είναι να παραμένει ανοικτή): Περιορισμό της σπατάλης υλικών και ενέργειας. Επιμήκυνση της διάρκειας ζωής των συσκευών, των μηχανών και των εργαλείων, και όχι η προγραμματιζόμενη αχρήστευσή τους. Σχεδιασμό των τεχνολογικών προϊόντων που να επιτρέπει την εύκολη επισκευή και συντήρησή τους, μέσω αντικατάστασης τμημάτων τους σε περίπτωση βλάβης. Διαφάνεια και δημοκρατικό έλεγχο στα ερευνητικά πειραματικά εργαστήρια. Μόνο καταναλώνοντας λιγότερο υπάρχει ελπίδα να αμβλυνθούν οι οικονομικές ανισότητες. Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί οικονομική ισότητα. Αυτή η θέση έχει θεωρηθεί ότι οδηγεί σε ισότητα προς τα κάτω. Όμως αυτό το προς τα κάτω στην κατανάλωση θα επιτρέψει να ζούμε όλοι καλύτερα. Καταναλώνοντας περισσότερο δεν υπάρχει περίπτωση να μειωθούν οι ανισότητες. Ένα καλό κριτήριο που δίνει απάντηση στο τι πρέπει να παράγουμε δίνει η ιδέα που διακινήθηκε επίσης την δεκαετία του 1970 αλλά εγκαταλείφθηκε ξαφνικά σαν πόλη φάντασμα: “παράγουμε μόνο προϊόντα που είναι χρήσιμα για όλους, ή που μπορούν όλοι να τα αποκτήσουν”. Το ποιες έρευνες επιλέγονται για υλοποίηση πρέπει να καθορίζεται μέσα από διαδικασίες πολιτικού, δημοκρατικού ελέγχου και δεοντολογία κοινής αποδοχής· αυτή η επιλογή δεν πρέπει να ανατίθεται -όπως συμβαίνει τώρα- στους ίδιους τους τεχνολόγους/τεχνοκράτες και τα οικονομικά συμφέροντα που υπηρετούν. Ριζική επανεξέταση του πως παράγουμε, και τι παράγουμε. Περιορισμός της τάσης γιγαντισμού των επιχειρήσεων. Να μπει ένα τέλος στις πολιτικές που ευνοούν την πλασματική οικονομία και την αποδόμηση της πραγματικής.

Όσοι παγιδεύονται στην λογική του συστήματος δεν μπορούν να σκεφτούν διαφορετικά· η λογική που θέλουν να αφήσουν πίσω ξαναγεννιέται μέσα από κάθε τους ισχυρισμό. Ισχυρίζονται ότι η προσπάθεια για λιγότερη ανάπτυξη θα διαιώνιζε ή θα επιδείνωνε τις ανισότητες, και θα προκαλούσε περαιτέρω μείωση του βιοτικού επιπέδου των φτωχότερων. Έχουν δίκιο σε αυτό: “Δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν καπιταλισμό χωρίς ανάπτυξη”. Χωρίς συνεχή ανάπτυξη το καπιταλιστικό σύστημα καταρρέει. Έχουν άδικο όμως όταν αφήνουν να εννοηθεί ότι “δεν μπορούν να φανταστούν οικονομία με αποανάπτυξη”. Έχουν λάθος όταν συνδέουν την ανάπτυξη με την άμβλυνση των ανισοτήτων. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Μόνο μια μικρή ελίτ ευνοείται και βελτιώνει την θέση της συνεχώς μέσω της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και μόνο μέσω της ανάπτυξης μπορεί να τη διατηρήσει. Ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει ένα τεχνοοικονομικό πολιτισμό, που στηρίζεται στα αποθέματα του πλανήτη που εξαντλούνται. Μόνο αυτό που μπορεί να εξαντληθεί μπορεί να ενταχθεί σε καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Μέσα σε περίπου δύο αιώνες έχουν κατασπαταληθεί φυσικά αποθέματα που χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να δημιουργηθούν. Αυτό που δεν αντιμετωπίζει την προοπτική της εξάντλησης δεν μπορεί να εμπορευματοποιηθεί το ίδιο. Μπορεί όμως να αξιοποιηθεί έμμεσα, ως συντελεστής παραγωγής που η χρήση του ή η ρύπανσή του δεν κοστολογείται. Π.χ το νερό. Για χρόνια τώρα τα νερά μολύνονται με τοξικά και άλλα απόβλητα. Το αποτέλεσμα αυτού του ανορθολογισμού είναι πάντοτε το ίδιο. Για ένα στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος που πριν μας παρέχονταν σε αφθονία μέσα από μία ατέρμονη κυκλική διαδικασία (π.χ. ο κύκλος του νερού), τώρα αντιμετωπίζουμε /επενδύουμε στον κίνδυνο της εξάντλησής του: λειψυδρία, μόλυνση ποταμών και λιμνών. Από την στιγμή που θα δημιουργηθούν συνθήκες σπανιότητας, το νερό από μη κοστολογίσιμος συντελεστής της παραγωγής εντάσσεται σε συνθήκες καπιταλιστικής εκμετάλλευσης μέσω τεχνολογιών απορρύπανσης. Έτσι, ενώ για τον καπιταλισμό ανοίγεται πεδίο δόξας λαμπρό (αυτό που πριν δεν μπορούσε να εμπορευματοποιηθεί, τώρα μόνο με βιομηχανικές μεθόδους μπορεί να προσφερθεί), αντίθετα, οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες οξύνονται και βαθαίνουν ακόμη περισσότερο.

Πρέπει να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ δύο ανταγωνιστικών γραμμών σκέψης που προσεγγίζουν τα οικολογικά ζητήματα που ανακύπτουν. Η πρώτη γραμμή σκέψης αποσυνδέει τα ζητήματα αυτά από μια ριζοσπαστική κριτική της κοινωνίας. Μοιραία, εξαιτίας αυτής της ιδεολογικής επιλογής, αυτή η γραμμή σκέψης είναι αναγκασμένη να καταφεύγει στον οικοφασισμό και τον αυταρχισμό, να υιοθετεί τεχνοκρατικές “απαντήσεις”, να βλέπει “λύσεις” αποκλειστικά τεχνοεπιστημονικού τύπου. Η δεύτερη γραμμή σκέψης αρνείται να απονευρώσει τα ζητήματα (οικολογικά, πολιτικά), δεν υιοθετεί την λογική της εξαφάνισης της αμφίρροπης εξάρτησης των μεν από τα δε. Εξετάζει τις πολιτικές ρίζες των ζητημάτων. Χωρίς ένα ριζοσπαστισμό που να μπορεί να φτάνει τόσο βαθιά, ώστε να σχετικοποιεί ακόμη και το ίδιο το καπιταλιστικό οικονομικό/παραγωγικό/κοινωνικό/ιδεολογικό σύστημα, οι απαντήσεις που δίνονται καταλήγουν περισπασμοί, υποκαθιστούν τη μια κρισιακή κατάσταση με άλλη, ή, ακόμη χειρότερα, δημιουργούν καινοφανείς αλυσίδες προβλημάτων.

Σε μια ριζοσπαστική κατεύθυνση κινήθηκαν ήδη από την δεκαετία του 1970 στοχαστές όπως o Lewis Mamford, ο Nicolaus Geogesku Roegen, ο Ivan Illich, ο Ε. Φ. Σουμάχερ, ο Jaques Ellul, ο Καστοριάδης, ο Adre Gorz, κ.α. Φυσικά ο νεοφιλελευθερισμός -τι άλλο θα περίμενε κανείς- φρόντισε να εξαφανίσει από το προσκήνιο κάθε διαφορετικό στοχασμό που τον ακυρώνει. Αλλά και μια κατεστημένη αριστερά δεν πήγε πίσω σε αρνητικές επιδόσεις· προσδεδεμένη στο άρμα του "υπαρκτού σοσιαλισμού", τα κατάφερε μια χαρά να χαθεί πολύτιμος πολιτικός χρόνος στον ανταγωνισμό του ποιος είναι ο μεγαλύτερος ρυπαντής του πλανήτη.

Έχουμε μάθει να μην βρίσκουμε νόημα παρά μόνο σε ένα κόσμο που διεκδικεί τον εκδημοκρατισμό της πολυτέλειας, στην μετατροπή κάθε πολυτέλειας σε κοινό αγαθό (όπως π.χ. συνέβη με το αυτοκίνητο). Αν αυτό θεωρούμε ότι είναι το κριτήριο μιας καλύτερης ζωής για όλους, αξίζει να θυμηθούμε ότι υπάρχει μια πολυτέλεια που μας είναι ανέφικτη, είναι απαγορευμένος καρπός. Το διατύπωσε ο Ε. Φ. Σουμάχερ, το 1970: “η πολυτέλεια να μην λειτουργούμε οικονομικά”. Ο εκδημοκρατισμός της πολυτέλειας δεν είναι απλώς ουτοπία – τότε θα αφορούσε απλώς μια κάστα ουτοπιστών. Η επιθυμία της όμως, η διαρκής, εμμονική επίκληση αυτού του προτάγματος προάγει ένα δυστοπικό, αδιέξοδο κόσμο. Το μίτο να βγούμε κι από αυτό τον λαβύρινθο τον δίνει και πάλι η δεκαετία του 1970: “Αν κάτι δεν μπορεί να αποκτηθεί από όλους δεν πρέπει να παράγεται”. Ας του αφιερώσουμε την ενός λεπτού σιγή, πριν το εγκαταλείψουμε (ή αναπροσαρμόσουμε διερμηνεύοντας τι σημαίνει το "δεν μπορεί" αυτής της διατύπωσης).

Πρέπει να έχουμε συνεχώς υπόψη μας, στην περίπτωση που το αποφασίζαμε, ότι σε μια διαδικασία ολικής επαναφοράς προς συζήτηση των απότομα εξαφανισμένων από το προσκήνιο της πολιτικής οικολογικών ιδεών της δεκαετίας του 1970, θα επαναφέραμε μαζί τους και μια σειρά αντιφάσεων. Αυτές οι αντιφάσεις καθίστανται τώρα αρκετά ορατές και διαυγείς κάτω από το φωτισμό της εμπειρίας που αποκτήθηκε στη συνέχεια. Έτσι π.χ. ο κανόνας "αν κάτι δεν μπορεί να αποκτηθεί από όλους δεν πρέπει να παράγεται", θα βρισκόταν τώρα σε αντίφαση π.χ. με τα προϊόντα μιας χρήσης, που παράγονται μαζικά και απευθύνονται σε όλους. Η αντίφαση είναι φαινομενική, και θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την εισαγωγή ενός νέου κανόνα. Εάν π.χ. λαμβάναμε υπόψη ένα ισοζύγιο ενέργειας/εργασίας που απαιτεί η παραγωγή τους, θα είχαμε ένα κανόνα του τι θα πρέπει να παράγεται μαζικά από όλα εκείνα τα προϊόντα που δεν υπόκεινται στον κανόνα της πολυτέλειας, ή προέρχονται από τον εκδημοκρατισμό της κατανάλωσής τους.

Βλέπουμε συνεπώς ότι έχουμε πάντοτε να κάνουμε με ανοιχτές διαδικασίες διαπραγμάτευσης προβλημάτων, που πρέπει να ανατροφοδοτούνται συνεχώς, να αρδεύονται και να εμπνέονται συνεχώς από τις νέες εμπειρίες. Το να ακολουθήσουμε όμως αυτό τον τρόπο σκέψης, προϋποθέτει μία ισχυρή και ουσιαστική δημοκρατία ενεργών πολιτών, που ανατροφοδοτείται συνεχώς από την ζεστή πραγματικότητα, και είναι διαθέσιμη να επινοεί ξανά και ξανά τον εαυτό της - την κάθε στιγμή.


Γιάννης Ψαραύτης









Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

6. Το ριζικό μονοπώλιο *


Πρέπει να μάθουμε -ή να μάθουμε ξανά- να διακρίνουμε όλα εκείνα που αν και αποτελούν πολιτικές επιλογές, επιβάλλονται ως άφευκτες τεχνολογικές αναγκαιότητες. Ας πάρουμε τον γιγαντισμό των επιχειρήσεων. Και στις δυο πλευρές του πολιτικού φάσματος υπήρξαν φωνές που έλεγαν περίπου το ίδιο: Η τάση για γιγαντισμό οδηγεί σε αυτοκαταστροφή. “Ο άνθρωπος είναι μικρός και συνεπώς το μικρό είναι όμορφο” (Ε. Φ. Σουμάχερ). Για μια μικρή περίοδο κυριάρχησε η άποψη για “επαναπροσανατολισμό της τεχνολογίας ώστε να υπηρετεί τον άνθρωπο αντί να τον καταστρέφει”. Στην αρθρογραφία του André Gorz, που συνοψίζει και καταγράφει -κατά την γνώμη μου- με τον καλύτερο τρόπο την οικολογική σκέψη της δεκαετίας του 1970, θα βρούμε συγκεντρωμένες τις επικρατούσες απόψεις, που συγκροτούσαν μια απόπειρα πολιτικής οικολογίας, στα ίδια ακριβώς ζητήματα που μας απασχολούν και σήμερα.

Ας δούμε πως σκέφτονταν τότε τα θέματα αυτά: “Ο γιγαντισμός των μηχανικών μέσων παραγωγής και ο καταμερισμός της εργασίας που επιβάλλει δεν είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της επιστημονικοτεχνικής προόδου”. Αντίθετα από την κυρίαρχη αντίληψη σήμερα, ακόμη και ο ΟΟΣΑ της δεκατίας του 1970, στον απόηχο της μεγάλης πετρελαϊκής κρίσης, γνωμοδοτούσε και τεκμηρίωνε στις εκθέσεις του υπέρ των μικρής κλίμακας παραγωγικών μονάδων: “είναι πιο πρόσφορες και πιο αποτελεσματικές σε εφευρέσεις και νεωτερισμούς, λιγότερο σπάταλες, προκαλούν λιγότερη μόλυνση, απαιτούν λιγότερες δαπάνες, κ.λ.π.”. Ο γιγαντισμός των επιχειρήσεων, τις δεκαετίες που ακολούθησαν, δεν ήταν, συνεπώς, μια τεχνική αναγκαιότητα, αλλά μια πολιτική επιλογή, μια τροπή των πραγμάτων που επιβλήθηκε, και κατέληξε στο δυστοπικό αποτέλεσμα που σήμερα βιώνουμε με δραματικό τρόπο.

Ένας πολύ μικρός αριθμός πολυεθνικών εταιριών κυριαρχεί στην παγκόσμια οικονομία, απομυζώντας απίστευτο πλούτο, βυθίζοντας τεράστιους πληθυσμούς στην απόλυτη ένδεια και την απόγνωση, προκαλώντας, σωρευτικά, ανυπολόγιστη οικολογική και ανθρωπιστική καταστροφή. “Η επιστήμη και η τεχνολογία, χωρίς να έχουν απαιτήσει τον γιγαντισμό, γέννησαν γιγάντια όργανα επειδή αυτά ζητά το κεφάλαιο και απορρίπτει τα άλλα” (André Gorz). Η ανάπτυξη των μεγάλων πολυεθνικών εταιριών, θέτει υπό αμφισβήτηση και αδειάζει το περιεχόμενο όλων των κρίσιμων κεντρικών εννοιών της Πολιτικής Οικονομίας· απομένουν απολιθωμένες, άδεια κελύφη που δεν τα κατοικεί πια ένα προσδιορισμένο νόημα. Έννοιες που κινούνται με την δύναμη της αδράνειάς τους σ’ ένα κόσμο που δεν τις χρειάζεται, αλλά και σε πλήρη αδυναμία να βάλει κάτι άλλο στη θέση τους.

Στο ίδιο κείμενο ο André Gorz συνεχίζει αναφέροντας το παράδειγμα των ανεμόμυλων (έχοντας υπόψη του τις αναλύσεις για το ζήτημα του ιστορικού Marc Bloch): “οι ανεμόμυλοι μπήκαν στο περιθώριο γιατί δεν επιτρέπουν την μονοπώληση, εφόσον ο άνεμος βρίσκεται παντού και για όλον τον κόσμο”. Η δομή των παραγωγικών δυνάμεων πρέπει να είναι πάντοτε τέτοια “που να εξασφαλίζει την κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία” (αυτή είναι και η προσέγγιση του Ivan Illich για το ίδιο ζήτημα). Το ίδιο ερμηνευτικό σχήμα έχει εξηγητική ισχύ και στις περιπτώσεις των τεχνολογιών εκμετάλλευσης της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας της εποχής του: “ακόμη και σήμερα”, γράφει, “οι αιολικές γεννήτριες (υπάρχουν μερικά πολύ αποτελεσματικά μοντέλα) και η χρησιμοποίηση της ηλιακής ενέργειας στα νοικοκυριά, δεν ενδιαφέρουν ούτε τις βιομηχανίες ούτε τις τράπεζες”.

Η παραπάνω εκτίμηση με τα σημερινά μέτρα φαίνεται ίσως κοντόφθαλμη σε σύγκριση με αυτό που σήμερα βλέπουμε να συμβαίνει. Αν και ο André Gorz είχε στο μυαλό του μικρής κλίμακας εφαρμογές, σε τοπικό ή οικιακό επίπεδο, η άποψή του βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με το όψιμο και τόσο έντονο ενδιαφέρον που επιδεικνύεται τα τελευταία χρόνια από τις βιομηχανίες και τις τράπεζες για εφαρμογές (και επενδύσεις σε μεγάλη βιομηχανική κλίμακα) στην αιολική και ηλιακή ενέργεια.

Το τι είχε κατά νου ο André Gorz σχετικά με τις ανεμογεννήτριες, απηχώντας την εποχή του, κάτω από τις πιέσεις τόσο της πετρελαϊκής κρίσης, όσο και του πυρηνικού λόμπι που είχε βρει στις συνθήκες εκείνες μια θαυμάσια ευκαιρία, μικρή σημασία έχει βέβαια τώρα. Στην προσέγγισή του αλλού βρίσκεται ένα διαχρονικό ενδιαφέρον. Οι παρατηρήσεις του (επηρεασμένος από τον Illich, και σε συμφωνία με παρόμοιες ιδέες που διατύπωσαν ο Ε. Φ. Σουμάχερ αλλά και άλλοι στοχαστές), σχετικά με την μονοπώληση και τον γιγαντισμό/συγκεντρωτισμό των τεχνολογιών που προωθούνται, εξακολουθούν να ισχύουν. Εκείνη η κριτική -που τερματίστηκε τόσο άδοξα, χωρίς να έχει καταφέρει να δώσει τη μάχη της- διατηρεί πλήρη και άφθαρτη την γονιμότητά της, και πρέπει να βρεθεί ξανά στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας στις νέες συνθήκες του Πράσινου Καπιταλισμού που διανύουμε.

Ο σχεδιασμός, η δομή και ο τρόπος παραγωγής των ΑΠΕ που προωθούνται επιτακτικά -με πρόφαση την κλιματική αλλαγή- από την βιομηχανία, διαμορφώνουν και επιβάλλουν ένα πλαίσιο προϋποθέσεων και συνθηκών που ο Ιllich -σε μιαν διαφορετική εποχή είχε αποκαλούσε- “ριζικό μονοπώλιο”. Αυτή η εγγενής, απαράγραπτη λογική του οικονομικού συστήματος δεν θα μπορούσε να απουσιάζει και στην περίπτωση των ανεμογεννητριών. Η τάση γιγαντισμού τους, το δίκτυο εκμετάλλευσης, όσο και η διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου που τις αφορά, αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών “ριζικού μονοπωλίου” ικανή συνθήκη για μια καπιταλιστικού τύπου αξιοποίησή τους. Στην περίπτωση των φωτοβολταϊκών, η δομή της τεχνολογίας τους μπορεί σε μια πρώτη εντύπωση να φαίνεται ότι δεν ακολουθεί το ίδιο μοντέλο, επειδή στηρίζεται και στην ενεργοποίηση του μικροεπενδυτή, στοχεύοντας στη διάχυσή της στον πολεοδομικό ιστό των κατοικιών όσο και των αγροτεμαχίων. Ο γιγαντισμός που προωθεί την μονοπώληση και στην περίπτωση αυτή, όμως, εμφανίζεται στο δίκτυο εκμετάλλευσης αυτής της παραγόμενης ενέργειας: οι μικρής ή μεγαλύτερης κλίμακας εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών επιβάλλεται να συνδέονται στο κεντρικό δίκτυο, ώστε να εξασφαλίζεται η κεντρικά και προγραμματικά ελεγχόμενη λειτουργία των συστημάτων και του δικτύου.

Η αναγκαία σταθερή απόδοση του δικτύου, προσαρμοσμένη στη ζήτηση και ανεξάρτητη από τις καιρικές ιδιοτροπίες της στιγμής, επιτυγχάνεται μόνο με υβριδοποίηση των εγκατεστημένων αιολικών πάρκων ή των φωτοβολταϊκών συστημάτων με μονάδες παραγωγής ενέργειας που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα. Καταλήγουμε δηλαδή και πάλι στον -πανταχού παρόντα- ηλεκτροφασισμό, που νευρώνει τον τεχνολογικό μας πολιτισμό και στρατιωτικοποιεί τις ζωές μας. Για να καταλήξουμε στο τέλος στη χρήση της ίδιας “βρώμικης ενέργειας” -που με τις ΑΠΕ θέλαμε να περιορίσουμε-, χωρίς να καταφέρουμε -αλλά και να θέλουμε- να βγούμε από τον φαύλο κύκλο που κινούμαστε, γιατί αυτή η φαυλότητα ακριβώς είναι που αναζωογονεί το υπάρχον οικονομικοπολιτικό σύστημα. Τα υπόλοιπα, προφάσεις εν αμαρτία.


* διατύπωση που χρησιμοποίησε ο Ivan Illich σε κείμενά του




5. Τοξικομανείς της ανάπτυξης *



Η πρόοδος δημιουργεί μέσα βελτίωσης 
για μη βελτιωμένους σκοπούς.
H. D. Thoreau


Ας δοκιμάσουμε την παρατήρηση του Thoreau και στην καρδιά του συστήματος· σε αυτό που θα χαρακτηρίζαμε -για την κεντρικότητα του ρόλου του και κατ’ αναλογία με μια νευτώνεια αρχή- ως την ικανή συνθήκη που θέτει σε κίνηση το οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού: όλες οι προσπάθειες πρέπει να συντείνουν στο να διατηρείται ένα κρίσιμο κατώφλι ποσοστού ανάπτυξης - κάτω από το οποίο το οικονομικό σύστημα βυθίζεται σε ύφεση. Λόγω αυτής της ροπής του συστήματος και των αρνητικών αποτελεσμάτων αυτής της ανάπτυξης - που “πολλαπλασιάζονται παράλληλα με την εξαφάνιση των αιτίων τους” (Baudrillard), οδηγούμαστε σε νέα αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας κ.ο.κ. κ.ο.κ. - σε ένα φαύλο κύκλο.

Έχουμε πέσει συνεπώς -εκ συστήματος- στην παγίδα ενός ανεξέλεγκτου μηχανισμού, ενός αυτόματου που ξεδιπλώνει, ολοένα, ένα σπείρωμα καταστροφής, που για τη διατήρησή του σε λειτουργία απαιτείται η κατανάλωση, στο διηνεκές, μιας εκθετικά αυξανόμενης ποσότητας ενέργειας. Έχουμε δημιουργήσει ένα μηχανισμό, που κινεί έναν αόρατο ιμάντα μεταφοράς πλούτου στα χέρια ολοένα και λιγότερων προνομιούχων. Αυτοματοποιούμε όμως έτσι παράλληλα και διαδικασίες ρύπανσης και υποβάθμισης του περιβάλλοντος, αυτοματοποιούμε τις αρνητικές συνέπειες αυτού του γεγονότος σε όλα τα επίπεδα της βιόσφαιρας. Το παραγωγικό καπιταλιστικό σύστημα δεν περιλαμβάνει παρά αλυσίδες παραγωγής αχρηστίας (που ξέρει πολύ καλά να κρύβεται μέσω του design και της διαφήμισης). Και όμως, αυτή η ιδιοσυστατική του συστήματος ροπή παρουσιάζεται, από το δημοσιογραφικό και ακαδημαϊκό κατεστημένο, περίπου ως απαραίτητη για την επιβίωση των λαών.

Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική: αν σε κάτι εξυπηρετεί, αν σε κάτι είναι αναγκαία είναι η με κάθε θυσία διάσωση του συστήματος. Κάπως έτσι η “ανάπτυξη”, από ένα απλό μέσο, κατέληξε να περιβάλλεται με το απρόσβλητο ενός σκοπού. Κυκλοφορεί ως έννοια στους λειμώνες της οικονομικής σκέψης σαν η ιερή αγελάδα του δυτικού τρόπου ζωής. Μέχρι και το τελευταίο μας εγκεφαλικό κύτταρο έχει κυριευθεί από την λογική της ανάπτυξης για την ανάπτυξη, έχει παγιδευθεί στην ουτοπική λογική του συστήματος που απαιτεί να καταναλώνουμε ολοένα και περισσότερη ενέργεια. Αδιαφορώντας για το τι παράγουμε, πώς το παράγουμε, και για ποιο σκοπό, οξύνουμε σκανδαλωδώς τις κοινωνικές ανισότητες, συντηρώντας ατελέσφορες υποσχέσεις απέναντι σε αποχαυνωμένες μάζες. Αρκεί μόνο να παράγουμε, Παραγωγή ακόμη και αχρηστίας - αν δεν έχουμε τι να παράγουμε.

"Παραγωγή για την παραγωγή, ανάπτυξη για την ανάπτυξη, σπατάλη των αναντικατάστατων πηγών, λεηλασία του πλανήτη, όλο και πιο πολύπλοκη και δαπανηρή ικανοποίηση στοιχειωδών αναγκών (της αναπνοής, της ανάπαυσης, της καθαριότητας της κατοικίας, της κίνησης, κ.λ.π.). Αύξηση των ανθρώπινων στερήσεων και ταυτόχρονη αύξηση της μάζας των εμπορευμάτων που έφτασαν να αντικαθιστούν ό,τι μέχρι τώρα ήταν δωρεάν: τον αέρα, τον ήλιο, το χώρο, τα δάση, τις θάλασσες,…”. Σε ποιον ανήκουν τα παραπάνω λόγια; “Όσο και αν κάνει εντύπωση”, γράφει ο Adre Gorz το 1973, “αυτές οι απόψεις περιλαμβάνονταν ...στο μνημόνιο Mansholt, αναφορά Meadows στη λέσχη της Ρώμης”. Μεσούσης της πετρελαϊκής κρίσης, της κρίσης που οδήγησε στην ήττα όλων των δυνάμεων που θα μπορούσαν να γίνουν φορείς αλλαγής για ένα πιο ανθρώπινο κόσμο, στην ήττα της πολιτικής, στην συκοφάντηση και υποβάθμιση κάθε έννοιας συλλογικότητας, στην γραφειοκρατικοποίηση και τεχνικοποίηση κάθε πλευράς της ζωής. Της κρίσης που άφησε πίσω της την άνευ όρων παράδοση της εξουσίας σε ένα τεχνοκρατικό και πολιτικό κατεστημένο (που βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο των ισχυρών του χρήματος, και μόνο σε αυτούς φαίνεται να λογοδοτεί). Αυτό που σήμερα ζούμε από εκείνη την περίοδο εξακολουθεί και απλώνει τις ρίζες του.

Με τι μπορεί να αντισταθεί ο πολίτης; – απομονωμένος, κλεισμένος σε ένα τανυσμένο, υπερτροφικό, ναρκισσιστικό εγώ, αποχαυνωμένος, ανυπεράσπιστος από κάθε μορφή συλλογικότητας. Όποιος αντιστέκεται έχει να αντιμετωπίσει ωκεανούς βλακείας που μεταδίδεται με όλα τα μέσα σαν αρρώστια. Και η δημοκρατία; Η απαξίωση και η υποβάθμισή της αφού δοκίμασε διάφορες μορφές, έχει καταλήξει διακοσμητική, με τα κοινοβούλια να έχουν μετατραπεί σε θεατρικές σκηνές προσομοίωσης διαδικασιών λήψης αποφάσεων, που προαποφασίζονται εξωκοινοβουλευτικά. Καθώς στην πραγματικότητα η εξουσία έχει μεταφερθεί αλλού, σε τεχνοκρατικούς μηχανισμούς, για τους πολιτικούς δεν απομένει πια παρά να καταλήξουν μαριονέτες στα χέρια επιδέξιων επικοινωνιολόγων, άβουλοι και μοιραίοι, ικανοί μόνο -και είναι ικανοί σε αυτό, επιλέγονται να είναι ικανοί σε αυτό- να εκμαυλίζουν και να χειραγωγούν, να δημιουργούν την μεγάλη αφαίρεση, την κοινή γνώμη.


* διατύπωση που χρησιμοποίησε ο Ivan Illich σε κείμενά του




Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

4. Πράσινος καπιταλισμός ή η ικανότητα να αλλάζεις δέρμα


Οι ΑΠΕ και ιδιαίτερα τα αιολικά πάρκα (ας πάρουμε αυτό το επίκαιρο, αλλά και αποκαλυπτικό των προθέσεων και των μελλοντικών σχεδιασμών που υπάρχουν παράδειγμα), μέχρι όχι πολύ καιρό πριν, αντιμετωπίζονταν από το τεχνοκρατικό κατεστημένο με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε και το αερόστατο στο παρελθόν. Το κλάσμα οφέλους/κόστους έκρινε τη χρήση τους απαγορευτική. Η λειτουργία τους θεωρούνταν επίσης ασταθής, καθώς εξαρτάται από το απρόβλεπτο των ανέμων, από τα καπρίτσια του θεού των ανέμων (όπως θα έλεγαν οι τελευταίοι ρομαντικοί).

Την εποχή που το φαντασμαγορικό θέαμα του αερόστατου που πλέει στους αιθέρες έκανε τα βλέμματα να στρέφουν στον ουρανό, ο ατμός και το κάρβουνο προετοίμαζαν σιγά σιγά την εποχή όπου το πετρέλαιο θα άρχιζε να ρέει - πιο ζωτικό και από το αίμα. “Το πετρέλαιο είναι εξίσου πολύτιμο με το αίμα” έλεγε ο Κλεμανσώ, εκφράζοντας την εποχή του· ο πορθμός του Ορμούζ παρουσιαζόταν ως η “καρωτίδα της Δύσης”. Ήδη σ΄αυτές τις διατυπώσεις λανθάνει όλη η παθολογία ενός συστήματος τόσο εξαρτημένου από το πετρέλαιο. Το 1973 εκδηλώθηκε το πρώτο έμφραγματικό επεισόδειο, η πρώτη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση. Παρόλο τον αιφνιδιασμό και τον πανικό που προκάλεσε -ήρθε όταν κανένας δεν την περίμενε και δεν είμαστε προετοιμασμένοι γι΄αυτήν, προσπάθησαν να την υποβαθμίσουν, να ησυχάσουν τις αγορές, παρουσιάζοντάς την στην κοινή γνώμη ως ένα μικρό εμφραγματικό επεισόδιο. Για ένα happy end μερικοί χειρισμοί ήταν υπεραρκετοί, κάποιες επιδέξιες μοχλεύσεις στην γεωπολιτική σκακιέρα. Στην πραγματικότητα όμως το σοκ υπήρξε τόσο μεγάλο, σε σημείο ώστε ο κόσμος από εκεί και μετά να μην είναι ποτέ πια ο ίδιος.

Κάθε αναφορά στο θέμα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μεσούσης της κρίσης, αλλά και αργότερα κατέληγε στην μόνιμη επωδό: οι ΑΠΕ τεχνολογίες, από μόνες τους, δεν θα μπορούσαν ποτέ να αναπτυχθούν τόσο ώστε να μας απαλλάξουν από την εξάρτησή μας από το πετρέλαιο και τον άνθρακα. Για αρκετές δεκαετίες, με αυτά και με αυτά, και με παρόμοιας λογικής επιχειρήματα, αντιμετωπίζονταν οι πιέσεις των οικολογικών οργανώσεων που διεκδικούσαν πιεστικά έρευνες προς την κατεύθυνση της αξιοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Διεκδικήσεις που γίνονταν ολοένα και πιο έντονες στον απόηχο των πετρελαϊκών κρίσεων και των πυρηνικών ατυχημάτων.

Κοιτάζοντας τώρα προς τα πίσω, υπήρξε μια ισχυρή κατά περιόδους κυρίαρχη οικολογική γραμμή σκέψης, που δεν κατάφερε ωστόσο όλα αυτά τα χρόνια να αναδείξει τις πολιτικές πλευρές των οικολογικών προβλημάτων, να παράξει ένα ριζοσπαστικό οικολογικό πολιτικό λόγο, μια “Πολιτική Οικολογία” - να αντιτάξει, ως αντίπαλο δέος, στην “Πολιτική Οικονομία”. Η οικολογία δεν συμπεριέλαβε ποτέ στην θεματική της την κριτική της ποιότητας του πολιτικού λόγου και πράξης που παράγονται. Αντίστοιχα, η πολιτική έστρεφε πάντοτε μιαν επιλεκτική όραση στην οικολογία. Διανθίζοντας τον λόγο της με αρκετές δόσεις οικολογικής ρητορικής -που δεν κοστίζει τίποτα- προετοίμαζαν την μελλοντική επιλεκτική ενσωμάτωση του οικολογικού λόγου -από τότε είχαν φυτευτεί τα σπέρματα- στην καπιταλιστική λογική. Η κεντρική πολιτική επέλεγε αποκλειστικά εκείνες μόνο τις πλευρές της οικολογίας που είναι συμβατές με τον καπιταλισμό ή τον σοσιαλισμό της ανάπτυξης. Επιλεκτική όραση που έβλεπε στην οικολογική ατζέντα μόνο ό,τι ήταν επιδεκτικό τεχνολογικών λύσεων, και μόνο σε περιπτώσεις που υπήρχαν ώριμες και διαθέσιμες τεχνολογίες, που δημιουργούσαν ευκαιρίες να πουληθεί απορρύπανση.

Εκεί που η γλώσσα μιας εξουσίας υψώνει εμπόδια, σ’ αυτό που δυσκολεύει το χειρισμό του, στο υπεράνω συζήτησης ζήτημα, εκεί στα σκοτεινά πρέπει να αναζητά κανείς, κάπου κρυμμένη, τη φευγαλέα στιγμή μιας αλήθειας. Πίσω από τα νέα κυρίαρχα δόγματα του πράσινου καπιταλισμού θα δούμε να λειτουργούν τεχνολογίες ρύπανσης και απορρύπανσης, αλληλοτροφοδοτούμενες, σε μια σχέση συμπληρωματικότητας ή συγκοινωνούντων δοχείων. Οι ανεμογεννήτριες αποτελούν εκείνη την τεχνολογία που φέρνει στην επιφάνεια, αποκαλυπτικά, θέτει σε δοκιμασία τα όρια της μη πολιτικής οικολογίας· της αυταπάτης που κερδίζει, δυστυχώς, συνεχώς έδαφος χάρη στην καθοδηγούμενη πληροφόρηση: τα ζητήματα της οικολογίας επιδέχονται αποκλειστικά και μόνο επιστημονικο/τεχνολογικές απαντήσεις. Τα όρια όμως αυτής της οικολογίας αρχίζουν να διαφαίνονται καθαρά όταν αρχίζεις να υποβάλλεις ερωτήματα που ξεβολεύουν. Ερωτήματα, όπως τι την κάνεις όλη αυτή την ενέργεια που παράγεται -και μέσω ΑΠΕ τεχνολογιών-, βρίσκονται εκτός πλαισίου συζήτησης. Θεωρείται ως το αυτονόητο και ευλογοφανές εκείνο ζήτημα που δεν χρειάζεται να ασχολείται κανείς μαζί του. Η προφανής απάντηση είναι να ενεργοποιείς το ίδιο φάσμα χρήσεων και λογικών αξιοποίησης - εκείνων δηλαδή που είναι συνυφασμένες με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα μέσα στο οποίο λειτουργούμε. Βρώμικη ή πράσινη ενέργεια, ή σε συνδυασμό, για να κινήσουν την ίδια “βρώμικη ανάπτυξη”, να αξιοποιηθούν από τις ίδιες ενεργοβόρες και σπάταλες μεθόδους παραγωγής, που έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να κατασπαταλούν με κάθε τρόπο τους περιορισμένους φυσικούς πόρους του πλανήτη, για το κέρδος και την ευημερία εν τέλει ενός πολύ μικρού ποσοστού του παγκόσμιου πληθυσμού (1 %  έως 2 %). Η τύχη του φυσικού περιβάλλοντος όπου εγκαταβιώνουμε βρίσκεται στα χέρια αδιαφανών συγκεντρωτικών φορέων και μηχανισμών και γίνεται αντικείμενο βιομηχανικών πρακτικών που εξαντλούν τον πλανήτη. “...Αυτό που είναι δραματικό είναι η δυναμική της ανισορροπίας, το φουλάρισμα του ίδιου του ενεργητικού συστήματος που μπορεί να παραγάγει πολύ βραχυπρόθεσμα μια θανατηφόρα απορρύθμιση” παρατηρεί ο Jean Baudrillard. Ένα σύστημα επιτάχυνσης των διαδικασιών εξάντλησης, που θα καταλήξει, αν δεν εμποδιστεί, στην πλήρη ερημοποίηση και υποβάθμιση του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος.

Μπροστά στα τόσα αδιέξοδα που έχει δημιουργήσει ο τεχνοφασισμός, και στην προοπτική διακινδύνευσης των κερδών, αλλάζει τώρα δέρμα και εμφανίζεται με την μορφή του οικοφασισμού (πράσινος καπιταλισμός). Πίσω από αυτή την μεταμφίεση, ο τεχνοφασισμός, πάνοπλος και εν δράσει, φιλοδοξεί να εξακολουθήσει ανενόχλητος να δεσμεύει και να υποθηκεύει το μέλλον. Αλλά αν έτσι είναι δυνατόν να σωθεί ο πλανήτης; Ρωτούν και η απάντηση που δίνουν είναι σαν να λένε “ας είναι και ο Μπερτόδουλος” (για να το διατυπώσουμε με τον παλιό τρόπο). Μάλλον το αντίθετο όμως συμβαίνει. Ο πράσινος καπιταλισμός είναι το στρατήγημα που θα επιτρέψει την καπιταλιστική εκμετάλλευση των πόρων που μέχρι πρότινος προστατεύονταν και εμποδίζονταν η εμπορευματοποίησή τους. Ο οικοφασισμός που κερδίζει συνεχώς έδαφος, αυτή η κατ’ επίφαση οικολογία, καθώς στηρίζεται σε αυταρχικές, τεχνοφασιστικές “λύσεις” είναι λύκος με προβιά προβάτου. Πουλάει για παράδειγμα πράσινη προστασία με ανεμογεννήτριες, και την ίδια ώρα που μας προσκαλεί να ρεμβάσουμε ανεμογεννήτριες, τρυπάει στο Ιόνιο και στο Αιγαίο για πετρέλαιο ή αγοράζει λιγνιτορυχεία,ή ακόμη επενδύει και στην πυρηνική ενέργεια.

Ήδη από την δεκαετία του 1970, λόγω της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης, η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη, το δόγμα της απεριόριστης ανάπτυξης είχε τρωθεί ανεπανόρθωτα. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 ανέδειξε με αιφνιδιαστικό τρόπο, για πρώτη φορά διάπλατα στην κοινή γνώμη, τα οικονομικά και οικολογικά όρια του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής. Συνέπεσε χρονικά με το μέσον περίπου των δύο δεκαετιών όπου παρατηρήθηκε η υψηλότερη συσσώρευση στην ιστορία του κεφαλαίου (1960 και 1970). Την περίοδο εκείνη γίναμε μάρτυρες της εναγώνιας προσπάθειας στάσιμων κεφαλαίων να βρίσκουν διεξόδους για την κυκλοφορία τους. Μια κλασική κρίση υπερσυσσώρευσης θα μπορούσε να περιμένει κανείς το πολύ – πολύ, κάποια στιγμή· από αυτές που έρχονται και παρέρχονται, και το σύστημα έχει μάθει να αντιμετωπίζει. Δεν έγινε όμως έτσι, η κρίση ήρθε -επιγραμματικά- ως το «σοκ των τιμών του πετρελαίου», που σημαίνει, απόπειρα να χρησιμοποιηθεί εργαλειακά η οικονομία σε γεωπολιτικές σκοπιμότητες. Η καρωτίδα του καπιταλιστικού παραγωγικού συστήματος που αιματοδοτείται με πετρέλαιο, σταμάτησε προς στιγμήν να λειτουργεί. Αυτό που ήρθε στην επιφάνεια, με την εναγώνια προσπάθεια αντιμετώπισης αυτής της καινοφανούς κρίσης με παραγωγή πετρελαίου από εναλλακτικούς παραγωγούς, έμελλε να εξελιχθεί σε ένα γεγονός που ήταν ικανό να αλλάξει την πορεία του κόσμου: συνειδητοποιήθηκε, με δραματικό τρόπο, το γεγονός ότι η παραγωγική ικανότητα του συστήματος σε πετρέλαιο μόλις είχε αγγίξει ταβάνι, είχε φτάσει στο ανώτατο όριό της. Αυτό σημαίνει ότι δεν επρόκειτο για πρόβλημα εξάντλησης των διαθέσιμων πηγών, αλλά πρόβλημα εξάντλησης των παραγωγικών δυνατοτήτων του συστήματος, ώστε να καλύπτεται επαρκώς η τεράστια ζήτηση σε πετρέλαιο. Συνέβη απότομα αυτό που ούτως ή άλλως βέβαια θα γινόταν αντιληπτό, σταδιακά όμως, δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο προσαρμογής και αντίδρασης.

Στο εναγώνιο δημοσιογραφικό ερώτημα εκείνης της εποχής: “Πώς θα ικανοποιηθούν οι ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις σε ενέργεια”, ο Ε. Φ. Σουμάχερ έδωσε την προφανή απάντηση που κέρδισε προς στιγμήν έδαφος στη συζήτηση, και αρκετή δημοσιότητα: “...Η μοναδική λύση είναι η ανάπτυξη κοινωνιών που θα είναι λιγότερο άπληστες στη χρήση ηλεκτρικής και άλλων μορφών ενέργειας”. Ο Nicholas Geotgesco – Roegen διατύπωσε επίσης μια παρόμοια άποψη, τόλμησε να εκφράσει αυτό που κανένας δεν ήθελε να διανοηθεί, πόσο μάλλον να ακούσει: “Το ζήτημα δεν είναι να καταναλώνουμε όλο και περισσότερο, αλλά να καταναλώνουμε όλο και λιγότερο”. Να δρομολογήσουμε δηλαδή διαδικασίες αποανάπτυξης. Ως μοναδική λύση πρότεινε τη συρρίκνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης. Αλλά για να μην καταλήξει αυτή η στρατηγική σαν “να αντικαθιστάς την μια ανοησία με μιαν άλλη”, συμπλήρωνε ο ίδιος, “πρέπει συγχρόνως να προσδώσουμε στην παραγωγή και στην κατανάλωση διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, κανόνες, ελέγχους και πλαίσια”. Κοντολογίς υπήρξε μια πολυφωνία ιδεών που έκανε ενδιαφέρουσα την εποχή, και συνέκλινε στο εξής επίδικο: Να επαναφέρουμε έναν κόσμο όπου δεν είναι όλα οικονομία.

Αν αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί το ενεργειακό πρόβλημα, και να εξοικονομηθούν φυσικά αποθέματα και πόροι για τις επόμενες γενιές, τότε το επόμενο κρίσιμο ζήτημα που μπαίνει και δεν μπορούμε να αποφύγουμε είναι: μπορούν αυτοί οι στόχοι να υπηρετηθούν από τον καπιταλισμό; Διανοίγονται τώρα δύο προοπτικές: ή θα συνεχίσουμε θεωρώντας ότι τα ανυπέρβλητα οικολογικά προβλήματα είναι το μοιραίο αποτέλεσμα της εξέλιξης των πραγμάτων και ως τέτοια να τα αντιμετωπίζουμε, ή θα τα αντιμετωπίσουμε ως αυτό που στην βαθύτερη ουσία τους είναι, ως απότοκα του κοινωνικοοικονομικού και παραγωγικού συστήματος που ακολουθούμε. Οι προβληματισμοί που αναπτύχθηκαν την δεκαετία του 1970, ένας τεράστιος πλούτος ιδεών και σκέψης, μια πολύτιμη παρακαταθήκη που μας δώρισε εκείνη η εποχή, γρήγορα σκεπάστηκε και θάφτηκε κάτω από τόνους επιθετικού νεοφιλελευθερισμού. Οι επιλογές που επικράτησαν τις επόμενες δεκαετίες, κυμάνθηκαν προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Επιλέχθηκε τελικά από το οικονομικό κατεστημένο -προοιωνίζοντας ένα εφιαλτικό μέλλον- η συντηρητική στάση απέναντι στα αδιέξοδα που αποκάλυψε η κρίση. Είναι η στάση που ισοδυναμεί πάντοτε με διατήρησή των προβλημάτων δια της απωθήσεώς τους στο μέλλον. Περιεχόμενο της πολιτικής για τις επόμενες δεκαετίες έγινε η εκπαίδευση της κοινής γνώμης στην παράβλεψη της προφάνειας του τι έπρεπε να κάνουμε: Να σταματήσουμε επιτέλους να μετατρέπουμε τα αξεπέραστα αδιέξοδα του κοινωνικοοικονομικού συστήματος σε αδιέξοδα οριακών αποδόσεων του φυσικού περιβάλλοντος.

Πώς σκεφτόμαστε σήμερα για τα ίδια θέματα; (μέσα στο πλαίσιο και τις επιλογές που δημιουργεί ο πράσινος καπιταλισμός). Ένα πρόσφατο ενδεικτικό παράδειγμα. Η Claire Lehmann (μέσα στους καπνούς των πυρκαγιών που κατάκαιγαν για μήνες ολόκληρους την αυστραλιανή ήπειρο), σχολιάζει στην πλατφόρμα Quillette (8-1-2020): “...πρέπει να μιλήσουμε για τρόπους αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής που υπερβαίνουν τη μείωση της κατανάλωσης. Οι όποιες μειώσεις εκπομπών αερίων ρύπων πραγματοποιούνται σε πλούσιες χώρες ακυρώνονται από τις αυξήσεις των εκπομπών στις αναπτυσσόμενες χώρες. Μόνο αν οι πλούσιες χώρες αρχίσουν να πιέζουν τις φτωχότερες να σταματήσουν να βελτιώνουν το βιοτικό τους επίπεδο θα μπορούσαμε μέσω αποβιομηχάνισης να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα”. Η αρθρογράφος έχει τώρα προετοιμάσει το έδαφος, έχει στρώσει τις ράγες για να περάσει από πάνω εύκολα το “δια ταύτα”: “Πρέπει να βρούμε τρόπους να παράγουμε καθαρή και φτηνή ενέργεια, όχι μόνο να καταστήσουμε δαπανηρή τη βρώμικη ενέργεια” (Η Αυστραλία κατέχει το 33% των παγκόσμιων κοιτασμάτων ουρανίου χωρίς να διαθέτει ούτε μία εγκατάσταση θερμοπυρηνική εγκατάσταση και είναι η τέταρτη χώρα σε αποθέματα λιγνίτη που στηρίζει την ηλεκτροπαραγωγή της ηπείρου). Ο καθένας έχει το δικό του χωραφάκι στο αδιέξοδο να προστατεύσει.

Πολύ εύστοχα και έγκαιρα (δεκατία του 1970) ο Ivan Illich είχε μιλήσει για μια κυρίαρχη κουλτούρα προγραμματιζόμενων ανθρώπων. Αυτή η κουλτούρα προωθήθηκε με κάθε μέσο. Ο αδιαφανής κεντρικός σχεδιασμός, που είναι σύμφυτος με την καπιταλιστική λογική, και οδηγεί σε αυτό το αποτέλεσμα, όπως κωδικοποιήθηκε από τον Ivan Illich περιλαμβάνει: Ταχεία κυκλοφορία προϊόντων που καθιστά τις ανάγκες πλαστικές και ρηχές. Μηχανικά κατασκευασμένες ανάγκες. Συνθήκες παραγωγής που δημιουργούν καταστάσεις που απέδωσε με τον όρο “ριζικό μονοπώλιο”. Αχρήστευση και συνεχής αντικατάσταση προϊόντων. Οι άνθρωποι φυλακίζονται σε χρονοβόρο επιτάχυνση, αποβλακωτική εκπαίδευση, νοσογόνο ιατρική. Καταστροφή της ανθρώπινης δύναμης με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Παράλυση της ανθρώπινης δράσης, από κοινωνικώς καταστροφική άφθονη ενέργεια. Αγνόηση των αναπόδραστων ορίων στην ποσοτική ανάπτυξη. Παρατηρείται, γράφει ο J. Baudrillard, “αλύσσωση των αιτιών, αλλά και αποχαλίνωση των αποτελεσμάτων”. Και συνεχίζει: “Είναι παράδοξο αυτό το ξεχείλισμα ενέργειας που συμβαίνει”, δεν έχει να κάνει “με την αναγκαιότητα της ζωής, αλλά με τον μη πραγματικό ψυχαναγκασμό της επιβίωσης” που επικρατεί παντού και αυτοτροφοδοτείται “με την ίδια του την αχαλίνωτη ορμή”. Κινδυνεύουμε επομένως περισσότερο από αυτήν την υπερβολή των φρενιασμένων επιδόσεων και λιγότερο από έλλειψη (εξάντληση φυσικών πόρων, λεηλασία του περιβάλλοντος, κ.λ.π.).

Πίσω από αυτό το σκηνικό, θα βρούμε να κρύβονται οι δύο κυρίαρχες συστατικές για τον καπιταλισμό τάσεις - από την σκοπιά που μας ενδιαφέρει σ’ αυτό το κείμενο. Η πρώτη: Μαθηματικοποίηση/αλγοριθμοποίηση των πάντων. Εισάγεται μια μετρησιμότητα, ώστε οτιδήποτε εσωτερικεύει αξία να γίνει αποτέλεσμα υπολογισμών. Μεροληπτικά, οι εκτός αγοράς αξίες δεν εμφανίζονται πουθενά, ποτέ δεν προβλέπονται μεταβλητές γι’ αυτές. Ό,τι βρίσκεται εκτός αγοράς για τον καπιταλισμό απλώς δεν υπάρχει. Αυτή η λογιστική απόκρυψη, όμως, είναι που επιτρέπει τεχνολογικά εγχειρήματα που διαφορετικά δεν θα αναλαμβάνονταν ως οικονομικά ασύμφορα. Η δεύτερη τάση: Αντικατάσταση δραστηριοτήτων/υποκατάσταση προϊόντων από άλλες/άλλα που απαιτούν πολλαπλάσια ενέργεια. Μεταβάσεις που δεν προέκυψαν με αυθόρμητο, αλλά με έναν καθοδηγούμενο τρόπο (με προστατευτισμό επενδυτικών κλάδων, σκανδαλώδεις επιδοτήσεις, φωτογραφικές θεσμικές παρεμβάσεις και μπόλικη διαφθορά).

Όταν οι απαντήσεις, σε όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, ανατίθενται στο τεχνοκρατικό επιστημονικό κατεστημένο, δεν μπορεί παρά να είναι μονοδιάστατη και μονοσήμαντη - δηλαδή εν μέρει σωστή: να αλλάξουμε τον τρόπο που παράγουμε ενέργεια. Το να θέσουμε, ως αναπόσπαστο μέρος ενός μίγματος λύσεων, στόχους όπως το να καταναλώνουμε ολοένα και λιγότερη ενέργεια, με τρόπους που να μην απειλούν την ευστάθεια του συστήματος, είναι εκτός πλαισίου συζήτησης, είναι κάτι που αντιμετωπίζεται εντελώς προσχηματικά. Τέτοιου είδους ερωτήματα όμως είναι λάθος να απευθύνονται ή να ανατίθενται οι απαντήσεις τους στο τεχνοκρατικό προσωπικό - δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά τους. Θέτοντας τέτοιου είδους ζητήματα, που αγγίζουν την αρχιτεκτονική του συστήματος, τον πυρήνα του, σκοντάφτεις πάνω σε αυτό που είναι αδιανόητο για την τεχνοκρατική σκέψη: στην Πολιτική (με κεφαλαίο π).

Αν εξετάσουμε το ζήτημα από την πλευρά μιας καπιταλιστικού τύπου αξιοποίησης της ενέργειας, των φυσικών πόρων και των πρώτων υλών, συμβαίνει το εξής παράδοξο: Σε κάθε τομέα, ακόμη και αν τεθεί ως επιδίωξη -υπόθεση εργασίας- να διατηρηθεί σταθερό το επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής, ακόμη και στην περίπτωση αυτή θα απαιτούνται, συνεχώς, ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες ενέργειας. Αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό ολόκληρης της περιόδου που ενεργοποιείται ήδη από την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης. Η ουτοπική ιδεολογία του ατομικού καπιταλιστή, η τάση να “παράγει χωρίς εργασία”, ωθεί προς επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου. Σε επιχειρήσεις όπου συστήματα μηχανών καταργούν και υποκαθιστούν την ανθρώπινη εργασία, ενώ η κατανάλωση καύσιμης ενέργειας αντικαθιστά ολοένα και περισσότερο την βιολογική ενέργεια. Επιπλέον, με την βιομηχανική επανάσταση στις διάφορες φάσεις της, εμφανίζεται μια γενικευμένη τάση προς την παραγωγή υποκατάστατων υλικών και προϊόντων - που απαιτούν ένταση κεφαλαίου και ενεργοβόρες διαδικασίες παραγωγής. Την δεκαετία του 1970 για παράδειγμα o André Gorz παρατηρούσε ότι “για την ίδια προστιθέμενη αξία οι πετροχημικές βιομηχανίες απαιτούσαν έντεκα φορές περισσότερη ενέργεια από ότι οι βιομηχανίες δέρματος”. Και όμως το πλαστικό αντικατέστησε το δέρμα σε όλες τις χρήσεις. Και αυτό έγινε ο κανόνας (ή πιο σωστά η κεντρική επιδίωξη). Μια σειρά, τέτοιας κοπής καπιταλιστικού ανορθολογισμού υποκαταστάσεις, επιδείνωσαν δραματικά το ενεργειακό ισοζύγιο στην συνολική παγκόσμια παραγωγή. Υποκαταστάσεις “του δέρματος από το πλαστικό, των φυσικών από τις συνθετικές ίνες, της πέτρας από το μπετόν, των μεταφορών με τραίνα και πλοία από τις οδικές και αεροπορικές μεταφορές, των φυσικών λιπασμάτων από τα συνθετικά” (André Gorz). Παρατηρούμε λοιπόν, παντού και διαχρονικά σε όλη την διάρκεια της βιομηχανικής εποχής, να ξεδιπλώνονται κρατικές πολιτικές επιδοτήσεων και ενισχύσεων με κάθε τρόπο, σκανδαλώδεις θεσμικές διευκολύνσεις σε κάθε απόπειρα εξαφάνισης των μικρής κλίμακας παραγωγικών μονάδων, που τα προϊόντα τους απαιτούσαν λιγότερη ενέργεια για να παραχθούν. Γιατί συνέβη αυτό; Αν ξεφλουδίσουμε τα αλλεπάλληλα στρώματα ψευδαισθήσεων που με τα χρόνια έχουν καλύψει το ζήτημα, θα βρούμε αυτό που υποκρύπτεται από κάτω. Ο γιγαντισμός των επιχειρήσεων και των παραγωγικών μονάδων, η επιλογή παραγωγικών μονάδων έντασης κεφαλαίου και ενέργειας, η πολυπλοκότητα στην οργάνωση, οι τεχνολογίες που σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν οδήγησαν στην συγκέντρωση του παραγόμενου πλούτου σε πολύ λίγα χέρια (μεταξύ 1% - 2% του παγκόσμιου πληθυσμού)· στις απίστευτες διαστάσεις που έχει πάρει η φτώχεια, η οικολογική υποβάθμιση του πλανήτη. Μέχρι πότε θα μπορεί να δικαιολογούνται αυτές οι αρνητικές επιδόσεις με κάποια μορφή κοινωνικού δαρβινισμού; Μέχρι πότε θα κρύβεται η αλήθεια ότι δεν πρέπει να μιλάμε για παράπλευρες απώλειες, αλλά για αποτελέσματα που υπήρχαν εν σπέρματι, από την αρχή, στις κεντρικές επιλογές του καπιταλισμού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής και του επιχειρείν.

Διατηρούμε ως κοινωνίες την ίδια ακλόνητη πίστη στην ιδεολογία της προόδου, με τον ίδιο παιδαριώδη και αφελή ενθουσιασμό που χαρακτήριζε την εποχή του Verne. Θεωρούμε ότι ακόμη και αν σε κάποια σημεία της τροχιάς της το “άρμα της προόδου” εκτρέπεται από την γραμμική του πορεία προς το μέλλον, αργά ή γρήγορα επανέρχεται στην κανονικότητα. Όλοι και όλα επιστρέφουν, με μια δύναμη αιώνιας επιστροφής, στην πραγματική τους πατρίδα: στην μεταφυσική πίστη σε μια μακάρια για το είδος μας χιλιαστική αντίληψη της ιστορίας. Όμως, στο σημείο που βρισκόμαστε, η πρόοδος δεν μπορεί να συνίσταται πλέον, απλώς και μόνο, στη δημιουργία μιας σειράς βελτιώσεων - αυτό το στάδιο ανήκει στο παρελθόν ανεπιστρεπτί. Έχει έρθει η ώρα που πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά την διαπίστωση του H. D. Thoreau – που αναφέραμε στην αρχή. Δεν μπορούμε για πολύ ακόμη να συνεχίσουμε να δημιουργούμε “μέσα βελτίωσης για μη βελτιωμένους σκοπούς”. Μια τέτοια στάση θα κατέληγε, θα ισοδυναμούσε με ακύρωση του καπιταλισμού ως οικονομικοκοινωνικού σύστηματος, και την μετάβαση σε κάτι διαφορετικό; Ίσως. Ο καπιταλισμός μπορεί να μην είναι το τέλος της ιστορίας· το τέλος του κόσμου μας όμως -ως το αποτέλεσμα της εξάντλησης όλων όσων μπορούν να εξαντληθούν- εξακολουθεί να είναι μέσα στις δυνατότητές του.



Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

3. Ο καπιταλισμός ως το αξεπέραστο μιας “φύσης”


Όχι, δεν θα πέσουμε στην παγίδα μιας τόσο άγονης συζήτησης, σε μια τετριμμένη απεραντολογία, που καταλήγει πάντοτε στον τεχνητό διαχωρισμό που αποπροσανατολίζει, του διαίρει και βασίλευε μεταξύ τεχνοφοβικών και φουτουριστών/τεχνολάγνων. Υπάρχει όμως μια όψη του ζητήματος, που αποκρύβεται επιμελώς και συστηματικά πίσω από τις γνωστές, και κουραστικά επαναλαμβανόμενες σοφιστείες και κοινοτοπίες. Αυτή η πλευρά του ζητήματος δεν διέφυγε της προσοχής στοχαστών όπως ο Jaques Ellul, ο Κ. Καστοριάδης κ.α. Εκεί είναι και η καρδιά του προβλήματος: “Αυτό που είναι ελευθερία χρησιμοποίησης του τάδε ή του δείνα εργαλείου ή τρόπου εργασίας παρμένων μεμονωμένα εξαφανίζεται τελείως όταν πρόκειται για το σύνολο των τεχνικών που “κατέχει” μια δεδομένη κοινωνία ή εποχή, αλλά που κι εξίσου την “κατέχουν”” (Καστοριάδης, στο κείμενό “Τεχνική”).

Είναι κοινός τόπος: το να ασκείς κριτική σε μια τεχνική ή τεχνολογική λύση, ή σε ένα τεχνολογικό σύστημα που προορίζεται να τεθεί σε εφαρμογή δεν θα έπρεπε να σε χαρακτηρίζει αυτομάτως ως τεχνοφοβικό· εκτός, ίσως, αν ζεις σε μια χώρα που πρέπει να δίνεις κάθε φορά μάχη για το προφανές και το αυτονόητο, σε κοινωνία που είναι πάντοτε πρόθυμη να θυσιάσει οποιαδήποτε αξία στην ιδιοτέλεια ενός σκοπού. Η προσπάθεια να λειτουργήσεις υπεύθυνα ως πολίτης απέναντι σε μια τέτοια αντιμετώπιση των πραγμάτων σε εξουθενώνει, έχεις μονίμως απέναντί σου, και πρέπει να αντιμετωπίζεις, μια Λερναία Ύδρα κοινωνικών αυτοματισμών.

Κάθε εποχή έχει τη δική της τεχνολογία η οποία καθόριζε τον πολιτισμό της – όχι βέβαια ντετερμινιστικά, μονοσήμαντα. Πχ. η γεωργία, ο τροχός της κεραμικής, η κατεργασία του χαλκού, του σιδήρου, η γραφή, η ναυσιπλοΐα, κ.τ.λ. Η επίδραση αυτών των τεχνικών στην ιστορία, και οι αλλαγές που προκάλεσαν, δεν υπήρξαν λιγότερο κοσμογονικές από εκείνες των σημερινών τεχνολογιών (όπως το θέλει η μεροληπτική στάση της κάθε εποχής για τον εαυτό της). Επομένως, ένας λόγος απορριπτικός για καθετί το τεχνολογικό, ή μια πρόταση επιστροφής σε μια προγενέστερη παραδείσια κατάσταση -που εξάλλου ποτέ δεν υπήρξε- είναι άνευ νοήματος. Επιπλέον, ο 20ος αιώνας ήρθε και έφυγε και αν άφησε κάτι είναι αυτή η πικρή διαπίστωση: “αυτό που θα περάσει από το μυαλό του ανθρώπου δεν μπορείς να το πάρεις πίσω” (κάτι που ισχύει -δυστυχώς- για την ατομική βόμβα και τα πυρηνικά όπλα, όπως απαισιόδοξα λέγεται στην κατακλείδα του θεατρικού έργου “οι Φυσικοί” του Friedrich Dürrenmatt).

Μια παρατήρηση και πάλι του Κ. Καστοριάδη στο σημείο αυτό (που απηχεί και απόψεις του Jacques Ellul) πηγαίνει τη συζήτηση ακόμη πιο πέρα: “Μπορούμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε θερμικό, υδραυλικό ή πυρηνικό κέντρο, να προτιμήσουμε την τάδε ή την δείνα τοποθέτηση. Δεν υπάρχει όμως καμιά εκλογή αναφορικά με το σύνολο των χρησιμοποιούμενων τεχνικών, οι οποίες θα ανήκουν για τα καλά και με κάθε τρόπο στον ιδιαίτερο τύπο που ορίζει το τεχνικό φάσμα της εποχής μας”. Υπάρχει λοιπόν ένας “ιδιαίτερος τύπος” που χαρακτηρίζει το “σύνολο των χρησιμοποιούμενων τεχνικών”, σύνολο τεχνικών που “κατέχουμε” και μας “κατέχει”, εγκατεστημένων σαν φύση, σαν πεπρωμένο. Η δυνατότητα εκλογής υπάρχει μόνο όσον αφορά τις επιμέρους τεχνολογίες, όπου πράγματι γινόμαστε μάρτυρες ενός αγώνα επικράτησης. Αγώνα, που με τα χαρακτηριστικά που εμφανίζεται θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως τεχνολογικό δαρβινισμό – που εξελίσσεται παράλληλα με εκείνο του κρυφού και ενίοτε φανερού κοινωνικού και οικονομικού δαρβινισμού. Όμως -και εδώ είναι το σημείο που πρέπει να προσέξουμε- κάθε τεχνολογία που θα εκτοπίσει μιαν άλλη πρέπει να ανήκει στον ίδιο “ιδιαίτερο τύπο” ο οποίος στην εποχή μας είναι εκείνος που επιτρέπει την καπιταλιστικού τύπου εκμετάλλευσή της· αποδεκτή τεχνολογική λύση, δηλαδή, είναι μόνο εκείνη που ευνοεί και προάγει την συσσώρευση κεφαλαίου, που επιτυγχάνει να αποσπά από την εργασία ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό σχετικής υπεραξίας (με την μαρξιστική έννοια του όρου).

Ένα ευρύ φάσμα τέτοιων τεχνολογιών έχει εδραιώσει τον καπιταλισμό, έτσι ώστε να εμφανίζεται ως κάτι που δεν επιδέχεται εκλογή, να παρουσιάζεται ως το αξεπέραστο μιας “φύσης”, στη θέση της φύσης - που έχει απαλλοτριώσει στους σκοπούς του. Ο κίνδυνος να καταρρεύσει το σύστημα προέρχεται πάντα και μόνο από τις αντιφάσεις που το ίδιο γεννά· τα καταφέρνει, όμως, και αντιπαρέρχεται καλά μέχρι τώρα. Με μοχλεύσεις μέσω της πολιτικής, και εισαγωγή τεχνολογιών αποκλειστικά εκείνου του “ιδιαίτερου τύπου” που τον ευνοεί, σπρώχνει τα αδιέξοδα προς το μέλλον. Αν εξετάσουμε από αυτή την άποψη το ζήτημα, ο καπιταλισμός δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια συσσώρευση προβλημάτων και αδιεξόδων για επόμενες γενιές. Είναι θλιβερό, αποτελεί όμως κοινή διαπίστωση: δεν γίνεται να συνεχίσουμε έτσι για πολύ ακόμη: Ο καπιταλισμός, όπως τον γνωρίσαμε, σε 50, 100, 200, 300, πόσα θέλετε χρόνια, θα έχει εξαντλήσει τον πλανήτη - το μοναδικό ενδιαίτημα για τον άνθρωπο. Η ρύπανση εισχωρεί παντού στο περιβάλλον, φυσικό και κοινωνικό, στο αξιακό μας σύστημα, στην ίδια την ουσίωση του ανθρώπου, στον πολιτισμό που παράγουμε, στην πολιτική, στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, στο γονιδίωμα των έμβιων οργανισμών. Ακόμη πιο θλιβερή όμως είναι η διαπίστωση ότι κανένας δεν είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει ένα προσωπικό κουκούλι ασφάλειας και βολέματος για να εκτεθεί στις προκλήσεις ενός αχαρτογράφητου “αλλιώς”. Ο φόβος του ανοίκειου και του αγνώστου στην ιστορία μπλοκάρει την αναζήτηση -ακόμη και από εκείνους που δεν θα είχαν τίποτα να χάσουν- ενός διαφορετικού νοήματος για τον κόσμο, μιας διαφορετικής, βιώσιμης κοινωνίας. Οι άνθρωποι προτιμούν να ζουν μια ζωή εκτός ιστορίας, όπως συνέβαινε με τους δούλους της αρχαίας Αθήνας και τους είλωτες της αρχαίας Σπάρτης, αφήνοντας την διακινδύνευση του “να ζεις στην ιστορία” στα χέρια κάποιας ελίτ. “Συχνά είναι πιο ασφαλές να είσαι αλυσοδεμένος από το να είσαι ελεύθερος” έλεγε ο Kafka.


Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

2. Στη μέγγενη μικρών ή μεγάλων εκβιασμών



Λειτουργούμε πάντοτε, και καλούμαστε να αποδεχθούμε αποφάσεις, πιασμένοι στη μέγγενη μικρών ή μεγάλων εκβιασμών. Έτσι, και με αφορμή τις αντιδράσεις που υπάρχουν για την επικείμενη μαζική εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε απάτητες μέχρι τώρα περιοχές, αδιακρίτως, στα ορεινά της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και στα νησιά: Δεν θέλεις ανεμογεννήτριες στην περιοχή σου; τότε αδιαφορείς για την κλιματική αλλαγή, θέλεις να συνεχιστεί η εξάρτησή μας από το πετρέλαιο, η παραγωγή βρώμικης ενέργειας από λιγνίτη, ανοίγεις το δρόμο για το πυρηνικό λόμπι που καραδοκεί στη σκιά – περιμένοντας πάντα για μια δική του ευκαιρία, κ.ο.κ. Η πραγματική ζωή όμως δεν προχωρά με διχαστικές υπεραπλουστεύσεις – που από θέση ισχύος, και με όλα τα μέσα στη διάθεσή τους, επιβάλλουν οι χειραγωγοί της κοινής γνώμης.

Είναι απίστευτο έως ανατριχιαστικό, οι “βρωμιάρηδες” του πλανήτη να γυρίζουν τώρα πίσω αυτά που για δεκαετίες τώρα συνειδητοποιημένοι πολίτες τους απεύθυναν. Αποκαλύπτοντας τον άθλιο ρόλο τους στην κατασπατάληση -μέχρι εξαντλήσεως- των φυσικών πόρων· την ανεπανόρθωτη ρύπανση και προγραμματισμένη καταστροφή όλων των προϋποθέσεων που επιτρέπουν τη ζωή βιολογικών οργανισμών στον πλανήτη· την απώλεια ολοένα και μεγαλύτερου μέρους της βιοποικιλότητας· την υποβάθμιση του πλανήτη με χίλιους δυο τρόπους. Είναι από τα παράδοξα της ιστορίας· ο πράσινος καπιταλισμός να μετατρέπεται τώρα σε κολυμπήθρα του Σιλωάμ, εκείνων που με το ένα χέρι φυτεύουν αιολικά, και με το άλλο σχεδιάζουν εξορύξεις πετρελαίου στο Ιόνιο και το Αιγαίο, ή επενδύουν ακόμα και σε πυρηνικά εργοστάσια.

Ο τεχνοφασισμός, στις διάφορες εκδοχές του, έχει αναπτύξει, και έχει κάτω από τον έλεγχό του όλους εκείνους τους μηχανισμούς που του επιτρέπουν να αντιπαρέρχεται με θεσμική καταστολή τα εμπόδια που συναντά στο δρόμο του - χωρίς να λέει όχι και και στην χρήση ωμής κατασταλτικής βίας, όταν όλα τα άλλα μέσα έχουν αποτύχει. Όποιος τολμήσει να ασκήσει κριτική σε τεχνολογικές λύσεις που προτείνονται -για υπαρκτά προβλήματα- ενεργοποιεί κοινωνικούς αυτοματισμούς, επιθετικά αντανακλαστικά εναντίον του. Η επιθετικότητα αυτή μάλιστα τελευταία έχει αρχίσει να εκτρέπεται και προς επικίνδυνες ακρότητες του λόγου. Έτσι σε γνωστό ιδεολογικό όργανο της τεχνοκρατικής αντίληψης, και σε “άρθρο” του που στοχοποιεί εκείνους που “δημιουργούν εμπόδια” αντιδρώντας στην δημιουργία αιολικών πάρκων, διαβάζουμε το εξής ανησυχητικό (και μόνο από το γεγονός ότι διατυπώθηκε): “...Μέχρι πότε θα επιτρέπεται σε ηχηρές οργανωμένες ομάδες να επιβάλλουν στην ευρεία σιωπηλή πλειοψηφία τα δικά τους μικροσυμφέροντα, που συνήθως δεν συμπλέουν με το συμφέρον του ευρύτερου συνόλου;”... Σε άρθρο, επίσης γνωστού και μη εξαιρετέου δημοσιογραφικού οργάνου του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού, με αφορμή τις αντιδράσεις στην Τήνο για το ίδιο ζήτημασυναντάμε ίσως την πιο χαρακτηριστική της τεχνοφασιστικής αντίληψης διατύπωση. Περιβόλι· ας την απολαύσουμε: “Δυστυχώς δεν έχουν εφευρεθεί ακόμα δέντρα στα οποία να φυτρώνουν ηλεκτρικές πρίζες. ... Ούτε έχουμε ακόμα ανακαλύψει τον κατάλληλο χορό ή κάποια άλλη ιεροτελεστία που να κάνουμε να βρέχει μπαταρίες. Τέλος η Παναγιά της Τήνου, νομίζω πως όσο κι αν προσευχηθούν οι κάτοικοι, δεν θα εμφανίσει από το πουθενά τάση στις κολώνες της ΔΕΗ”. Και συνεχίζει ακάθεκτος: “Προτείνω λοιπόν να δοκιμάσουμε να δούμε τι θα γίνει. Να διακόψουμε πλήρως την παροχή ρεύματος στην Τήνο και σε άλλα νησιά που αντιδρούν και να περιμένουμε να δούμε αν με προσευχές, χορούς της βροχής ή ρευματόδεντρα, θα μπορέσουν οι κάτοικοι να λύσουν το πρόβλημά τους. Εφόσον δεν το λύσουν, το ρεύμα θα παραμείνει κομμένο. Οι κάτοικοι θα κληθούν υπό το ρομαντικό φως των κεριών...”. Αυτοί που καταπίνουν αμάσητες προσεγγίσεις όπως οι παραπάνω, και πριν αφεθούν παθητικά στο γαργάλημα της διάθεσης με τέτοιας ποιότητας εξυπνακισμούς στη θέση των επιχειρημάτων, καλά θα κάνουν να αναρωτηθούν προηγουμένως, ποιοι είναι οι “επιτρέποντες”, ποιοι είναι αυτοί που καθορίζουν ποιο είναι το ”συμφέρον του ευρύτερου συνόλου”, ποιοι είναι αυτοί που κατεβάζουν διακόπτες - και ας εξετάσουν βιογραφικά.

"Δεν μας υποδουλώνει η τεχνική αυτή καθεαυτή αλλά η ιερότητα που έχουμε μεταβιβάσει σ’ αυτήν” είναι μια παρατήρηση του Jacques Ellul. Πριν από κάποια χρόνια -οι εποχές από αυτή την άποψη δεν αλλάζουν, και εμείς έχουμε μνήμη ελέφαντα- όταν κάποιος δημοσιογράφος είχε τολμήσει να μιλήσει για την επιβάρυνση και την υποβάθμιση των πόλεων που προκαλούνται από την αλόγιστη επέκταση της αυτοκίνησης -άποψη που αποτελεί κοινότοπη διαπίστωση σήμερα-, εισέπραξε ως αντίλογο, από μεγαλόσχημο και προβεβλημένο από τα ΜΜΕ ακαδημαϊκό δάσκαλο, το σχόλιο: “δεν πηγαίνει όμως (ο δημοσιογράφος) με το γαϊδουράκι του στην Αγία Παρασκευή”. Με αυτό τον τρόπο, και με επιχειρήματα αυτής της ποιότητας, και αντί να τοποθετείται επί της ουσίας, ο ακαδημαϊκός αποπατούσε στη συζήτηση. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να προσθέσει για να το συνεχίσει, διανθίζοντας και απλώνοντας το ρητορικό του σχήμα: “δεν έχετε πλυντήριο στο σπίτι σας, ψυγείο, κινητό, laptop, μπορείτε να φανταστείτε τη ζωή σας χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα;” κ.ο.κ. Το να υποβάλλεις σε τέτοιου είδους απλοϊκά διλήμματα και ερωτήματα (πάγια τακτική της φασιστικής ή φασίζουσας αντίληψης των πραγμάτων), είναι σαν να κατηγορείς για ασυνέπεια τον φυλακισμένο, που διαμαρτύρεται για τις συνθήκες κράτησής του, επειδή εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το κελί του - μέσα του. Όταν μιλάς για την ποιότητα του αέρα που αναπνέεις δεν σταματάς να αναπνέεις.

Οι ΑΠΕ, έτσι όπως σχεδιάζονται και αναπτύσσονται, ακολουθώντας την τεχνοκρατική/ βιομηχανική αντίληψη, άναρχα και χωρίς κανόνες, φορτώνοντας δυσβάσταχτα βάρη στις πλάτες των οικονομικά αδύναμων, δεν αποτελούν ούτε καν μέρος της λύσης του ενεργειακού προβλήματος: όχι μόνο δεν πλησιάζουν αλλά απομακρύνονται από τον κεντρικό τους στόχο: δεν υποκαθιστούν άλλες, μη ανανεώσιμες και ρυπογόνες πηγές ενέργειας· πρέπει να συνυπάρχουν σε υβριδική σύμπλεξη μαζί τους. Η ανάγκη, επομένως, λειτουργίας μονάδων παραγωγής ενέργειας από ρυπογόνες πηγές διατηρείται και επεκτείνεται με άναρχο τρόπο. Το αποτέλεσμα: μια καπιταλιστικού τύπου επενδυτική μανία σε κατάσταση παροξυσμού, που δεν γνωρίζει όριο και τέλος. Η ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ εξαρτάται από την στοχαστικότητα των φυσικών φαινομένων που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν. Συνεπώς οι ΑΠΕ δεν μπορούν να παρέχουν αυτοδύναμα ηλεκτροδότηση σε ένα σύστημα που προϋποθέτει σταθερή ροή ενέργειας κατά τη λειτουργία του. Και θα πρέπει να συνυπολογιστεί βέβαια η εγγενής τάση του καπιταλισμού για ολοένα και μεγαλύτερη παροχή ενέργειας, που αυξάνεται εκθετικά με την πάροδο του χρόνου. Αν περάσουμε και από την άλλη πλευρά, εκείνη των αποτελεσμάτων που επιτυγχάνονται με την “αξιοποίηση” των ΑΠΕ, δεν έχει μετρηθεί μέχρι τώρα, αντικειμενικά, σε καμιά περίπτωση πραγματική μείωση των ρύπων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, που να οφείλεται στην χρήση αυτών των τεχνολογιών. Παρόλα αυτά όμως οι (Βιομηχανικές) ΑΠΕ κατάφεραν να γίνουν η κυρίαρχη επενδυτική επιλογή στον τομέα της ενέργειας την περίοδο που διανύουμε. Αυτό φυσικά δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί χωρίς τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης – με όλα τα μέσα, και την κατάλληλη μόχλευση μέσω θεσμικών παρεμβάσεων. Το θεσμικό πλαίσιο είναι μια φωτογραφία της στιγμής, απεικονίζει με ακρίβεια φωτογραφική τα τεράστια συμφέροντα που διακυβεύονται, και πιέζουν για επενδυτικές διεξόδους κεφαλαίων που λιμνάζουν, στον τομέα των (Β)ΑΠΕ· είναι κοστούμι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους.

Την εποχή της αποικιοκρατίας έπρεπε να αναζητήσεις το Ελντοράντο σου σε νέα αχαρτογράφητη γη, στη γεωγραφία· σε εποχή όπου όλα έχουν πλέον χαρτογραφηθεί και εξαντληθεί, το Ελντοράντο δεν είναι παρά μια επινόηση, που δημιουργείται θεσμικά και σε βάρος των ανίσχυρων πολιτών και του φυσικού περιβάλλοντος - ό,τι έχει απομείνει ακόμη από αυτό εκτός των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Παραγωγή πλούτου τώρα όχι από μια αύξηση της εκμετάλλευσης των διαθέσιμων φυσικών πόρων, αλλά απ’ το γεγονός της δρομολογημένης εξάντλησής τους. Το σύστημα μαθαίνει τώρα πως να αποκομίζει κέρδη από την εξάντληση όλων εκείνων που μπορούν να εξαντληθούν, και είναι ζωτικής σημασίας για τη ζωή (αέρας, νερό, έδαφος, δάση, απασχόληση, τροφή, κ.λπ.). Το ζήτημα της εξάντλησης, δεν αναφέρεται μόνο στις πηγές ενέργειας. Η εξάντλησή τους, πολιτικά και γεωπολιτικά, θα προηγηθεί της εξάντλησής τους ως φυσικών αποθεμάτων. Εξάντληση για το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα σημαίνει αποκλειστικά και μόνο εξάντληση των τρόπων κυκλοφορίας των τεράστιων αποθεμάτων συσσωρευμένων κεφαλαίων προς νέα οικονομικά πεδία. Κάθε φορά που τα κεφάλαια παραμένουν ανενεργά, σε αδυναμία να τεθούν σε κίνηση και σε τροχιές κέρδους, επιχειρείται διέξοδος, μετατοπίζοντας τα όρια μεταξύ τεχνοπολιτισμού και φύσης. Έτσι -σύμφωνα με αυτή την λογική- προχωρούν τώρα στην καταλήστευση και των τελευταίων φυσικών πόρων που είχαν απομείνει εκτός βιομηχανικού σχεδιασμού.

Τα κεφάλαια που έχουν επενδυθεί στον τομέα των (Β)ΑΠΕ είναι τεράστια. Ανυπόμονοι επενδυτές αποβλέπουν σε πολλαπλάσια κέρδη, που θα υφαρπαγούν από το εισόδημα των ήδη φτωχοποιημένων καταναλωτών. Όλο αυτό το διάστημα γινόμαστε μάρτυρες της εκμετάλλευσης του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής από τυφλωμένους από απληστία επενδυτές. Το μόνο εμπόδιο που συναντούν είναι ο χρόνος. Οι καθυστερήσεις κάθε μέρα που περνάει αποτιμώνται ως διαφυγόντα κέρδη. Χρονοκαθυστερήσεις λόγω τοπικών αντιδράσεων, ακτιβισμών –που λοιδορούνται και παρουσιάζονται ως αναχρονισμοί από τα ΜΜΕ-, προβλεπόμενων διαδικασιών αδειοδότησης, νεκρών χρόνων που απαιτούν οι νόμιμες διαδικασίες, όλα όσα κεντούν την ανυπομονησία, την απληστία, εκείνων που ξέρουν πόσο εύκολα αλλάζει ο καιρός, πόσο εύκολα κλείνει ένα παράθυρο ευκαιρίας αν δεν το προλάβεις ανοικτό.

Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε -και μαθαίνουμε δια του παραδείγματος- πώς ένα τόσο ζωτικής σημασίας πρόβλημα, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, μπορεί να μετατρέπεται σε επενδυτικές ευκαιρίες - χωρίς παράλληλα να γίνεται και κάτι ουσιαστικό για την αντιμετώπισή του. Και το χειρότερο ακόμη, στο όνομα της κλιματικής αλλαγής δεσμεύονται και εξανεμίζονται τεράστιοι χρηματικοί πόροι που θα μπορούσαν να διατεθούν σε άλλες βιώσιμες λύσεις και, κυρίως, σε πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας. Ενορχηστρωμένα, μεθοδευμένα όλα μπορούν να διαστραφούν και να αξιοποιηθούν στο αντίθετο του σκοπού τους.

Ας δούμε λίγο και τη μεγάλη εικόνα, ποιοι αποτελούν το στρατό μιας σταυροφορίας στο όνομα -υποτίθεται- της κλιματικής αλλαγής: Επενδυτικά συμφέροντα σε διαπλοκή με ΜΜΕ και το πολιτικό κατεστημένο, σε ρόλους που ξέρουν τόσο καλά. Θα συναντήσουμε επίσης οικολογικές γραφειοκρατικοποιημένες ΜΚΟ – σφραγίδες, ή ΜΚΟ που αποδεικνύονται κατώτερες των περιστάσεων μαζί με παλαιάς κοπής ακτιβιστές και φορείς της οικολογίας. Εκείνοι που δεν τα κατάφεραν ποτέ στο παρελθόν τους, να ξεφύγει η δράση τους από το επίπεδο του γραφικού και του θεαματικού· έχοντας αποτύχει να συνδέσουν τα οικολογικά ζητήματα με την πολιτική (που -να τους το αναγνωρίσουμε- βοήθησαν να αναδειχτούν), βιώνοντας για χρόνια τον αδιέξοδο τακτικισμό τους, αποφάσισαν τώρα να γραφειοκρατικοποιηθούν· αφήνονται να ενσωματωθούν από ένα σύστημα που ξέρει πως να αφομοιώνει και να χωνεύει τα πάντα. Κάποιοι φτάνουν μέχρι το σημείο να εξαργυρώνουν τον ακτιβισμό ενός ένδοξου παρελθόντος, κεφαλαιοποιώντας το κύρος το οποίο απολαμβάνουν, για να μετατραπούν στους καλύτερους πωλητές, τους πλέον αρμόδιους και κατάλληλους προπαγανδιστές αυτών των τεχνολογιών. Στο κάδρο υπάρχει χώρος φυσικά -μη στριμώχνεστε- και για το επιστημονικό και πολιτικό κατεστημένο, που έσπευσε ταχέως -αναμενόμενο- να ταχθεί με το μέρος των χορηγών του. Σταυροφορία ενορχηστρωμένη κατά της κλιματικής αλλαγής, αλλά που -όπως σε κάθε σταυροφορία- οι σταυροφόροι εκτρέπονται στο τέλος ή από την αρχή του “ιερού” σκοπού τους.

Και φυσικά δεν πρέπει ούτε στιγμή να βγάλουμε από το κάδρο τις σκανδαλωδώς ευνοϊκές πολιτικές επιδοτήσεων και τιμολόγησης· τα δυσβάσταχτα κόστη που αυξάνονται συνεχώς και μετακυλίονται στους αδύναμους οικονομικά καταναλωτές. Χωρίς τις σκανδαλώδεις πολιτικές των επιδοτήσεων, αυτές οι επενδύσεις δεν θα ήταν βιώσιμες, χάρη σε αυτές όμως συντηρείται ο επενδυτικός πυρετός στον κλάδο των (Β)ΑΠΕ, δημιουργείται έτσι μια παρασιτική κατηγορία “επενδυτών” - κυνηγών επιδοτήσεων και επιδοτούμενων τιμών. Απέναντι σε αυτή τη μεγάλη εικόνα, κόντρα στο ρεύμα, βρίσκονται -όπως πάντα συμβαίνει- ανυπεράσπιστες τοπικές κοινωνίες, που καμιά κεντρική εξουσία δεν ρώτησε ποτέ και για τίποτε.