Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

4. Πράσινος καπιταλισμός ή η ικανότητα να αλλάζεις δέρμα


Οι ΑΠΕ και ιδιαίτερα τα αιολικά πάρκα (ας πάρουμε αυτό το επίκαιρο, αλλά και αποκαλυπτικό των προθέσεων και των μελλοντικών σχεδιασμών που υπάρχουν παράδειγμα), μέχρι όχι πολύ καιρό πριν, αντιμετωπίζονταν από το τεχνοκρατικό κατεστημένο με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε και το αερόστατο στο παρελθόν. Το κλάσμα οφέλους/κόστους έκρινε τη χρήση τους απαγορευτική. Η λειτουργία τους θεωρούνταν επίσης ασταθής, καθώς εξαρτάται από το απρόβλεπτο των ανέμων, από τα καπρίτσια του θεού των ανέμων (όπως θα έλεγαν οι τελευταίοι ρομαντικοί).

Την εποχή που το φαντασμαγορικό θέαμα του αερόστατου που πλέει στους αιθέρες έκανε τα βλέμματα να στρέφουν στον ουρανό, ο ατμός και το κάρβουνο προετοίμαζαν σιγά σιγά την εποχή όπου το πετρέλαιο θα άρχιζε να ρέει - πιο ζωτικό και από το αίμα. “Το πετρέλαιο είναι εξίσου πολύτιμο με το αίμα” έλεγε ο Κλεμανσώ, εκφράζοντας την εποχή του· ο πορθμός του Ορμούζ παρουσιαζόταν ως η “καρωτίδα της Δύσης”. Ήδη σ΄αυτές τις διατυπώσεις λανθάνει όλη η παθολογία ενός συστήματος τόσο εξαρτημένου από το πετρέλαιο. Το 1973 εκδηλώθηκε το πρώτο έμφραγματικό επεισόδειο, η πρώτη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση. Παρόλο τον αιφνιδιασμό και τον πανικό που προκάλεσε -ήρθε όταν κανένας δεν την περίμενε και δεν είμαστε προετοιμασμένοι γι΄αυτήν, προσπάθησαν να την υποβαθμίσουν, να ησυχάσουν τις αγορές, παρουσιάζοντάς την στην κοινή γνώμη ως ένα μικρό εμφραγματικό επεισόδιο. Για ένα happy end μερικοί χειρισμοί ήταν υπεραρκετοί, κάποιες επιδέξιες μοχλεύσεις στην γεωπολιτική σκακιέρα. Στην πραγματικότητα όμως το σοκ υπήρξε τόσο μεγάλο, σε σημείο ώστε ο κόσμος από εκεί και μετά να μην είναι ποτέ πια ο ίδιος.

Κάθε αναφορά στο θέμα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μεσούσης της κρίσης, αλλά και αργότερα κατέληγε στην μόνιμη επωδό: οι ΑΠΕ τεχνολογίες, από μόνες τους, δεν θα μπορούσαν ποτέ να αναπτυχθούν τόσο ώστε να μας απαλλάξουν από την εξάρτησή μας από το πετρέλαιο και τον άνθρακα. Για αρκετές δεκαετίες, με αυτά και με αυτά, και με παρόμοιας λογικής επιχειρήματα, αντιμετωπίζονταν οι πιέσεις των οικολογικών οργανώσεων που διεκδικούσαν πιεστικά έρευνες προς την κατεύθυνση της αξιοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Διεκδικήσεις που γίνονταν ολοένα και πιο έντονες στον απόηχο των πετρελαϊκών κρίσεων και των πυρηνικών ατυχημάτων.

Κοιτάζοντας τώρα προς τα πίσω, υπήρξε μια ισχυρή κατά περιόδους κυρίαρχη οικολογική γραμμή σκέψης, που δεν κατάφερε ωστόσο όλα αυτά τα χρόνια να αναδείξει τις πολιτικές πλευρές των οικολογικών προβλημάτων, να παράξει ένα ριζοσπαστικό οικολογικό πολιτικό λόγο, μια “Πολιτική Οικολογία” - να αντιτάξει, ως αντίπαλο δέος, στην “Πολιτική Οικονομία”. Η οικολογία δεν συμπεριέλαβε ποτέ στην θεματική της την κριτική της ποιότητας του πολιτικού λόγου και πράξης που παράγονται. Αντίστοιχα, η πολιτική έστρεφε πάντοτε μιαν επιλεκτική όραση στην οικολογία. Διανθίζοντας τον λόγο της με αρκετές δόσεις οικολογικής ρητορικής -που δεν κοστίζει τίποτα- προετοίμαζαν την μελλοντική επιλεκτική ενσωμάτωση του οικολογικού λόγου -από τότε είχαν φυτευτεί τα σπέρματα- στην καπιταλιστική λογική. Η κεντρική πολιτική επέλεγε αποκλειστικά εκείνες μόνο τις πλευρές της οικολογίας που είναι συμβατές με τον καπιταλισμό ή τον σοσιαλισμό της ανάπτυξης. Επιλεκτική όραση που έβλεπε στην οικολογική ατζέντα μόνο ό,τι ήταν επιδεκτικό τεχνολογικών λύσεων, και μόνο σε περιπτώσεις που υπήρχαν ώριμες και διαθέσιμες τεχνολογίες, που δημιουργούσαν ευκαιρίες να πουληθεί απορρύπανση.

Εκεί που η γλώσσα μιας εξουσίας υψώνει εμπόδια, σ’ αυτό που δυσκολεύει το χειρισμό του, στο υπεράνω συζήτησης ζήτημα, εκεί στα σκοτεινά πρέπει να αναζητά κανείς, κάπου κρυμμένη, τη φευγαλέα στιγμή μιας αλήθειας. Πίσω από τα νέα κυρίαρχα δόγματα του πράσινου καπιταλισμού θα δούμε να λειτουργούν τεχνολογίες ρύπανσης και απορρύπανσης, αλληλοτροφοδοτούμενες, σε μια σχέση συμπληρωματικότητας ή συγκοινωνούντων δοχείων. Οι ανεμογεννήτριες αποτελούν εκείνη την τεχνολογία που φέρνει στην επιφάνεια, αποκαλυπτικά, θέτει σε δοκιμασία τα όρια της μη πολιτικής οικολογίας· της αυταπάτης που κερδίζει, δυστυχώς, συνεχώς έδαφος χάρη στην καθοδηγούμενη πληροφόρηση: τα ζητήματα της οικολογίας επιδέχονται αποκλειστικά και μόνο επιστημονικο/τεχνολογικές απαντήσεις. Τα όρια όμως αυτής της οικολογίας αρχίζουν να διαφαίνονται καθαρά όταν αρχίζεις να υποβάλλεις ερωτήματα που ξεβολεύουν. Ερωτήματα, όπως τι την κάνεις όλη αυτή την ενέργεια που παράγεται -και μέσω ΑΠΕ τεχνολογιών-, βρίσκονται εκτός πλαισίου συζήτησης. Θεωρείται ως το αυτονόητο και ευλογοφανές εκείνο ζήτημα που δεν χρειάζεται να ασχολείται κανείς μαζί του. Η προφανής απάντηση είναι να ενεργοποιείς το ίδιο φάσμα χρήσεων και λογικών αξιοποίησης - εκείνων δηλαδή που είναι συνυφασμένες με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα μέσα στο οποίο λειτουργούμε. Βρώμικη ή πράσινη ενέργεια, ή σε συνδυασμό, για να κινήσουν την ίδια “βρώμικη ανάπτυξη”, να αξιοποιηθούν από τις ίδιες ενεργοβόρες και σπάταλες μεθόδους παραγωγής, που έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να κατασπαταλούν με κάθε τρόπο τους περιορισμένους φυσικούς πόρους του πλανήτη, για το κέρδος και την ευημερία εν τέλει ενός πολύ μικρού ποσοστού του παγκόσμιου πληθυσμού (1 %  έως 2 %). Η τύχη του φυσικού περιβάλλοντος όπου εγκαταβιώνουμε βρίσκεται στα χέρια αδιαφανών συγκεντρωτικών φορέων και μηχανισμών και γίνεται αντικείμενο βιομηχανικών πρακτικών που εξαντλούν τον πλανήτη. “...Αυτό που είναι δραματικό είναι η δυναμική της ανισορροπίας, το φουλάρισμα του ίδιου του ενεργητικού συστήματος που μπορεί να παραγάγει πολύ βραχυπρόθεσμα μια θανατηφόρα απορρύθμιση” παρατηρεί ο Jean Baudrillard. Ένα σύστημα επιτάχυνσης των διαδικασιών εξάντλησης, που θα καταλήξει, αν δεν εμποδιστεί, στην πλήρη ερημοποίηση και υποβάθμιση του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος.

Μπροστά στα τόσα αδιέξοδα που έχει δημιουργήσει ο τεχνοφασισμός, και στην προοπτική διακινδύνευσης των κερδών, αλλάζει τώρα δέρμα και εμφανίζεται με την μορφή του οικοφασισμού (πράσινος καπιταλισμός). Πίσω από αυτή την μεταμφίεση, ο τεχνοφασισμός, πάνοπλος και εν δράσει, φιλοδοξεί να εξακολουθήσει ανενόχλητος να δεσμεύει και να υποθηκεύει το μέλλον. Αλλά αν έτσι είναι δυνατόν να σωθεί ο πλανήτης; Ρωτούν και η απάντηση που δίνουν είναι σαν να λένε “ας είναι και ο Μπερτόδουλος” (για να το διατυπώσουμε με τον παλιό τρόπο). Μάλλον το αντίθετο όμως συμβαίνει. Ο πράσινος καπιταλισμός είναι το στρατήγημα που θα επιτρέψει την καπιταλιστική εκμετάλλευση των πόρων που μέχρι πρότινος προστατεύονταν και εμποδίζονταν η εμπορευματοποίησή τους. Ο οικοφασισμός που κερδίζει συνεχώς έδαφος, αυτή η κατ’ επίφαση οικολογία, καθώς στηρίζεται σε αυταρχικές, τεχνοφασιστικές “λύσεις” είναι λύκος με προβιά προβάτου. Πουλάει για παράδειγμα πράσινη προστασία με ανεμογεννήτριες, και την ίδια ώρα που μας προσκαλεί να ρεμβάσουμε ανεμογεννήτριες, τρυπάει στο Ιόνιο και στο Αιγαίο για πετρέλαιο ή αγοράζει λιγνιτορυχεία,ή ακόμη επενδύει και στην πυρηνική ενέργεια.

Ήδη από την δεκαετία του 1970, λόγω της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης, η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη, το δόγμα της απεριόριστης ανάπτυξης είχε τρωθεί ανεπανόρθωτα. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 ανέδειξε με αιφνιδιαστικό τρόπο, για πρώτη φορά διάπλατα στην κοινή γνώμη, τα οικονομικά και οικολογικά όρια του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής. Συνέπεσε χρονικά με το μέσον περίπου των δύο δεκαετιών όπου παρατηρήθηκε η υψηλότερη συσσώρευση στην ιστορία του κεφαλαίου (1960 και 1970). Την περίοδο εκείνη γίναμε μάρτυρες της εναγώνιας προσπάθειας στάσιμων κεφαλαίων να βρίσκουν διεξόδους για την κυκλοφορία τους. Μια κλασική κρίση υπερσυσσώρευσης θα μπορούσε να περιμένει κανείς το πολύ – πολύ, κάποια στιγμή· από αυτές που έρχονται και παρέρχονται, και το σύστημα έχει μάθει να αντιμετωπίζει. Δεν έγινε όμως έτσι, η κρίση ήρθε -επιγραμματικά- ως το «σοκ των τιμών του πετρελαίου», που σημαίνει, απόπειρα να χρησιμοποιηθεί εργαλειακά η οικονομία σε γεωπολιτικές σκοπιμότητες. Η καρωτίδα του καπιταλιστικού παραγωγικού συστήματος που αιματοδοτείται με πετρέλαιο, σταμάτησε προς στιγμήν να λειτουργεί. Αυτό που ήρθε στην επιφάνεια, με την εναγώνια προσπάθεια αντιμετώπισης αυτής της καινοφανούς κρίσης με παραγωγή πετρελαίου από εναλλακτικούς παραγωγούς, έμελλε να εξελιχθεί σε ένα γεγονός που ήταν ικανό να αλλάξει την πορεία του κόσμου: συνειδητοποιήθηκε, με δραματικό τρόπο, το γεγονός ότι η παραγωγική ικανότητα του συστήματος σε πετρέλαιο μόλις είχε αγγίξει ταβάνι, είχε φτάσει στο ανώτατο όριό της. Αυτό σημαίνει ότι δεν επρόκειτο για πρόβλημα εξάντλησης των διαθέσιμων πηγών, αλλά πρόβλημα εξάντλησης των παραγωγικών δυνατοτήτων του συστήματος, ώστε να καλύπτεται επαρκώς η τεράστια ζήτηση σε πετρέλαιο. Συνέβη απότομα αυτό που ούτως ή άλλως βέβαια θα γινόταν αντιληπτό, σταδιακά όμως, δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο προσαρμογής και αντίδρασης.

Στο εναγώνιο δημοσιογραφικό ερώτημα εκείνης της εποχής: “Πώς θα ικανοποιηθούν οι ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις σε ενέργεια”, ο Ε. Φ. Σουμάχερ έδωσε την προφανή απάντηση που κέρδισε προς στιγμήν έδαφος στη συζήτηση, και αρκετή δημοσιότητα: “...Η μοναδική λύση είναι η ανάπτυξη κοινωνιών που θα είναι λιγότερο άπληστες στη χρήση ηλεκτρικής και άλλων μορφών ενέργειας”. Ο Nicholas Geotgesco – Roegen διατύπωσε επίσης μια παρόμοια άποψη, τόλμησε να εκφράσει αυτό που κανένας δεν ήθελε να διανοηθεί, πόσο μάλλον να ακούσει: “Το ζήτημα δεν είναι να καταναλώνουμε όλο και περισσότερο, αλλά να καταναλώνουμε όλο και λιγότερο”. Να δρομολογήσουμε δηλαδή διαδικασίες αποανάπτυξης. Ως μοναδική λύση πρότεινε τη συρρίκνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης. Αλλά για να μην καταλήξει αυτή η στρατηγική σαν “να αντικαθιστάς την μια ανοησία με μιαν άλλη”, συμπλήρωνε ο ίδιος, “πρέπει συγχρόνως να προσδώσουμε στην παραγωγή και στην κατανάλωση διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, κανόνες, ελέγχους και πλαίσια”. Κοντολογίς υπήρξε μια πολυφωνία ιδεών που έκανε ενδιαφέρουσα την εποχή, και συνέκλινε στο εξής επίδικο: Να επαναφέρουμε έναν κόσμο όπου δεν είναι όλα οικονομία.

Αν αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί το ενεργειακό πρόβλημα, και να εξοικονομηθούν φυσικά αποθέματα και πόροι για τις επόμενες γενιές, τότε το επόμενο κρίσιμο ζήτημα που μπαίνει και δεν μπορούμε να αποφύγουμε είναι: μπορούν αυτοί οι στόχοι να υπηρετηθούν από τον καπιταλισμό; Διανοίγονται τώρα δύο προοπτικές: ή θα συνεχίσουμε θεωρώντας ότι τα ανυπέρβλητα οικολογικά προβλήματα είναι το μοιραίο αποτέλεσμα της εξέλιξης των πραγμάτων και ως τέτοια να τα αντιμετωπίζουμε, ή θα τα αντιμετωπίσουμε ως αυτό που στην βαθύτερη ουσία τους είναι, ως απότοκα του κοινωνικοοικονομικού και παραγωγικού συστήματος που ακολουθούμε. Οι προβληματισμοί που αναπτύχθηκαν την δεκαετία του 1970, ένας τεράστιος πλούτος ιδεών και σκέψης, μια πολύτιμη παρακαταθήκη που μας δώρισε εκείνη η εποχή, γρήγορα σκεπάστηκε και θάφτηκε κάτω από τόνους επιθετικού νεοφιλελευθερισμού. Οι επιλογές που επικράτησαν τις επόμενες δεκαετίες, κυμάνθηκαν προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Επιλέχθηκε τελικά από το οικονομικό κατεστημένο -προοιωνίζοντας ένα εφιαλτικό μέλλον- η συντηρητική στάση απέναντι στα αδιέξοδα που αποκάλυψε η κρίση. Είναι η στάση που ισοδυναμεί πάντοτε με διατήρησή των προβλημάτων δια της απωθήσεώς τους στο μέλλον. Περιεχόμενο της πολιτικής για τις επόμενες δεκαετίες έγινε η εκπαίδευση της κοινής γνώμης στην παράβλεψη της προφάνειας του τι έπρεπε να κάνουμε: Να σταματήσουμε επιτέλους να μετατρέπουμε τα αξεπέραστα αδιέξοδα του κοινωνικοοικονομικού συστήματος σε αδιέξοδα οριακών αποδόσεων του φυσικού περιβάλλοντος.

Πώς σκεφτόμαστε σήμερα για τα ίδια θέματα; (μέσα στο πλαίσιο και τις επιλογές που δημιουργεί ο πράσινος καπιταλισμός). Ένα πρόσφατο ενδεικτικό παράδειγμα. Η Claire Lehmann (μέσα στους καπνούς των πυρκαγιών που κατάκαιγαν για μήνες ολόκληρους την αυστραλιανή ήπειρο), σχολιάζει στην πλατφόρμα Quillette (8-1-2020): “...πρέπει να μιλήσουμε για τρόπους αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής που υπερβαίνουν τη μείωση της κατανάλωσης. Οι όποιες μειώσεις εκπομπών αερίων ρύπων πραγματοποιούνται σε πλούσιες χώρες ακυρώνονται από τις αυξήσεις των εκπομπών στις αναπτυσσόμενες χώρες. Μόνο αν οι πλούσιες χώρες αρχίσουν να πιέζουν τις φτωχότερες να σταματήσουν να βελτιώνουν το βιοτικό τους επίπεδο θα μπορούσαμε μέσω αποβιομηχάνισης να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα”. Η αρθρογράφος έχει τώρα προετοιμάσει το έδαφος, έχει στρώσει τις ράγες για να περάσει από πάνω εύκολα το “δια ταύτα”: “Πρέπει να βρούμε τρόπους να παράγουμε καθαρή και φτηνή ενέργεια, όχι μόνο να καταστήσουμε δαπανηρή τη βρώμικη ενέργεια” (Η Αυστραλία κατέχει το 33% των παγκόσμιων κοιτασμάτων ουρανίου χωρίς να διαθέτει ούτε μία εγκατάσταση θερμοπυρηνική εγκατάσταση και είναι η τέταρτη χώρα σε αποθέματα λιγνίτη που στηρίζει την ηλεκτροπαραγωγή της ηπείρου). Ο καθένας έχει το δικό του χωραφάκι στο αδιέξοδο να προστατεύσει.

Πολύ εύστοχα και έγκαιρα (δεκατία του 1970) ο Ivan Illich είχε μιλήσει για μια κυρίαρχη κουλτούρα προγραμματιζόμενων ανθρώπων. Αυτή η κουλτούρα προωθήθηκε με κάθε μέσο. Ο αδιαφανής κεντρικός σχεδιασμός, που είναι σύμφυτος με την καπιταλιστική λογική, και οδηγεί σε αυτό το αποτέλεσμα, όπως κωδικοποιήθηκε από τον Ivan Illich περιλαμβάνει: Ταχεία κυκλοφορία προϊόντων που καθιστά τις ανάγκες πλαστικές και ρηχές. Μηχανικά κατασκευασμένες ανάγκες. Συνθήκες παραγωγής που δημιουργούν καταστάσεις που απέδωσε με τον όρο “ριζικό μονοπώλιο”. Αχρήστευση και συνεχής αντικατάσταση προϊόντων. Οι άνθρωποι φυλακίζονται σε χρονοβόρο επιτάχυνση, αποβλακωτική εκπαίδευση, νοσογόνο ιατρική. Καταστροφή της ανθρώπινης δύναμης με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Παράλυση της ανθρώπινης δράσης, από κοινωνικώς καταστροφική άφθονη ενέργεια. Αγνόηση των αναπόδραστων ορίων στην ποσοτική ανάπτυξη. Παρατηρείται, γράφει ο J. Baudrillard, “αλύσσωση των αιτιών, αλλά και αποχαλίνωση των αποτελεσμάτων”. Και συνεχίζει: “Είναι παράδοξο αυτό το ξεχείλισμα ενέργειας που συμβαίνει”, δεν έχει να κάνει “με την αναγκαιότητα της ζωής, αλλά με τον μη πραγματικό ψυχαναγκασμό της επιβίωσης” που επικρατεί παντού και αυτοτροφοδοτείται “με την ίδια του την αχαλίνωτη ορμή”. Κινδυνεύουμε επομένως περισσότερο από αυτήν την υπερβολή των φρενιασμένων επιδόσεων και λιγότερο από έλλειψη (εξάντληση φυσικών πόρων, λεηλασία του περιβάλλοντος, κ.λ.π.).

Πίσω από αυτό το σκηνικό, θα βρούμε να κρύβονται οι δύο κυρίαρχες συστατικές για τον καπιταλισμό τάσεις - από την σκοπιά που μας ενδιαφέρει σ’ αυτό το κείμενο. Η πρώτη: Μαθηματικοποίηση/αλγοριθμοποίηση των πάντων. Εισάγεται μια μετρησιμότητα, ώστε οτιδήποτε εσωτερικεύει αξία να γίνει αποτέλεσμα υπολογισμών. Μεροληπτικά, οι εκτός αγοράς αξίες δεν εμφανίζονται πουθενά, ποτέ δεν προβλέπονται μεταβλητές γι’ αυτές. Ό,τι βρίσκεται εκτός αγοράς για τον καπιταλισμό απλώς δεν υπάρχει. Αυτή η λογιστική απόκρυψη, όμως, είναι που επιτρέπει τεχνολογικά εγχειρήματα που διαφορετικά δεν θα αναλαμβάνονταν ως οικονομικά ασύμφορα. Η δεύτερη τάση: Αντικατάσταση δραστηριοτήτων/υποκατάσταση προϊόντων από άλλες/άλλα που απαιτούν πολλαπλάσια ενέργεια. Μεταβάσεις που δεν προέκυψαν με αυθόρμητο, αλλά με έναν καθοδηγούμενο τρόπο (με προστατευτισμό επενδυτικών κλάδων, σκανδαλώδεις επιδοτήσεις, φωτογραφικές θεσμικές παρεμβάσεις και μπόλικη διαφθορά).

Όταν οι απαντήσεις, σε όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, ανατίθενται στο τεχνοκρατικό επιστημονικό κατεστημένο, δεν μπορεί παρά να είναι μονοδιάστατη και μονοσήμαντη - δηλαδή εν μέρει σωστή: να αλλάξουμε τον τρόπο που παράγουμε ενέργεια. Το να θέσουμε, ως αναπόσπαστο μέρος ενός μίγματος λύσεων, στόχους όπως το να καταναλώνουμε ολοένα και λιγότερη ενέργεια, με τρόπους που να μην απειλούν την ευστάθεια του συστήματος, είναι εκτός πλαισίου συζήτησης, είναι κάτι που αντιμετωπίζεται εντελώς προσχηματικά. Τέτοιου είδους ερωτήματα όμως είναι λάθος να απευθύνονται ή να ανατίθενται οι απαντήσεις τους στο τεχνοκρατικό προσωπικό - δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά τους. Θέτοντας τέτοιου είδους ζητήματα, που αγγίζουν την αρχιτεκτονική του συστήματος, τον πυρήνα του, σκοντάφτεις πάνω σε αυτό που είναι αδιανόητο για την τεχνοκρατική σκέψη: στην Πολιτική (με κεφαλαίο π).

Αν εξετάσουμε το ζήτημα από την πλευρά μιας καπιταλιστικού τύπου αξιοποίησης της ενέργειας, των φυσικών πόρων και των πρώτων υλών, συμβαίνει το εξής παράδοξο: Σε κάθε τομέα, ακόμη και αν τεθεί ως επιδίωξη -υπόθεση εργασίας- να διατηρηθεί σταθερό το επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής, ακόμη και στην περίπτωση αυτή θα απαιτούνται, συνεχώς, ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες ενέργειας. Αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό ολόκληρης της περιόδου που ενεργοποιείται ήδη από την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης. Η ουτοπική ιδεολογία του ατομικού καπιταλιστή, η τάση να “παράγει χωρίς εργασία”, ωθεί προς επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου. Σε επιχειρήσεις όπου συστήματα μηχανών καταργούν και υποκαθιστούν την ανθρώπινη εργασία, ενώ η κατανάλωση καύσιμης ενέργειας αντικαθιστά ολοένα και περισσότερο την βιολογική ενέργεια. Επιπλέον, με την βιομηχανική επανάσταση στις διάφορες φάσεις της, εμφανίζεται μια γενικευμένη τάση προς την παραγωγή υποκατάστατων υλικών και προϊόντων - που απαιτούν ένταση κεφαλαίου και ενεργοβόρες διαδικασίες παραγωγής. Την δεκαετία του 1970 για παράδειγμα o André Gorz παρατηρούσε ότι “για την ίδια προστιθέμενη αξία οι πετροχημικές βιομηχανίες απαιτούσαν έντεκα φορές περισσότερη ενέργεια από ότι οι βιομηχανίες δέρματος”. Και όμως το πλαστικό αντικατέστησε το δέρμα σε όλες τις χρήσεις. Και αυτό έγινε ο κανόνας (ή πιο σωστά η κεντρική επιδίωξη). Μια σειρά, τέτοιας κοπής καπιταλιστικού ανορθολογισμού υποκαταστάσεις, επιδείνωσαν δραματικά το ενεργειακό ισοζύγιο στην συνολική παγκόσμια παραγωγή. Υποκαταστάσεις “του δέρματος από το πλαστικό, των φυσικών από τις συνθετικές ίνες, της πέτρας από το μπετόν, των μεταφορών με τραίνα και πλοία από τις οδικές και αεροπορικές μεταφορές, των φυσικών λιπασμάτων από τα συνθετικά” (André Gorz). Παρατηρούμε λοιπόν, παντού και διαχρονικά σε όλη την διάρκεια της βιομηχανικής εποχής, να ξεδιπλώνονται κρατικές πολιτικές επιδοτήσεων και ενισχύσεων με κάθε τρόπο, σκανδαλώδεις θεσμικές διευκολύνσεις σε κάθε απόπειρα εξαφάνισης των μικρής κλίμακας παραγωγικών μονάδων, που τα προϊόντα τους απαιτούσαν λιγότερη ενέργεια για να παραχθούν. Γιατί συνέβη αυτό; Αν ξεφλουδίσουμε τα αλλεπάλληλα στρώματα ψευδαισθήσεων που με τα χρόνια έχουν καλύψει το ζήτημα, θα βρούμε αυτό που υποκρύπτεται από κάτω. Ο γιγαντισμός των επιχειρήσεων και των παραγωγικών μονάδων, η επιλογή παραγωγικών μονάδων έντασης κεφαλαίου και ενέργειας, η πολυπλοκότητα στην οργάνωση, οι τεχνολογίες που σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν οδήγησαν στην συγκέντρωση του παραγόμενου πλούτου σε πολύ λίγα χέρια (μεταξύ 1% - 2% του παγκόσμιου πληθυσμού)· στις απίστευτες διαστάσεις που έχει πάρει η φτώχεια, η οικολογική υποβάθμιση του πλανήτη. Μέχρι πότε θα μπορεί να δικαιολογούνται αυτές οι αρνητικές επιδόσεις με κάποια μορφή κοινωνικού δαρβινισμού; Μέχρι πότε θα κρύβεται η αλήθεια ότι δεν πρέπει να μιλάμε για παράπλευρες απώλειες, αλλά για αποτελέσματα που υπήρχαν εν σπέρματι, από την αρχή, στις κεντρικές επιλογές του καπιταλισμού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής και του επιχειρείν.

Διατηρούμε ως κοινωνίες την ίδια ακλόνητη πίστη στην ιδεολογία της προόδου, με τον ίδιο παιδαριώδη και αφελή ενθουσιασμό που χαρακτήριζε την εποχή του Verne. Θεωρούμε ότι ακόμη και αν σε κάποια σημεία της τροχιάς της το “άρμα της προόδου” εκτρέπεται από την γραμμική του πορεία προς το μέλλον, αργά ή γρήγορα επανέρχεται στην κανονικότητα. Όλοι και όλα επιστρέφουν, με μια δύναμη αιώνιας επιστροφής, στην πραγματική τους πατρίδα: στην μεταφυσική πίστη σε μια μακάρια για το είδος μας χιλιαστική αντίληψη της ιστορίας. Όμως, στο σημείο που βρισκόμαστε, η πρόοδος δεν μπορεί να συνίσταται πλέον, απλώς και μόνο, στη δημιουργία μιας σειράς βελτιώσεων - αυτό το στάδιο ανήκει στο παρελθόν ανεπιστρεπτί. Έχει έρθει η ώρα που πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά την διαπίστωση του H. D. Thoreau – που αναφέραμε στην αρχή. Δεν μπορούμε για πολύ ακόμη να συνεχίσουμε να δημιουργούμε “μέσα βελτίωσης για μη βελτιωμένους σκοπούς”. Μια τέτοια στάση θα κατέληγε, θα ισοδυναμούσε με ακύρωση του καπιταλισμού ως οικονομικοκοινωνικού σύστηματος, και την μετάβαση σε κάτι διαφορετικό; Ίσως. Ο καπιταλισμός μπορεί να μην είναι το τέλος της ιστορίας· το τέλος του κόσμου μας όμως -ως το αποτέλεσμα της εξάντλησης όλων όσων μπορούν να εξαντληθούν- εξακολουθεί να είναι μέσα στις δυνατότητές του.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου