Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

7. Τεχνολογικός μεσσιανισμός και οικολογικός ρεαλισμός


Στην ιστορία της οικολογίας, από την δεκαετία του 1970 και εδώ, συμβαίνει ένα γεγονός που πρέπει να μας προβληματίζει. Από την ριζοσπαστικοποίηση εκείνης της περιόδου, η οικολογική σκέψη και δράση -με ή χωρίς εισαγωγικά- κατέληξε να ανατέλλει και να δύει σαν ήλιος, να εμφανίζεται/εξαφανίζεται από το προσκήνιο όποτε οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέπουν/αποτρέπουν. Υπάρχει βέβαια και η “οικολογία” της ναρκισσιστικής αυτοϊκανοποίησης, της ηθελημένης περιθωριοποίησης, ή και της μετατροπής της σε μια ακόμη εκδοχή του lifestyle. Παρακολουθούμε επίσης την επιλεκτική αποδοχή και ενσωμάτωση της οικολογικής ατζέντας από τα πολιτικά κόμματα. Η αποδοχή της, όμως, ακόμη και από εκείνους που δεν θα το περίμενε κανείς, είναι επαρκής λόγος ανησυχίας: Ενσωματώνω για να ελέγξω.

Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ ο κόσμος άρχισε να ζει και να κινείται στην φαντασίωση της κατάκτησης του “τέλους της Ιστορίας”. Κατά ένα τρόπο σιωπηρής συμφωνίας, επικράτησε από τότε μια μορφή καθωσπρεπισμού ή νοητικού αυτοματισμού που γρήγορα έγινε μέρος του αστικού φολκλόρ: οι όποιες αναφορές στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα δεν πρέπει να το κατονομάζουν. Η απέχθεια αυτή προς κάθε απόπειρα κατονομασίας, στην "εποχή του τέλους των ιδεολογιών", εξυπηρετεί μια ψυχολογική όσο και ιδεολογική ανάγκη. Συνιστά θεολογική στάση στο πλαίσιο μιας νέας θρησκείας - που απολαμβάνει την αίσθηση της πλήρους δύναμής της. Η θρησκεία του κεφαλαίου απαιτεί επίσης, όπως κάθε θεολογία, να μην κατονομάζεις τον θεό σου. Ονομάζω σε αυτή την περίπτωση σημαίνει σχετικοποιώ το απόλυτο, αρχίζω να κατηγοριοποιώ την ουσία του, να του αποδίδω ιδιότητες. Κατονομάζοντας το ακατανόμαστο, αυτό που κάνω είναι να διασπείρω την υποψία ενός εν δυνάμει διαφορετικού που θα μπορούσε να είναι στην θέση του. Ο θεός στην θρησκεία του κεφαλαίου, πρέπει να εμφανίζεται ως το απόλυτο μιας φύσης, άχρονος και απεριόριστος, χωρίς ιδιότητες, χωρίς να αφήνει τίποτε απέξω. Προφέρω τη λέξη καπιταλισμός, και η απομάγευση του κόσμου μας εισέρχεται στην ιστορία. Αρμαγεδδών.

Η κατάρρευση των σοσιαλιστικών οικονομιών, του πάλαι ποτέ ανατολικού μπλοκ, απέδειξε, επίσης, (θέτοντας σε επανεκκίνηση τον στοχασμό που είχε βαλτώσει και κατά κάποιο τρόπο υπαλληλοποιηθεί στην εξυπηρέτηση ιδεολογικών αναγκών), αυτό που είχαμε αρχίσει να υποψιαζόμαστε ήδη από την δεκαετία του 1970: "σοσιαλισμός της ανάπτυξης" με ή χωρίς κεντρικό κρατικό σχεδιασμό δεν μπορεί να υπάρξει. Αλλαγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν μπορεί να προκύψει χωρίς ταυτόχρονη αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων (τι παράγουμε, πως το παράγουμε και για ποιο σκοπό) και χωρίς ουσιαστική δημοκρατία και πολίτες που να μπορούν να την υποστηρίξουν. Μέσα στις ευτράπελες και ανόητες εκδηλώσεις ευφορίας του νικητή, το αμέσως επόμενο μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ διάστημα, κάτι το ουσιώδες διέφυγε της προσοχής των νεόκοπων και ανυπόμονων ηδονοβλεψιών του “δυτικού τρόπου ζωής”, που μόλις έκαναν τα πρώτα τους βήματα σε ένα "θαυμαστό καινούργιο κόσμο". Υποβαθμίστηκε, και τέθηκε εκτός συζήτησης αυτό πάνω στο οποίο όφειλαν να στοχαστούν, διαμορφώνοντας το μέλλον τους: όλα τα αμαρτήματα του συστήματος που μόλις είχε χρεοκοπήσει, οι αιτίες της κατάρρευσης, αυτές και άλλες τόσες, υπήρχαν επίσης σε εφαρμογή και στις δυτικού τύπου κοινωνίες. Η με κάθε τίμημα ανάπτυξη της βιομηχανίας αφορούσε και τα δύο μπλοκ. Για την κυρίαρχη γραμμή σκέψης, η σύντομη περίοδος αναζωογόνησης των προσδοκιών και ευφορίας που ακολούθησε μέσω της οικονομικής επέκτασης πάνω στα ερείπια των οικονομιών που είχαν καταρρεύσει, θεωρήθηκαν τα σημάδια της έλευσης του χιλιαστικού “τέλους της ιστορίας”. Αδιόρατα συνέβη από τότε: η πολιτική, σε μια παγκοσμιοποιητική διαδικασία, μεταφέρθηκε εργαλειακά στα χέρια κοντόφθαλμων οικονομολόγων και τεχνοκρατών. Μέτρο και ορίζοντας των αποφάσεων έγινε τώρα το παλιό εκείνο ευφυολόγημα: "μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί". Το πολιτικό προσωπικό, που εμείς επιλέγουμε (;), παράγει τώρα θεαματικές, καρτουνίστικες, κενές περιεχομένου χειρονομίες και συμπεριφορές, με μοναδική ικανότητα να σκορπάει την παραλυτική σαγήνη της παρουσίας του.

Η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, η λογική μιας αυτορυθμιζόμενης αγοράς όπου δεν μπαίνουν όρια και περιορισμοί, όπου κανείς δεν παρεμβαίνει, είναι άκρως επικίνδυνη και ανεδαφική. Πρώτα απ’ όλα δεν ισχύει ποτέ στην πράξη. Πρόκειται για μια σειρά τετριμμένων εξιδανικεύσεων, στην καλύτερη περίπτωση, που απευθύνονται σε όσους τις ασπάζονται, και κουνάνε το δάκτυλο απέναντι σε κάθε υποψία κρατικής παρέμβασης που αποσκοπεί στη διόρθωση ανορθολογισμών και στρεβλώσεων. Είναι αυτοί που θα κάνουν πως δεν βλέπουν ακόμη και εξόφθαλμες εξωθεσμικές παρεμβάσεις στην αγορά. Οι ίδιοι που συνωστίζονται στα δελτία των ειδήσεων, κάθε φορά που βυθιζόμαστε σε οικονομική κρίση, προπαγανδίζοντας και απαιτώντας πανικόβλητοι κρατικές παρεμβάσεις σωτηρίας, κοινωνικοποίηση των ζημιών, μεταφορά της χασούρας στις πλάτες των οικονομικά αδύναμων πολιτών.

Τι θα μπορούσε να περιλαμβάνει μια ριζική αντιστροφή της αρνητικότητας, εκεί όπου εμφανίζεται στο ισχύον οικονομικό σύστημα; Ενδογενείς ρήξεις, γραμμές άμυνας, αλλαγές σκέψης και δράσης, μετασχηματισμούς - που θα πρέπει να προλάβουν να εμποδίσουν όλα όσα θα έρθουν εκ των άνω και θα είναι αναγκαστικά ολοκληρωτικού τύπου. Ο ολοκληρωτισμός ως μελλοντική προοπτική είναι μέσα στην εξέλιξη των πραγμάτων (όπως το φίδι στο αυγό) αν επιχειρηθεί η συνέχιση της ίδιας πορείας προς το μέλλον. Οι κοινωνίες πρέπει να τρέξουν ένα αγώνα δρόμου κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, να προλάβουν να εμποδίσουν την ολοκληρωτική επικράτηση μιας μεταφυσικής της ισχύος που τα σημάδια της στιγματίζουν ένα δυσοίωνο παρόν. Είναι στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί. Αν δεν τα καταφέρουμε δεν θα υπάρχει μέλλον για λοβοτομημένους. Ο ολοκληρωτισμός θα εντείνει τις αυτοκαταστροφικές ροπές του συστήματος, κάνοντάς τις πιο παραγωγικές, επιταχύνοντας στην αυτοκαταστροφική πορεία που ήδη ακολουθούμε. Θα τα καταφέρουμε ίσως στην περίπτωση μιας τέτοιας εξέλιξης να ζήσουμε μια περίοδο κτηνώδους βαρβαρότητας για λίγο, αποχαυνωμένοι κρετίνοι μέχρι τον συλλογικό μας θάνατο, ως ένα είδος που δοκίμασε την τύχη του σε αυτόν τον κόσμο και απέτυχε.

Στη θέση μιας μεταφυσικής της ισχύος πρέπει να κατακτηθεί μια μορφή οικολογικού ρεαλισμού. Ας απαριθμήσουμε όλα όσα πρέπει να περιλαμβάνει αυτή η μορφή ρεαλισμού, κατάλληλου να μας απομακρύνει από την αυτοκαταστροφική πορεία που διανύουμε (σε μια λίστα που η χρηστική της αξία είναι να παραμένει ανοικτή): Περιορισμό της σπατάλης υλικών και ενέργειας. Επιμήκυνση της διάρκειας ζωής των συσκευών, των μηχανών και των εργαλείων, και όχι η προγραμματιζόμενη αχρήστευσή τους. Σχεδιασμό των τεχνολογικών προϊόντων που να επιτρέπει την εύκολη επισκευή και συντήρησή τους, μέσω αντικατάστασης τμημάτων τους σε περίπτωση βλάβης. Διαφάνεια και δημοκρατικό έλεγχο στα ερευνητικά πειραματικά εργαστήρια. Μόνο καταναλώνοντας λιγότερο υπάρχει ελπίδα να αμβλυνθούν οι οικονομικές ανισότητες. Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί οικονομική ισότητα. Αυτή η θέση έχει θεωρηθεί ότι οδηγεί σε ισότητα προς τα κάτω. Όμως αυτό το προς τα κάτω στην κατανάλωση θα επιτρέψει να ζούμε όλοι καλύτερα. Καταναλώνοντας περισσότερο δεν υπάρχει περίπτωση να μειωθούν οι ανισότητες. Ένα καλό κριτήριο που δίνει απάντηση στο τι πρέπει να παράγουμε δίνει η ιδέα που διακινήθηκε επίσης την δεκαετία του 1970 αλλά εγκαταλείφθηκε ξαφνικά σαν πόλη φάντασμα: “παράγουμε μόνο προϊόντα που είναι χρήσιμα για όλους, ή που μπορούν όλοι να τα αποκτήσουν”. Το ποιες έρευνες επιλέγονται για υλοποίηση πρέπει να καθορίζεται μέσα από διαδικασίες πολιτικού, δημοκρατικού ελέγχου και δεοντολογία κοινής αποδοχής· αυτή η επιλογή δεν πρέπει να ανατίθεται -όπως συμβαίνει τώρα- στους ίδιους τους τεχνολόγους/τεχνοκράτες και τα οικονομικά συμφέροντα που υπηρετούν. Ριζική επανεξέταση του πως παράγουμε, και τι παράγουμε. Περιορισμός της τάσης γιγαντισμού των επιχειρήσεων. Να μπει ένα τέλος στις πολιτικές που ευνοούν την πλασματική οικονομία και την αποδόμηση της πραγματικής.

Όσοι παγιδεύονται στην λογική του συστήματος δεν μπορούν να σκεφτούν διαφορετικά· η λογική που θέλουν να αφήσουν πίσω ξαναγεννιέται μέσα από κάθε τους ισχυρισμό. Ισχυρίζονται ότι η προσπάθεια για λιγότερη ανάπτυξη θα διαιώνιζε ή θα επιδείνωνε τις ανισότητες, και θα προκαλούσε περαιτέρω μείωση του βιοτικού επιπέδου των φτωχότερων. Έχουν δίκιο σε αυτό: “Δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν καπιταλισμό χωρίς ανάπτυξη”. Χωρίς συνεχή ανάπτυξη το καπιταλιστικό σύστημα καταρρέει. Έχουν άδικο όμως όταν αφήνουν να εννοηθεί ότι “δεν μπορούν να φανταστούν οικονομία με αποανάπτυξη”. Έχουν λάθος όταν συνδέουν την ανάπτυξη με την άμβλυνση των ανισοτήτων. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Μόνο μια μικρή ελίτ ευνοείται και βελτιώνει την θέση της συνεχώς μέσω της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και μόνο μέσω της ανάπτυξης μπορεί να τη διατηρήσει. Ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει ένα τεχνοοικονομικό πολιτισμό, που στηρίζεται στα αποθέματα του πλανήτη που εξαντλούνται. Μόνο αυτό που μπορεί να εξαντληθεί μπορεί να ενταχθεί σε καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Μέσα σε περίπου δύο αιώνες έχουν κατασπαταληθεί φυσικά αποθέματα που χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να δημιουργηθούν. Αυτό που δεν αντιμετωπίζει την προοπτική της εξάντλησης δεν μπορεί να εμπορευματοποιηθεί το ίδιο. Μπορεί όμως να αξιοποιηθεί έμμεσα, ως συντελεστής παραγωγής που η χρήση του ή η ρύπανσή του δεν κοστολογείται. Π.χ το νερό. Για χρόνια τώρα τα νερά μολύνονται με τοξικά και άλλα απόβλητα. Το αποτέλεσμα αυτού του ανορθολογισμού είναι πάντοτε το ίδιο. Για ένα στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος που πριν μας παρέχονταν σε αφθονία μέσα από μία ατέρμονη κυκλική διαδικασία (π.χ. ο κύκλος του νερού), τώρα αντιμετωπίζουμε /επενδύουμε στον κίνδυνο της εξάντλησής του: λειψυδρία, μόλυνση ποταμών και λιμνών. Από την στιγμή που θα δημιουργηθούν συνθήκες σπανιότητας, το νερό από μη κοστολογίσιμος συντελεστής της παραγωγής εντάσσεται σε συνθήκες καπιταλιστικής εκμετάλλευσης μέσω τεχνολογιών απορρύπανσης. Έτσι, ενώ για τον καπιταλισμό ανοίγεται πεδίο δόξας λαμπρό (αυτό που πριν δεν μπορούσε να εμπορευματοποιηθεί, τώρα μόνο με βιομηχανικές μεθόδους μπορεί να προσφερθεί), αντίθετα, οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες οξύνονται και βαθαίνουν ακόμη περισσότερο.

Πρέπει να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ δύο ανταγωνιστικών γραμμών σκέψης που προσεγγίζουν τα οικολογικά ζητήματα που ανακύπτουν. Η πρώτη γραμμή σκέψης αποσυνδέει τα ζητήματα αυτά από μια ριζοσπαστική κριτική της κοινωνίας. Μοιραία, εξαιτίας αυτής της ιδεολογικής επιλογής, αυτή η γραμμή σκέψης είναι αναγκασμένη να καταφεύγει στον οικοφασισμό και τον αυταρχισμό, να υιοθετεί τεχνοκρατικές “απαντήσεις”, να βλέπει “λύσεις” αποκλειστικά τεχνοεπιστημονικού τύπου. Η δεύτερη γραμμή σκέψης αρνείται να απονευρώσει τα ζητήματα (οικολογικά, πολιτικά), δεν υιοθετεί την λογική της εξαφάνισης της αμφίρροπης εξάρτησης των μεν από τα δε. Εξετάζει τις πολιτικές ρίζες των ζητημάτων. Χωρίς ένα ριζοσπαστισμό που να μπορεί να φτάνει τόσο βαθιά, ώστε να σχετικοποιεί ακόμη και το ίδιο το καπιταλιστικό οικονομικό/παραγωγικό/κοινωνικό/ιδεολογικό σύστημα, οι απαντήσεις που δίνονται καταλήγουν περισπασμοί, υποκαθιστούν τη μια κρισιακή κατάσταση με άλλη, ή, ακόμη χειρότερα, δημιουργούν καινοφανείς αλυσίδες προβλημάτων.

Σε μια ριζοσπαστική κατεύθυνση κινήθηκαν ήδη από την δεκαετία του 1970 στοχαστές όπως o Lewis Mamford, ο Nicolaus Geogesku Roegen, ο Ivan Illich, ο Ε. Φ. Σουμάχερ, ο Jaques Ellul, ο Καστοριάδης, ο Adre Gorz, κ.α. Φυσικά ο νεοφιλελευθερισμός -τι άλλο θα περίμενε κανείς- φρόντισε να εξαφανίσει από το προσκήνιο κάθε διαφορετικό στοχασμό που τον ακυρώνει. Αλλά και μια κατεστημένη αριστερά δεν πήγε πίσω σε αρνητικές επιδόσεις· προσδεδεμένη στο άρμα του "υπαρκτού σοσιαλισμού", τα κατάφερε μια χαρά να χαθεί πολύτιμος πολιτικός χρόνος στον ανταγωνισμό του ποιος είναι ο μεγαλύτερος ρυπαντής του πλανήτη.

Έχουμε μάθει να μην βρίσκουμε νόημα παρά μόνο σε ένα κόσμο που διεκδικεί τον εκδημοκρατισμό της πολυτέλειας, στην μετατροπή κάθε πολυτέλειας σε κοινό αγαθό (όπως π.χ. συνέβη με το αυτοκίνητο). Αν αυτό θεωρούμε ότι είναι το κριτήριο μιας καλύτερης ζωής για όλους, αξίζει να θυμηθούμε ότι υπάρχει μια πολυτέλεια που μας είναι ανέφικτη, είναι απαγορευμένος καρπός. Το διατύπωσε ο Ε. Φ. Σουμάχερ, το 1970: “η πολυτέλεια να μην λειτουργούμε οικονομικά”. Ο εκδημοκρατισμός της πολυτέλειας δεν είναι απλώς ουτοπία – τότε θα αφορούσε απλώς μια κάστα ουτοπιστών. Η επιθυμία της όμως, η διαρκής, εμμονική επίκληση αυτού του προτάγματος προάγει ένα δυστοπικό, αδιέξοδο κόσμο. Το μίτο να βγούμε κι από αυτό τον λαβύρινθο τον δίνει και πάλι η δεκαετία του 1970: “Αν κάτι δεν μπορεί να αποκτηθεί από όλους δεν πρέπει να παράγεται”. Ας του αφιερώσουμε την ενός λεπτού σιγή, πριν το εγκαταλείψουμε (ή αναπροσαρμόσουμε διερμηνεύοντας τι σημαίνει το "δεν μπορεί" αυτής της διατύπωσης).

Πρέπει να έχουμε συνεχώς υπόψη μας, στην περίπτωση που το αποφασίζαμε, ότι σε μια διαδικασία ολικής επαναφοράς προς συζήτηση των απότομα εξαφανισμένων από το προσκήνιο της πολιτικής οικολογικών ιδεών της δεκαετίας του 1970, θα επαναφέραμε μαζί τους και μια σειρά αντιφάσεων. Αυτές οι αντιφάσεις καθίστανται τώρα αρκετά ορατές και διαυγείς κάτω από το φωτισμό της εμπειρίας που αποκτήθηκε στη συνέχεια. Έτσι π.χ. ο κανόνας "αν κάτι δεν μπορεί να αποκτηθεί από όλους δεν πρέπει να παράγεται", θα βρισκόταν τώρα σε αντίφαση π.χ. με τα προϊόντα μιας χρήσης, που παράγονται μαζικά και απευθύνονται σε όλους. Η αντίφαση είναι φαινομενική, και θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την εισαγωγή ενός νέου κανόνα. Εάν π.χ. λαμβάναμε υπόψη ένα ισοζύγιο ενέργειας/εργασίας που απαιτεί η παραγωγή τους, θα είχαμε ένα κανόνα του τι θα πρέπει να παράγεται μαζικά από όλα εκείνα τα προϊόντα που δεν υπόκεινται στον κανόνα της πολυτέλειας, ή προέρχονται από τον εκδημοκρατισμό της κατανάλωσής τους.

Βλέπουμε συνεπώς ότι έχουμε πάντοτε να κάνουμε με ανοιχτές διαδικασίες διαπραγμάτευσης προβλημάτων, που πρέπει να ανατροφοδοτούνται συνεχώς, να αρδεύονται και να εμπνέονται συνεχώς από τις νέες εμπειρίες. Το να ακολουθήσουμε όμως αυτό τον τρόπο σκέψης, προϋποθέτει μία ισχυρή και ουσιαστική δημοκρατία ενεργών πολιτών, που ανατροφοδοτείται συνεχώς από την ζεστή πραγματικότητα, και είναι διαθέσιμη να επινοεί ξανά και ξανά τον εαυτό της - την κάθε στιγμή.


Γιάννης Ψαραύτης









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου