Όχι,
δεν θα πέσουμε στην παγίδα μιας τόσο
άγονης συζήτησης, σε μια τετριμμένη
απεραντολογία, που καταλήγει πάντοτε
στον τεχνητό διαχωρισμό που
αποπροσανατολίζει, του διαίρει και
βασίλευε μεταξύ τεχνοφοβικών και
φουτουριστών/τεχνολάγνων. Υπάρχει όμως
μια όψη του ζητήματος, που αποκρύβεται
επιμελώς και συστηματικά πίσω από τις
γνωστές, και κουραστικά επαναλαμβανόμενες
σοφιστείες και κοινοτοπίες. Αυτή η
πλευρά του ζητήματος δεν διέφυγε της
προσοχής στοχαστών όπως ο Jaques Ellul,
ο Κ. Καστοριάδης κ.α. Εκεί είναι και η
καρδιά του προβλήματος: “Αυτό που είναι
ελευθερία χρησιμοποίησης του τάδε ή
του δείνα εργαλείου ή τρόπου εργασίας
παρμένων μεμονωμένα εξαφανίζεται
τελείως όταν πρόκειται για το σύνολο
των τεχνικών που “κατέχει” μια δεδομένη
κοινωνία ή εποχή, αλλά που κι εξίσου την
“κατέχουν”” (Καστοριάδης, στο κείμενό
“Τεχνική”).
Είναι
κοινός τόπος: το να ασκείς κριτική σε
μια τεχνική ή τεχνολογική λύση, ή σε ένα
τεχνολογικό σύστημα που προορίζεται
να τεθεί σε εφαρμογή δεν θα έπρεπε να
σε χαρακτηρίζει αυτομάτως ως τεχνοφοβικό·
εκτός, ίσως, αν ζεις σε μια χώρα που
πρέπει να δίνεις κάθε φορά μάχη για το
προφανές και το αυτονόητο, σε κοινωνία
που είναι πάντοτε πρόθυμη να θυσιάσει
οποιαδήποτε αξία στην ιδιοτέλεια ενός
σκοπού. Η προσπάθεια να λειτουργήσεις
υπεύθυνα ως πολίτης απέναντι σε μια
τέτοια αντιμετώπιση των πραγμάτων σε
εξουθενώνει, έχεις μονίμως απέναντί
σου, και πρέπει να αντιμετωπίζεις, μια
Λερναία Ύδρα κοινωνικών αυτοματισμών.
Κάθε
εποχή έχει τη δική της τεχνολογία η
οποία καθόριζε τον πολιτισμό της – όχι
βέβαια ντετερμινιστικά, μονοσήμαντα.
Πχ. η γεωργία, ο τροχός της κεραμικής, η
κατεργασία του χαλκού, του σιδήρου, η
γραφή, η ναυσιπλοΐα, κ.τ.λ. Η επίδραση
αυτών των τεχνικών στην ιστορία, και οι
αλλαγές που προκάλεσαν, δεν υπήρξαν
λιγότερο κοσμογονικές από εκείνες των
σημερινών τεχνολογιών (όπως το θέλει η
μεροληπτική στάση της κάθε εποχής για
τον εαυτό της). Επομένως, ένας λόγος
απορριπτικός για καθετί το τεχνολογικό,
ή μια πρόταση επιστροφής σε μια
προγενέστερη παραδείσια κατάσταση -που
εξάλλου ποτέ δεν υπήρξε- είναι άνευ
νοήματος. Επιπλέον, ο 20ος αιώνας ήρθε
και έφυγε και αν άφησε κάτι είναι αυτή
η πικρή διαπίστωση: “αυτό που θα περάσει
από το μυαλό του ανθρώπου δεν μπορείς
να το πάρεις πίσω” (κάτι που ισχύει
-δυστυχώς- για την ατομική βόμβα και τα
πυρηνικά όπλα, όπως απαισιόδοξα λέγεται
στην κατακλείδα του θεατρικού έργου
“οι Φυσικοί” του Friedrich Dürrenmatt).
Μια
παρατήρηση και πάλι του Κ. Καστοριάδη
στο σημείο αυτό (που απηχεί και απόψεις
του Jacques Ellul) πηγαίνει τη συζήτηση
ακόμη πιο πέρα: “Μπορούμε να διαλέξουμε
ανάμεσα σε θερμικό, υδραυλικό ή πυρηνικό
κέντρο, να προτιμήσουμε την τάδε ή την
δείνα τοποθέτηση. Δεν υπάρχει όμως καμιά
εκλογή αναφορικά με το σύνολο των
χρησιμοποιούμενων τεχνικών, οι οποίες
θα ανήκουν για τα καλά και με κάθε τρόπο
στον ιδιαίτερο τύπο που ορίζει το τεχνικό
φάσμα της εποχής μας”. Υπάρχει λοιπόν
ένας “ιδιαίτερος τύπος” που χαρακτηρίζει
το “σύνολο των χρησιμοποιούμενων
τεχνικών”, σύνολο τεχνικών που “κατέχουμε”
και μας “κατέχει”, εγκατεστημένων σαν
φύση, σαν πεπρωμένο. Η δυνατότητα εκλογής
υπάρχει μόνο όσον αφορά τις επιμέρους
τεχνολογίες, όπου πράγματι γινόμαστε
μάρτυρες ενός αγώνα επικράτησης. Αγώνα,
που με τα χαρακτηριστικά που εμφανίζεται
θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως
τεχνολογικό δαρβινισμό – που εξελίσσεται
παράλληλα με εκείνο του κρυφού και
ενίοτε φανερού κοινωνικού και οικονομικού
δαρβινισμού. Όμως -και εδώ είναι το
σημείο που πρέπει να προσέξουμε- κάθε
τεχνολογία που θα εκτοπίσει μιαν άλλη
πρέπει να ανήκει στον ίδιο “ιδιαίτερο
τύπο” ο οποίος στην εποχή μας είναι
εκείνος που επιτρέπει την καπιταλιστικού
τύπου εκμετάλλευσή της· αποδεκτή
τεχνολογική λύση, δηλαδή, είναι μόνο
εκείνη που ευνοεί και προάγει την
συσσώρευση κεφαλαίου, που επιτυγχάνει
να αποσπά από την εργασία ολοένα και
μεγαλύτερο ποσοστό σχετικής υπεραξίας
(με την μαρξιστική έννοια του όρου).
Ένα
ευρύ φάσμα τέτοιων τεχνολογιών έχει
εδραιώσει τον καπιταλισμό, έτσι ώστε
να εμφανίζεται ως κάτι που δεν επιδέχεται
εκλογή, να παρουσιάζεται ως το αξεπέραστο
μιας “φύσης”, στη θέση της φύσης - που
έχει απαλλοτριώσει στους σκοπούς του.
Ο κίνδυνος να καταρρεύσει το σύστημα
προέρχεται πάντα και μόνο από τις
αντιφάσεις που το ίδιο γεννά· τα
καταφέρνει, όμως, και αντιπαρέρχεται
καλά μέχρι τώρα. Με μοχλεύσεις μέσω της
πολιτικής, και εισαγωγή τεχνολογιών
αποκλειστικά εκείνου του “ιδιαίτερου
τύπου” που τον ευνοεί, σπρώχνει τα
αδιέξοδα προς το μέλλον. Αν εξετάσουμε
από αυτή την άποψη το ζήτημα, ο καπιταλισμός
δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια
συσσώρευση προβλημάτων και αδιεξόδων
για επόμενες γενιές. Είναι θλιβερό,
αποτελεί όμως κοινή διαπίστωση: δεν
γίνεται να συνεχίσουμε έτσι για πολύ
ακόμη: Ο καπιταλισμός, όπως τον γνωρίσαμε,
σε 50, 100, 200, 300, πόσα θέλετε χρόνια, θα έχει
εξαντλήσει τον πλανήτη - το μοναδικό
ενδιαίτημα για τον άνθρωπο. Η ρύπανση
εισχωρεί παντού στο περιβάλλον, φυσικό
και κοινωνικό, στο αξιακό μας σύστημα,
στην ίδια την ουσίωση του ανθρώπου, στον
πολιτισμό που παράγουμε, στην πολιτική,
στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, στο
γονιδίωμα των έμβιων οργανισμών. Ακόμη
πιο θλιβερή όμως είναι η διαπίστωση ότι
κανένας δεν είναι διατεθειμένος να
εγκαταλείψει ένα προσωπικό κουκούλι
ασφάλειας και βολέματος για να εκτεθεί
στις προκλήσεις ενός αχαρτογράφητου
“αλλιώς”. Ο φόβος του ανοίκειου και
του αγνώστου στην ιστορία μπλοκάρει
την αναζήτηση -ακόμη και από εκείνους
που δεν θα είχαν τίποτα να χάσουν- ενός
διαφορετικού νοήματος για τον κόσμο,
μιας διαφορετικής, βιώσιμης κοινωνίας.
Οι άνθρωποι προτιμούν να ζουν μια ζωή
εκτός ιστορίας, όπως συνέβαινε με τους
δούλους της αρχαίας Αθήνας και τους
είλωτες της αρχαίας Σπάρτης, αφήνοντας
την διακινδύνευση του “να ζεις στην
ιστορία” στα χέρια κάποιας ελίτ. “Συχνά
είναι πιο ασφαλές να είσαι αλυσοδεμένος
από το να είσαι ελεύθερος” έλεγε ο
Kafka.
![]() |
![]() |
---|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου