«Δεν
θα υπάρξουν ποτέ πάνω από χίλια αυτοκίνητα
στην Ευρώπη. Δεν θα βρεθούν ποτέ τόσοι
σοφέρ». Αυτή τη δήλωση έκανε ο υπεύθυνος
τύπου της Daimler Benz το
1928. Το σχόλιο αυτό ανέσυρε πριν από λίγα
χρόνια, σε διαφημιστική της καταχώρηση,
η εταιρία Audi.
Δεν έχει νόημα να σταθεί κανείς στο
μέγεθος της αστοχίας ή την έλλειψη
διορατικότητας μιας τέτοιας δήλωσης.
Μια δήλωση απευθύνεται στην εποχή της
και αδιαφορεί για τη δικαίωσή της σε
κάποιο ιδεατό μέλλον (εκτός και αν
καταφέρει να το διαμορφώσει, γεγονός
που βέβαια δεν συνέβη με τη συγκεκριμένη
δήλωση). Η
φράση -με τον τρόπο της- συμπύκνωνε τη
στρατηγική της εταιρίας την περίοδο
που έμπαιναν οι βάσεις της αυτοκίνησης.
Είδος πολυτελείας στην Ευρώπη της
δεκαετίας του 1920 το αυτοκίνητο,
λειτουργούσε ως μέσο κοινωνικής
αναγνώρισης και σύμβολο κύρους για την
ανερχόμενη μεγαλοαστική τάξη.
Στην
άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Ford προωθούσε
τη μαζική παραγωγή αυτοκινήτων. Το
«αυτοκίνητο των 1000 δολαρίων», «ένα
αυτοκίνητο για κάθε οικογένεια». Από
την κορυφή της επιτυχίας του, την περίοδο
που γυρνάει κανείς πίσω να ξαναδεί
τι έχει καταφέρει, έγραφε: «Το αυτοκίνητο
εκείνη την εποχή ήταν σαν τις θαλαμηγούς
ατμού. Ήταν μόνο για λίγους… Τώρα, ένα
αγαθό που προορίζεται μόνο για λίγους
δεν είναι στην πραγματικότητα αγαθό.
Ό,τι δεν μπορεί να αποκτηθεί από τον
καθένα δεν θα επιβιώνει». Αυτό ήταν.
Όλοι οι εκφραστές του κεφαλαίου, αργά
ή γρήγορα, σύρθηκαν και συντονίστηκαν
πίσω από αυτή τη νέα εκδοχή καπιταλισμού
όπως τα όργανα μιας ορχήστρας. Τα
βαλτωμένα κεφάλαια που αδυνατούσαν να
τεθούν σε κυκλοφορία εξαιτίας της έντονης
κεφαλαιακής συσσώρευσης που είχε
προηγηθεί, βρήκαν στον Ford τη
φωνή τους, τον τρόπο να βρουν διέξοδο μέσα
από ένα ακόμη κύμα καπιταλιστικής
επέκτασης, να σπρώξουν λίγο πιο πέρα, στο
μέλλον, το αδιέξοδο. Στην Ευρώπη, απέναντι
στο ίδιο πρόβλημα και απέναντι σε ένα
παλαιό κόσμο προνομίων, προστατευτισμού
και δασμολογικών πολιτικών, οι εκφραστές του κεφαλαίου επέλεξαν να περάσουν μέσα από δύο
μεγαπολέμους. Στη μέση του πρώτου,
ο H. G. Wells συνειδητοποιούσε
με θλίψη τι είδους προφήτης ήταν: «Το
να προβλέπεις το μέλλον σημαίνει να το
διαμορφώνεις».
Η
δήλωση της Daimler Benz είχε
σκοπό -προφανώς- να καθησυχάσει την
ανησυχία ενός τόσο ματαιόδοξου κοινού
(όπως ήταν οι μεγαλοαστοί του μεσοπολέμου),
για το ενδεχόμενο να φτάσει και στην
Ευρώπη η μαζική παραγωγή αυτοκινήτων.
Αλλά, γιατί να μας εντυπωσιάζει η έλλειψη
διορατικότητας σε μια δήλωση και όχι
το γεγονός ότι εύρισκε πρόθυμο κοινό
να την ακούσει; Μεγαλοσχήμονες της
εξουσίας που κρατούσαν την τύχη της
Ευρώπης στα χέρια τους, ήταν έτοιμοι να
πιστέψουν τα πιο απίθανα πράγματα, όπως
ότι ο επικείμενος πόλεμος δεν θα έφτανε
ποτέ μέχρι την πόρτα τους. Ήρθε όμως και
μέσα από τόσους μεγαθανάτους, δεν μπορεί,
θα χάθηκαν ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες
επίδοξοι σοφέρ (όπως δηλαδή το είχε
προβλέψει ο υπεύθυνος τύπου
της Daimler Benz).
Τρία
χρόνια νωρίτερα ο Μαγιακόφσκι είχε
επισκεφτεί σε «κατάσταση μεγάλης έξαψης»
το εργοστάσιο του Ford.
Στην ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στάθηκε
εντυπωσιασμένος μπροστά στο «εορταστικό
δεκάκις εκατομμυριοστό αυτοκίνητο».
Στην Σοβιετική Ένωση, το βιβλίο
του Ford, στο
οποίο περιέγραφε τη μέθοδό του για την
οργάνωση της παραγωγής, σημείωνε απανωτές
επανεκδόσεις και το όνομά του βρισκόταν
διαρκώς στα στόματα «των διοργανωτών
των εργατών».
Τι
να σκέφτηκε ο Μαγιακόφσκι μπροστά σε
εκείνο το αυτοκίνητο; Μια μέθοδος σε
λάθος χέρια, ίσως, γιατί δεν θα μπορούσε
να μην έχει επηρεαστεί από τον συρμό
της εποχής που θεωρούσε ότι η
«επιχείρηση Ford θα
μπορούσε να μεταφερθεί χωρίς καμία
αλλαγή στο σοσιαλιστικό σύστημα». Είδε
βέβαια και καυτηρίασε την κακομεταχείριση,
τη φθορά της σωματικής και ψυχικής
υγείας των εργατών, που κρυβόταν πίσω
από την επιτυχία και τη ρητορική του Ford,
τα απέδωσε όμως στον τρόπο αξιοποίησης
της μεθόδου του στα πλαίσια του
καπιταλισμού. Ο ποιητής μπορούσε ακόμη να γράφει
- σε κατάσταση ποιητικής έξαρσης: «Όπως
οι ιερείς προχωρούν με τ’ άγιο δισκοπότηρο
για να θυμίσουνε το εξιλαστήριο δράμα,
έτσι και κάθε χώρα προχωρεί με τα δώρα
της προς τον άνθρωπο. Λάβε. Απ’ την
ασύνορην Αμερική σου φέρνω την ισχύ, τη
δύναμη των μηχανών!».
Ας
αφήσουμε όμως το φάντασμα του Μαγιακόφσκι
να περιπλανιέται στους διαδρόμους
της Ford στην
αιωνιότητα, για να αφεθούμε στον Μαρξ
των Grundrisse (αυτό
το αστείρευτο δοκιμαστήριο ιδεών). Εκεί
θα βρούμε την παρορμητική προσέγγιση
του Μαγιακόφσκι για το «σύστημα των
μηχανών» ευφυώς διατυπωμένη: «Όπως ο
χρυσός δεν θα έπαυε να έχει αξία χρήσης
αν έπαυε να είναι χρήμα και οι μηχανές
δεν θα έχαναν την αξία χρήσης τους
παύοντας να είναι κεφάλαιο. Από το
γεγονός ότι οι μηχανές είναι η πιο
επαρκής μορφή αξίας χρήσης του πάγιου
κεφαλαίου, δεν συνεπάγεται καθόλου πως
η υποταγή τους στις κοινωνικές σχέσεις
του καπιταλισμού αντιπροσωπεύει τον
πιο επαρκή και τελικό για τη χρησιμοποίησή
τους τρόπο παραγωγής».
Επομένως
έχουμε καταλήξει; Μέσα από τον επαναστατικό
κοινωνικό μετασχηματισμό, μηχανές/παραγωγικές
δυνάμεις τις κρατάμε άθικτες, σχέσεις
παραγωγής τις αλλάζουμε/αλλάζουν; Είναι
αρκετό δηλαδή οι πρώτες να μην λειτουργούν
ως κεφάλαιο και να αλλάξουμε τις δεύτερες;
Είναι απλά ζήτημα διανομής του παραγόμενου
πλούτου; Είχε υιοθετήσει ο Μαρξ
-ενδεχομένως- κάποια αντίληψη ουδετερότητας
για την τεχνολογία και τις μηχανές; Με
την έννοια ότι η αλλαγή των κοινωνικών
και παραγωγικών σχέσεων, η ένταξή τους
και μόνο σε ένα νέο αξιοποιητικό
περιβάλλον τους αλλάζει αυτομάτως και
αξιολογικό πρόσημο;
Σε
αυτή την περίπτωση, όμως, βρισκόμαστε
χωρίς απάντηση απέναντι σε πολλά και
πιεστικά ερωτήματα. Ένα παράδειγμα
είναι αρκετό: τι θα άλλαζε ως προς τις
επιπτώσεις στο περιβάλλον, αν σε μια
πρώτη περίπτωση εφαρμόζοντας τεχνολογίες
εντατικής καλλιέργειας το προϊόν παράγει
υπεραξία για τον καπιταλιστή και σε μια
διάδοχη κατάσταση μοιράζεται σε ίσα
μερίδια στο λαό. Επιπλέον, η αλλοτριωτική
φύση της εργασίας για την οποία
σχεδιάστηκαν τεχνολογικά συστήματα
και μηχανές κατά το πρότυπο π.χ.
του Ford (αποτέλεσμα
ακριβώς του σχεδιασμού τους), γιατί θα σταματήσει να υφίσταται σε εκείνο το
ιδεατό μέλλον; Γιατί βέβαια δεν πρέπει
να ελπίζει κανείς ότι θα βρει τον τρόπο
να κάνει την τίγρη να πάψει να τρώει
κρέας.
Ο
J.S. Mill -ο αστός φιλόσοφος με τη μεγαλύτερη
επιρροή τον 19ο αιώνα-
και η εποχή του, εύρισκε «το χαρακτήρα
φυσικών αληθειών» στους
νόμους και τους όρους της παραγωγής
πλούτου, και συνέχιζε έτσι: «...Αυτό όμως δεν
συμβαίνει με τη διανομή του πλούτου.
Πρόκειται για καθαρό πρόβλημα
ανθρώπινων θεσμών».
Ο Μαρξ σημειώνει τη θέση αυτή
στα Grundrisse και
σχολιάζει αμέσως μετά: Οι «όροι και οι
νόμοι της παραγωγής πλούτου» και οι
«νόμοι της διανομής» είναι «οι ίδιοι
νόμοι με μια διαφορετική μορφή. Και οι
δυο μεταβάλλονται και υπόκεινται στο
ίδιο ιστορικό προτσές, επομένως αποτελούν
γενικά απλά στοιχεία του».
Να
έτρεφε άραγε ο Μαρξ την ελπίδα -κατά
βάθος- ότι αλλάζοντας τις παραγωγικές
σχέσεις, το «αόρατο χέρι» κάποιου νόμου
θα άλλαζε μοιραία και τις παραγωγικές
δυνάμεις; Θα τεχνολογούμε διαφορετικά
σε εκείνο το χιλιαστικό μέλλον; Αυτό
ήταν που πίστευε κατά βάθος;
Έχεις
την εντύπωση προς στιγμήν, ότι ο Hegel (και
ολόκληρη η φιλοσοφική παράδοση) παίρνει
την εκδίκησή της (με το μελάνι της να
στάζει από την άκρη της πένας του Μαρξ):
Το «σύστημα των μηχανών», εν γένει,
συλλήβδην. Γιατί με τη σούμα αυτή, με
διατυπώσεις ανάλογες με την παραπάνω, ο Μαρξ δίνει την εντύπωση ότι κατέφυγε,
αφέθηκε, παρασύρθηκε στην χεγκελιανή
ευκολία, στο βολικό «ρεαλισμό της
καθολικότητας», που λειτουργεί μέσω
εννοιών που ορίζονται αφαιρετικά. Τον
μηχανισμό τον περιέγραψε ο ίδιος ο Μαρξ,
στο βιβλίο του με το οποίο προσέγγισε
κριτικά τον Hegel:
Η γενίκευση, η έννοια που θεμελιώνεται
αφαιρετικά μέσω μιας καταχρηστικής
αντιστροφής υποκειμένου – κατηγορουμένου
(ή διαφορετικά το κατηγορούμενο που
αναβαθμίζεται σε υποκείμενο), παίρνει
τη θέση του συγκεκριμένου και δρα στο
όνομά του και στο όνομα της απουσίας
του. Με αυτό τον τρόπο όμως, μέσω ενός
τέτοιου τύπου οντογένεσης -που, συμφωνούμε, δεν
είναι δυνατόν να αποφύγουμε-, υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουν πρωταγωνιστές
στην ιστορία οντότητες χωρίς εμπειρική
πραγματικότητα. Είναι ένας τρόπος του
λέγειν, που όλοι μας ακολουθούμε σε
πολλές περιπτώσεις, για παρόμοιο λόγο.
Λέμε με ένα στερεοτυπικό αυτοματισμό:
«η τηλεόραση είναι κακή», ή «πρέπει να
διαβάζουμε βιβλία». Η πρώτη διατύπωση
δεν αποκλείει βέβαια μια καλή χρήση του
μέσου της τηλεόρασης, στη λογική της
δεύτερης δεν συμπεριλαμβάνουμε
-εννοείται- και το πόνημα του Χίτλερ.
Το σχήμα και πως λειτουργεί: υπάρχει μια αφαίρεση που
γίνεται μέσω της χρήσης φυσική, αντιμετωπίζεται ως εμπειρική
οντότητα, κι αρχίζουμε να την εφοδιάζουμε
με κατηγορούμενα και επιθετικούς
προσδιορισμούς. Κατηγόρηση στην
κατηγόρηση.
Να
βρίσκεται λοιπόν η «μηχανή Hegel»
εν δράσει, όταν ο Μαρξ γράφει για το θέμα
αυτό; Η κριτική που άσκησε σε άλλους του
γυρνάει πίσω; Δεν θα απαντήσουμε
βιαστικά. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε
το γεγονός ότι ο Μαρξ μιλάει για τις
μηχανές εν γένει, αφού όμως έχει ορίσει
προηγουμένως σε κείμενα μεγάλης
αναλυτικής δύναμης, με άψογη επαγωγική
λογική «τι είναι μηχανή». Ενδεικτικά,
αφιερώνει σπουδαίες σελίδες στις μηχανές
της Βιομηχανικής Επανάστασης, κυρίως
στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου αλλά και
στα Grundrisse.
Το
βέβαιο πάντως είναι ότι σύσσωμη η μαρξιστική
ορθοδοξία σε μια πολύ κρίσιμη για την
εξέλιξη των πραγμάτων εποχή, τοποθετήθηκε
θετικά στο θέμα της ουδετερότητας των
τεχνολογικών εφαρμογών στην παραγωγή
(επιβάλλοντάς την μάλιστα και ως μαρξική
θέση μέσω δημιουργικής αξιοποίησης
αποσπασμάτων - γιατί βέβαια ψάχνοντας,
ψάχνοντας βρίσκεις στο τέλος αυτό που
ζητάς). Κάπως έτσι, καταλήγεις να
προσπαθείς να πείσεις ακόμη και τη
δεκαετία του 1980, ότι ανατολικά και δυτικά
τανκς δεν είναι το ίδιο (αφού λειτουργούν
σε διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις).
Να βλέπεις με άλλα γυαλιά τα σοβιετικά
τανκς όταν επεμβαίνουν σε μια χώρα «για
να εμποδίσουν τον καπιταλιστικό
επεκτατισμό». Η στοιβαγμένη «επίσημη
μαρξιστική παράδοση» δεν πήγε ούτε
πόντο πιο πέρα από μια τέτοια προσέγγιση.
Στα
χρόνια της μεγάλης ύφεσης, στην οικονομική
κρίση του 1929, η αριστερά της εποχής
γαντζώθηκε από αυτή την ιδέα με τις
μαρξικές -υποτίθεται- καταβολές: το όλο
ζήτημα εξαντλείται στο ποιος κατέχει
τα μέσα παραγωγής. Ας δούμε τη λογοτεχνική
επεξεργασία αυτής της ιδέας: «...Ο πατέρας
δανείστηκε από την Τράπεζα και τώρα η
Τράπεζα θέλει τη γη. Η Κτηματική Εταιρεία
-η Τράπεζα δηλαδή, αν τύχει και έχει
κτήματα δικά της- θέλει τρακτέρ στη γη,
όχι οικογένειες. Είναι κακό ένα τρακτέρ;
Βρίσκεται σε άδικο η μηχανική δύναμη
που ανασκαλεύει τα μακριά αυλάκια; Αν
το τρακτέρ ήταν δικό μας, θα ήταν καλό
-όχι δικό μου, δικό μας. Αν το τρακτέρ
ανασκάλευε τα μακριά αυλάκια της δικής
μας γης, θα ήταν καλό. Όχι, της δικής μου
γης, της δικής μας. Τότε θα αγαπούσαμε
το τρακτέρ, όπως αγαπήσαμε και τη γη
αυτή τον καιρό που ήταν δική μας. Μα το
τρακτέρ αυτό κάνει δυο δουλειές
-ανασκαλεύει τη γη και μας διώχνει από
τη γη. Δεν έχει μεγάλη διαφορά ένα τρακτέρ
από ένα τανκ πολεμικό. Και τα δυο
τρομοκρατούν τον άνθρωπο, τον διώχνουν,
τον κτυπούν». (2)
Το
«τρακτέρ» στο παραπάνω απόσπασμα
-εννοείται- δεν πρέπει να το δει κανείς
ως εργαλείο του μεμονωμένου αγρότη,
αλλά ως μέρος μιας τεχνολογικής αλυσίδας
εντατικής καλλιέργειας. «Πολεμικές
μηχανές» που αντέταξε το κεφάλαιο
απέναντι στην τάξη των αγροτών, ρίχνοντάς
τους στην ανεργία και στοιβάζοντάς τους
σε βρώμικες, ρυπαρές πόλεις, για να
καταλήξουν φτηνή σάρκα στα εργοστάσια
της Βιομηχανικής Επανάστασης. Εμείς
γνωρίζουμε και κάτι παραπάνω από αυτό
βέβαια: η βιομηχανική γεωργία εξάντλησε
τη γονιμότητα της γης, υποβάθμισε τον
πλανήτη διασπείροντας τοξικά χημικά
παντού, χωρίς ούτε καν να επιλύσει το
επισιτιστικό πρόβλημα (σε περίπτωση
που κάποιοι αφελείς θεωρούν ότι αυτός
υπήρξε ο λόγος εφαρμογής της).
Το
«τρακτέρ», είναι η μετωνυμική αναφορά
στην ουδετερότητα όλων των τεχνολογικών
συστημάτων χωρίς καν την εξαίρεση. Αυτή
υπήρξε και η κυρίαρχη άποψη για την
αριστερά του μεσοπολέμου όπως είπαμε
(που επανέκαμψε δυναμικά και μεταπολεμικά).
Ας το αναδείξουμε περισσότερο. Μπορείς
να απομονώνεις από μια τεχνολογική
αλυσίδα (με την έννοια του J. Ellul)
ένα στοιχείο της, απέναντι στο οποίο
εξετάζοντάς το απομονωμένα δεν έχεις
κάτι να αντιτάξεις, να του προσάψεις.
Έτσι το μέρος παίρνει τη θέση του συνόλου
και το κρύβει. Αυτό το σχήμα λειτουργεί
και από την ανάποδη (για να κόβεις τη
φόρα σε όποιον τολμήσει να ξεστομίσει
βλάσφημο λόγο απέναντι στη θεότητα-μηχανή).
«Γιατί δεν πας με γαϊδουράκι στο κτίριο
της Αγίας Παρασκευής;» έλεγε συχνά πυκνά
-αν θυμάμαι καλά- πανεπιστημιακός σε
όποιο δημοσιογράφο τολμούσε να ψελλίσει
κάτι σαν κριτική για την επίδραση κάποιων τεχνολογιών στη ζωή μας. Στην περίπτωση
αυτή, αντικαθιστάς ένα επιμέρους στοιχείο
μιας τεχνολογικής αλυσίδας με κάποιο
παρωχημένο (που ανήκει δηλαδή σε ένα
άλλο τεχνικό σύνολο, κάποιας άλλης
εποχής). Ταχυδακτυλουργίες για να κόβεις
το βήχα σε φωνές κριτικής, που βαφτίζεις
με το ακαδημαϊκό σου κύρος ως "κοινή
λογική". Η κριτική βιβλίου -να
φέρουμε ως παράδειγμα- αποσκοπεί στο
να έχουμε καλύτερα βιβλία και δεν
διανοείται κανείς να σκεφτεί ότι όποιος
την ασκεί είναι βιβλιοφοβικός. Η
κριτική απέναντι σε τεχνολογίες, -όποτε
αφήνεται να ακουστεί- αντιμετωπίζεται
πάντοτε ως μια μορφή αφελούς νοσταλγίας
ή γραφικότητας.
Πίσω
στον Μαρξ. Υπάρχει ένα ακόμη ενδεχόμενο
προς συζήτηση -θα υπηρετήσουμε ακόμη
και το ρόλο του συνηγόρου του διαβόλου-.
Μια άλλη άποψη θα μπορούσε να πει: Ίσως
να το είχε καταλάβει (ο Μαρξ), καμιά
κοινωνική επανάσταση δεν είναι δυνατόν
να προχωρήσει χωρίς να προωθήσει τον
δικό της μυστικισμό, στην προκειμένη
περίπτωση εκείνο των μηχανών.
Είναι
αλήθεια ότι ο Μαρξ, ιδίως μετά την Κομμούνα του
Παρισιού, δεν έτρεφε και τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στον
«ανθρώπινο παράγοντα» ως παραγωγό,
φορέα, διεκπεραιωτή, διαχειριστή
επαναστατικών ιδεών. Έχει το ρόλο του,
οπωσδήποτε, αλλά δεν είναι αυτός ο
αποφασιστικός, ο κρίσιμος παράγοντας.
Ο οπτιμισμός του δεν πήγαζε από την
πίστη του στον ρόλο του απρόβλεπτου και αυθόρμητου παράγοντα μέσα στην ιστορία - που έρχεται εκεί που δεν
το περιμένεις να αιφνιδιάσει και να καθορίσει τα γεγονότα.
Αντιθέτως, ο οπτιμισμός του (επηρεασμένος
φυσικά και από την παράδοση του Hegel)
προερχόταν από την πίστη του σε μια
λογική βαθμίδων/σταδίων της ιστορικής εξέλιξης, σε νομοτέλειες εντελώς
καθορισμένες από το οικονομικό επίπεδο,
σε σιδερένιους (κοινωνικούς, ιστορικούς)
νόμους που κανένας και τίποτε δεν μπορεί
να εμποδίσει το «μηχανισμό» τους, την
εκδίπλωση της λειτουργίας τους μέσα
στην ιστορία. Αντλούσε τον οπτιμισμό
του, θα τολμούσε να ισχυριστεί κάποιος
που σκέφτεται όπως ο Φρόιντ, από όλα
εκείνα που αποτελούν ασυνείδητα στη
σκέψη του κατά κάποιο τρόπο ισοδύναμα
μηχανών, σερβομηχανισμών. Νομοτέλειες
που δρουν και κινούν την ιστορία και
καθορίζουν την πορεία της κοινωνικής
εξέλιξης.
Παρακολουθώντας o Μαρξ στωικά και από κάποια κριτική απόσταση
τα γεγονότα της Κομμούνας του Παρισιού,
βρήκε να δικαιώνεται μέσα από αυτά ο
ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο είχε
αρχίσει να αντιλαμβάνεται την ιστορία.
Η ανθρώπινη (συλλογική) παρέμβαση, είτε
δρα την κατάλληλη στιγμή είτε όχι, έχει
πάντα ένα ρόλο καταλύτη στις εξελίξεις.
Το μόνο που μπορεί να καταφέρει το
συλλογικό υποκείμενο -όποτε και αν
καταφέρει να συσταθεί- είναι να επιταχύνει
ή να καθυστερήσει αυτό που νομοτελειακά
δεν είναι δυνατόν παρά να έρχεται. Έτσι
κι αλλιώς, αργά ή γρήγορα, μόλις διαλυθεί
η ομίχλη του αιφνιδιασμού που προκαλεί
με τη δράση του το συλλογικό υποκείμενο,
αρχίζει το παιχνίδι των ερμηνειών, των
στρεβλώσεων, το κυνήγι των παρεκκλίσεων,
η μηχανική της ιδεολογικής χειραγώγησης.
Η επανάσταση στην ιστορία λοιπόν -για
τον θετικιστικό ορίζοντα του 19ου αιώνα,
για την εποχή του επιστημονισμού και
επομένως και για τον Μαρξ- δεν υπήρξε
ποτέ το ανθρώπινο ποτάμι που καθώς
κυλάει διανοίγει το δρόμο του ανάλογα
με την αντίσταση που συναντά.
Η
ανάλυση του Μαρξ προϋποθέτει την
κοσμογονία μιας βιομηχανικής επανάστασης.
Κοινός τόπος. Η Βιομηχανική Επανάσταση
είναι εκείνη που του έδωσε το συλλογικό
υποκείμενο που χρειαζόταν, το δημιούργημά
της, το προλεταριάτο. Κάποια στιγμή θα
πέρασε από το μυαλό του: αν κάποιος σαν
και μένα έγραφε 100 χρόνια πριν την
Βιομηχανική Επανάσταση, πού θα εύρισκε
τότε τον εξεγερμένο άνθρωπο, που θα ήταν ικανός να γίνει ο φορέας της επανάστασης;
Τι θα έβαζε στη θέση της μεγάλης αφαίρεσης
«άνθρωπος» στις συνθήκες εκείνες;
Συνεπής προς την αντίληψή του για την
πορεία της ανθρώπινης ιστορίας (την
οποία ανέλυε μέσα από μια νομοτελειακή
λογική οικονομικών σταδίων), την απάντηση
που έψαχνε δεν τη βρήκε στο προφανές:
στον εξαθλιωμένο, καταπιεσμένο χωρικό
της δουλοπαροικίας, αλλά στον διαφωτισμένο
αστό και στην ανάγκη του να «απελευθερώσει»
τις παραγωγικές δυνάμεις από τους
θεσμικούς, δικαιικούς, ιδεολογικούς
μηχανισμούς της φεουδαρχίας - από όλα
εκείνα δηλαδή που εμπόδιζαν τις
δραστηριότητές του.
Πολύ
γνωστή ιστορία. Στον μακιαβελικό,
χαμαιλεόντειο αγώνα της για επικράτηση,
η αστική τάξη, αφού συμμάχησε πρώτα με
το προλεταριάτο (που υπήρξε δημιούργημά
της και σταθερός απαραίτητος όρος για
την ύπαρξή της), συμμάχησε στη συνέχεια
με τον ταξικό της εχθρό (εκμεταλλευόμενη
την αδυναμία του - που η ίδια είχε
προκαλέσει) εναντίον της τάξης των
προλετάριων (των οποίων τις συνθήκες
ύπαρξης καθόριζε πλέον απολύτως μέσω
της Βιομηχανικής Επανάστασης). «Πρέπει
να αλλάξουν όλα για να παραμείνουν
ίδια», λέει ο τυπικός εκπρόσωπος της
επαναστατημένης αστικής τάξης σε εκείνη
την περίφημη ταινία του Βισκόντι ("ο
γατόπαρδος"). Να αλλάξουν όλα, να
καταργηθεί η προηγούμενη τάξη πραγμάτων
- ως ο μόνος τρόπος που μπορεί να αφήσει
άθικτο τον ταξικό κοινωνικό διαχωρισμό.
Πηγαίνουμε
συνεχώς γύρω γύρω από τη φωτιά -αποφεύγοντας
να δώσουμε μια οριστική απάντηση- όπως
κάποια έντομα που στο τέλος όμως καίνε
τα φτερά τους. Ποτέ μη βιαστείς να πεις
την τελευταία λέξη σε ζητήματα που
αφορούν το έργο του Μαρξ. Εκεί που πας
να καταλήξεις σε ένα συμπέρασμα - και
νομίζεις ότι σου δίνεται το δικαίωμα
από κάποια αποσπάσματα, έρχεται το έργο
με μια δύναμη ανατροπής και σε ανατρέπει.
Αυτό
το έργο ανήκει σε εκείνα τα πολύ σημαντικά
έργα που από τη στιγμή που υπήρξαν δεν
μπορείς να τα αγνοήσεις - προσανατολίζεσαι,
τοποθετείσαι πάντοτε ως προς αυτά. Και
να θέλεις δεν μπορείς να κάνεις
διαφορετικά (το ίδιο ισχύει και με έργα
όπως του Δαρβίνου και του Φρόιντ).
Η
ανάγνωση τέτοιας εμβέλειας έργων δεν
μπορεί παρά να είναι μια διαρκής ανοιχτή
διαδικασία, τρόπος ζωής. Είναι κάτι σαν
το βιβλίο της άμμου στην αλληγορία του
Μπόρχες. Κάθε ανάγνωση είναι πάντοτε
προετοιμασία για την επόμενη. Καθώς
αλλάζουν οι εποχές, το έργο εμπλουτίζεται
και διαφωτίζεται μέσα από νέες εμπειρίες
- πάντοτε κάτι έχει να μας πει γι’ αυτές,
προκαλώντας ολοένα νέες πτυχώσεις
στοχασμού και αναστοχασμού.
Η
ανάπτυξη του κεφαλαίου, πιστεύει ο Μαρξ,
έρχεται σε αντίθεση με την περιορισμένη παραγωγική
μορφή του, την οποία το ίδιο επιβάλλει.
Περιορισμένη σημαίνει εδώ ότι αναπτύσσει
και προωθεί την τεχνολογία και την
επιστήμη, τις μορφές εργασίας, τα
συστήματα μηχανών (ως επιμέρους στοιχεία
των παραγωγικών δυνάμεων) στην κατεύθυνση
που το εξυπηρετεί. «Ο περιορισμός του
κεφαλαίου είναι πως ολόκληρη η ανάπτυξή
του πραγματοποιείται με ανταγωνιστικό
τρόπο και πως η τελειοποίηση των
παραγωγικών δυνάμεων, του γενικού
πλούτου, της επιστήμης κ.λ.π., εμφανίζεται
με τέτοια μορφή που
το εργαζόμενο άτομο αλλοτριώνεται, σε
σχέση με τους όρους που παράγει όχι σαν
όρους του δικού του πλούτου αλλά σαν
όρους του ξένου πλούτου και της δικής
του φτώχειας» (Μαρξ).
«Αποκαλύπτουμε
την γενική τάση του κεφαλαίου, τάση που
ξεχωρίζει από όλους τους προηγούμενους
τρόπους παραγωγής. Αν και είναι
περιορισμένο από την ίδια τη φύση του,
το κεφάλαιο τείνει σε μια γενική ανάπτυξη
των παραγωγικών δυνάμεων και γίνεται
η προϋπόθεση ενός νέου
τρόπου παραγωγής που
δεν θα στηρίζεται σε μια ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων που θα αποβλέπει
απλά να διευρύνει την υπάρχουσα βάση,
αλλά που η ελεύθερη, δίχως
εμπόδια, προοδευτική και
γενική ανάπτυξη
των παραγωγικών δυνάμεων θα
είναι αυτή η ίδια όρος για την κοινωνία
και επομένως για την αναπαραγωγή της,
όπου η μόνη προϋπόθεση θα είναι το
ξεπέρασμα του σημείου εκκίνησης» (Μαρξ).
Καταλήγοντας,
το κεφάλαιο επιτρέπει και αναπτύσσει
εκείνα τα τεχνολογικά συστήματα στο
βαθμό που αναπαράγουν την αλλοτριωτική
σχέση του εργαζόμενου με το αντικείμενο
της εργασίας του, καταργούν την
επιδεξιότητα κάθε μορφής ως στοιχείο
της εργασίας, απομειώνουν τον όγκο
απαιτούμενης εργασίας ανά μονάδα
προϊόντος (δημιουργώντας τις προϋποθέσεις
που απαιτούνται για να υπάρχουν
καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις
εργασίας). «Μπορούμε να δούμε άμεσα πως
ένας τρόπος εργασίας μεταφέρθηκε από
τον εργάτη στο κεφάλαιο με τη μορφή της
μηχανής και πως η εργατική του δύναμη
υποτιμήθηκε σαν αποτέλεσμα αυτής της
μεταφοράς. Επομένως έχουμε ένα αγώνα
του εργάτη ενάντια στις μηχανές. Αυτό
που ήταν δραστηριότητα του ζωντανού
εργάτη έγινε δραστηριότητα της
μηχανής» (Μαρξ).
«Η μετατροπή του προτσές της παραγωγής
από ένα απλό προτσές εργασίας σε ένα
επιστημονικό προτσές που υποτάσσει τις
δυνάμεις της φύσης και τις κάνει να
ενεργούν στην υπηρεσία των ανθρώπινων
αναγκών, εμφανίζεται σαν μια ιδιότητα
σύμφυτη με το πάγιο κεφάλαιο σε αντίθεση
με τη ζωντανή εργασία». (Μαρξ)
Και
δε φτάνει μόνο αυτό, ο καπιταλιστικός
τρόπος παραγωγής, εγκαθιστά επίσης
συνθήκες υπερεκμετάλλευσης του μη
ανανεώσιμου φυσικού στοιχείου (ό,τι
μπορεί να μετατραπεί από αγαθό σε πλούτο
απαλλοτριώνεται μέσω της τεχνολογίας,
ό,τι δεν μπορεί να μπει σε αυτή τη σχέση
υποβαθμίζεται, απαξιώνεται). Εμείς,
επιπλέον, στο δικό μας χώρο/χρόνο βιώνουμε
και την ανάπτυξη τεχνολογικών συστημάτων
που αποσκοπούν στο να κάνουν τον
«εργαζόμενο» (που του έχουν φορέσει
εισαγωγικά) παραγωγικό ακόμη και κατά
τη διάρκεια του εκτός εργασίας χρόνου
του. Η μισθωτή εργασία ελέγχει τον
εργαζόμενο μέσω του μισθού και των
συστημάτων μηχανών - ενώ ως καταναλωτής
(βίος παράλληλος), στον εκτός εργασίας
χρόνο του, μπαίνει
με όλο του το είναι σε μια (γλυκιά)
δουλοπαροικία. Η κατανάλωση γίνεται
εργασία χωρίς μισθό. Ο προλετάριος της
μαρξικής ανάλυσης, έχοντας μεταλλαχθεί
σ’ αυτό το διχασμένο υποκείμενο,
βρίσκεται ακινητοποιημένος σε
διασταυρώσεις δικτύων υπηρεσιών, που
ολοένα αυξάνουν την πυκνότητά τους.
Δίκτυα, με μια ικανότητα ενοποίησης που
οργανώνει την κατανάλωση σε σύστημα,
που δεν αφήνει σύνορο πια με ένα «απέξω»,
(ώστε να μπορείς να ξεφύγεις με εθελούσια
περιθωριοποίηση). Κατανάλωση ή θάνατος.
«...Μετά
τη διάλυση της δουλοπαροικίας, οι
μηχανές δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν
παρά σε αντίθεση με τη ζωντανή εργασία,
σαν μια εχθρική δύναμη και ιδιοκτησία
άλλου δηλαδή έπρεπε σαν κεφάλαιο να
αντιταχθούν στον εργάτη. Είναι
το ίδιο εύκολο να καταλάβουμε πως οι
μηχανές θα συνεχίσουν να ενεργούν σαν
συντελεστές της κοινωνικής παραγωγής
όταν γίνουν ιδιοκτησία των συνεταιρισμένων
εργατών. Αλλά στην πρώτη περίπτωση, οι
σχέσεις τους διανομής (δηλαδή το γεγονός
ότι δεν ανήκουν στους εργάτες) αποτελούν
αυτές καθαυτές έναν όρο των σχέσεων
παραγωγής που θεμελιώνονται στη μισθωτή
εργασία. Στη
δεύτερη περίπτωση, άλλες σχέσεις διανομής
θα απορρεύσουν από μια άλλη, νέα παραγωγική
βάση που θα εμφανιστεί στο ιστορικό
προτσές».
Συνοψίζουμε:
Νέα παραγωγική βάση. Τι μας λέει ο Μαρξ
γι’ αυτήν; Δυστυχώς πολύ λίγα πράγματα:
ελεύθερη/δίχως εμπόδια/προοδευτική/γενική
ανάπτυξη (των παραγωγικών δυνάμεων).
Σημαντικό το ότι λέγονται (και μάλιστα
από τον Μαρξ), αλλά πιο είναι το περιεχόμενό
τους; Θα το αποκτήσουν μέσα από την
ιστορική διαδικασία; Δεν έχει το δικαίωμα
να το κάνει ο ίδιος; Αυτή είναι η στάση
του; Μερικές έννοιες που ρίχνονται στο
χαρτί εν κενώ, για να ξεμπερδεύει
-μεταφέροντας την εργασία ορισμών τους
σε επόμενες γενιές-; Βιαστικά πάντως,
για να επιστρέψει, να βυθιστεί γρήγορα
-γρήγορα στο μεγάλο του πάθος: την ανάλυση
των μηχανισμών της κεφαλαιοκρατικής
παραγωγής.
Σχηματίστηκε
εικόνα στο παζλ; Δημιουργική λογιστική
αποσπασμάτων και τίποτε καλύτερο; Ίσως.
Γιάννης
Ψαραύτης