Στον απόηχο και στα απόνερα των αμερικανικών εκλογών, ας θυμηθούμε ένα ξεχασμένο γεγονός από την πολιτικοοικονομική ιστορία (των χαμένων ευκαιριών) των ΗΠΑ. Στις 31 Δεκεμβρίου του 1932, ο γερουσιαστής της Αλαμπάμα Hugo Black, έφερε προς ψήφιση στην αμερικανική Γερουσία ένα νομοσχέδιο που πρότεινε την καθιέρωση εργάσιμης εβδομάδας 30 ωρών για όλες τις επιχειρήσεις. Η ρύθμιση αυτή, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Black, θα οδηγούσε στην άμεση επαναπρόσληψη περισσότερων από 6,5 εκατομμυρίων ανέργων (που για τις επιχειρήσεις σήμαινε αύξηση της αγοραστικής δύναμης εκατομμυρίων αμερικανών).
Η Γερουσία -παραδόξως, όσο και αν αυτό κάνει εντύπωση- υπερψήφισε το νομοσχέδιο στις 6 Απριλίου του 1933 (με 53 ψήφους υπέρ και 30 κατά). Ο ενθουσιασμός όμως που συνεπήρε την κοινή γνώμη και τα συνδικάτα, σε εκείνη την πολύ δύσκολη συγκυρία, με τη χώρα να σαρώνεται από άκρη σε άκρη από τα αποτελέσματα της Μεγάλης Ύφεσης, δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ.
Ο Ρούζβελτ υιοθέτησε τελικά μια διαφορετική άποψη. Εκτιμούσε ότι παρόλο το βραχυπρόθεσμο όφελος, μακροπρόθεσμα αυτή η ρύθμιση θα μείωνε την ικανότητα των αμερικανικών επιχειρήσεων να αντιμετωπίζουν τους ανταγωνιστές τους στο εξωτερικό. Με αυτό ως κεντρικό επιχείρημα, κατάφερε να πείσει την Επιτροπή Κανονισμών του Κοινοβουλίου να απορρίψει το νομοσχέδιο. Έτσι, αντί γι' αυτό, εγκρίθηκε τελικά και εφαρμόστηκε το Νομοσχέδιο Εθνικής Βιομηχανικής Ανάκαμψης (NIRA).
Αυτό το νομοσχέδιο έδινε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να ορίζει το μέγεθος της εργάσιμης εβδομάδας κατά βούληση και για συγκεκριμένες κατηγορίες βιομηχανιών. Τα συνδικάτα από την πλευρά τους οδηγήθηκαν σε συνθηκολόγηση. Από θέση αδυναμίας, θυσίασαν το αίτημα για λιγότερες ώρες εργασίας με αντάλλαγμα τη δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις με τις επιχειρήσεις, πάγιο αίτημα επίσης των συνδικάτων, που προβλεπόταν τώρα στο NIRA. Αυτό ήταν το δέλεαρ και το δόλωμα που χρησιμοποιήθηκε για να πιαστεί στο δόκανο ξανά η εργατική τάξη.
Αργότερα, ο Ρούζβελτ θα μετάνιωνε δημόσια για την στάση που είχε κρατήσει στην πρόταση Black. Απολογούμενος, θεώρησε ως μεγάλο πολιτικό του σφάλμα τη μη υιοθέτηση του νομοσχεδίου των Black και Connery για τις 30 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας. Σε ομιλία του τo 1937 δήλωσε: “Ποιο είναι τελικά το όφελος της χώρας μας με το να ενθαρρύνουμε τους επιχειρηματίες να μεγεθύνουν την παραγωγικότητα της αμερικανικής βιομηχανίας, αν δεν δούμε παράλληλα και την μεγέθυνση των εισοδημάτων του εργαζόμενου πληθυσμού μας, έτσι ώστε να δημιουργηθούν αγορές που θα απορροφούν αυτή την αυξημένη παραγωγή;” (Jeremy Rifkin, “το τέλος της εργασίας και το μέλλον της”). Έτσι έκλεισε ένα ακόμη κεφάλαιο στην ιστορία των χαμένων ευκαιριών – ευκαιρία που δεν αφορούσε μόνο την Αμερική.
Η συνεχής αύξηση της παραγωγικότητας, χωρίς να δίνεται μερίδιο από τα κέρδη παραγωγικότητας στους εργαζόμενους, αλλά, αντίθετα, όταν γίνεται παράγοντας κατάργησης θέσεων εργασίας, μοχλός πίεσης για τη μείωση του κόστους εργασίας, ξηλώματος της εργατικής νομοθεσίας, χειροτέρευσης των συνθηκών εργασίας, οδηγεί το οικονομικό σύστημα σε αδιέξοδο και ασφυξία. Η αποικιοκρατία, ο ιμπεριαλισμός, ο προστατευτισμός, ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, ο φορντισμός, ο μεταφορντισμός, ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, και κάθε άλλη μεταμφίεση της ισχύος στον καπιταλιστικό κόσμο που δοκιμάστηκε ή θα δοκιμαστεί στο μέλλον, είναι τρόποι υφαρπαγής του εισοδήματος και του οικονομικού πλούτου των "άλλων" - εντός ή εκτός των συνόρων. Με αυτές τις μεταμφιέσεις του οικονομικοπολιτικού συστήματος, απομακρύνεται συνεχώς το αδιέξοδο προς το μέλλον, για να επανέρχεται, σαν προπατορικό αμάρτημα, και σε ολοένα πιο ασφυκτικό πλαίσιο.
Το Νομοσχέδιο των Black και Connery, δεν έφερνε φυσικά καμιά κοινωνική επανάσταση. Ο Black ήταν μέρος του συστήματος εξουσίας των ΗΠΑ (με αρκετά παραστρατήματα στο ενεργητικό του, όπως η συμμετοχή του στην οργάνωση Ku Klux Klan - έστω και αν βαφτίσουμε αυτό το ατόπημα νεανικό, έστω και αν φρόντισε έγκαιρα να αποστασιοποιηθεί από την οργάνωση). Ο Black εξέφρασε μια στιγμή αυτογνωσίας του οικονομικού συστήματος. Ο καπιταλιστικός κόσμος κατάφερε να δει καθαρά -για μια στιγμή έστω-, να αντιληφθεί το μέγεθος του καταστροφικού έργου που συντελούνταν από τη δράση και τις πρακτικές των μεμονωμένων καπιταλιστών, να δει προς ποια κατεύθυνση βρισκόταν το συμφέρον του ίδιου του καπιταλισμού ως οικονομικοπολιτικού συστήματος.
Το σύστημα εξουσίας είχε τότε διαγνώσει -και σωστά-, ότι το συμφέρον της καπιταλιστικής τάξης, εν συνόλω, δεν ταυτίζεται πάντα, δεν συνάδει εξ ορισμού, μπορεί να βρίσκεται ακόμη και σε δυσαρμονία με τα συμφέροντα των μεμονωμένων καπιταλιστών. Κατάλαβαν τότε, και σε πείσμα του ιδεολογικού φετιχισμού που πιστεύει το αντίθετο, ότι το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, εξαρτάται πρώτα και κύρια από την εργασία και κατά δεύτερο λόγο από την επιχειρηματικότητα.
Αυτό ακριβώς είναι το γεγονός που ο νεοφιλελευθερισμός που επικράτησε στη συνέχεια (η ιδεολογική και πολιτική έκφραση του εξατομικευμένου καπιταλιστή) έκανε τα πάντα, όσα χρειάζονταν για να ξεχαστεί. Αυτό μπορεί να εκφραστεί αρκετά παραστατικά με μια γνωστή παροιμιακή φράση: Αν η εργασία είναι το άλογο και η επιχειρηματικότητα είναι το κάρο, ο νεοφιλελευθερισμός αυτό που κάνει είναι να βάζει το κάρο πριν από το άλογο.
Οι μεμονωμένοι καπιταλιστές (με κυρίαρχη τώρα ιδεολογία τους) παράγουν συνεχώς επικίνδυνες ανισορροπίες παντού. Τις συνέπειες από τα σημεία ασταθούς ισορροπίας, που συνεχώς παράγονται από την ανεξέλεγκτη δράση μιας φετιχοποιημένης επιχειρηματικότητας, το αόρατο χέρι, ο θεός των αγορών, δεν μπορεί να τις αμβλύνει, γιατί δεν υπάρχει. Μας φέρνουν όλο και πιο κοντά στο απόλυτο αδιέξοδο.
Και από κοντά, παραμονεύει πάντα και ολοκληρώνει την εικόνα ο από μηχανής θεός του συστήματος - ο φασισμός. Σε στάση αναμονής και χρήσιμος, μέχρι να χάσει το χαλινάρι του. Σε περιόδους ασφυξίας, επιλέγεται πάντα η εργαλειακή αξιοποίηση του φασισμού (όπως και τότε), και γι' αυτό πρέπει να είμαστε σε μόνιμη εγρήγορση να εμποδίζουμε.
-----------------------------------------------
Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο “The End of Work” του Jeremy Rifkin (Ελληνική έκδοση: “Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της”, Εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1995).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου