Αν
εζητείτο λέξις δυναμένη μόνη αυτή να
συνοψίση την όλην ημών κατάστασιν,
αναμφιβόλως ουδεμία άλλη θα ηδύνατο να
εκπληρώση τούτο ακριβέστερτον και
εκφραστικώτερον ή το μονοσύλλαβον
καββαλιστικόν λεξείδιον της χρηματιστικής
argot κρακ. Αυτή η κυβέρνησις
εκήρυξεν από πολλού το οικονομικόν
κρακ. Η φιλολογία μας ευρίσκεται εις
διηνεκές κρακ γενναίων εμπνεύσεων και
αξίων λόγου έργων. Κρακ πολιτικών ανδρών,
κρακ κοινωνικών συμβάντων, μεγάλων
επιχειρήσεων, αξιομνημονεύτων πράξεων,
κινήσεως, ζωής. Εν τω μέσω λοιπόν της
κρακαστροφής ταύτης μεταφέρων την
σκηνήν μου από του αοιδίμου ΑΣΜΟΔΑΙΟΥ
εις το ΑΣΤΥ νομίζω όχι άκαιρον να κρατήσω
το διακριτικόν αυτής σήμα, ελπίζων ότι
δεν θα ευρεθή κανείς κακόβουλος
λογοπαίκτης να παρατηρήση ότι αείποτε
εκ στόματος κοράκου εξελεύσεται.
ΚΡΑΚ (ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ), ΑΣΤΥ, αρ. 1, 6 Οκτ. 1885
Μια από τις αναγνωστικές απολαύσεις μου τον τελευταίο καιρό,
είναι η ανάγνωση
μέρους της δημοσιογραφικής εργασίας
του Μιχαήλ Μητσάκη. Άρθρα της περιόδου 1881 – 1888, που δημοσίευσε ο Μητσάκης με το ψευδώνυμο Κρακ σε διάφορα έντυπα, βρίσκονται τώρα αποθησαυρισμένα και
επιμελημένα σε μια έκδοση του 2016, εκδόσεις
Τυφλόμυγα, κάτω από τον ωραίο τίτλο “Αι
περιπέτειαι του κ. Κρακ”. Η επιλογή του
τίτλου που στεγάζει αυτά τα κείμενα, σίγουρα θα χαροποιούσε πολύ και τον ίδιο τον συγγραφέα τους. Η φράση αλιεύτηκε από άρθρο του Μητσάκη του 1886. Εκεί, στην πρώτη εμφάνιση της φράσης, ο Μητσάκης, με πανουργία
συγγραφική, λογοπαικτικά, περιπαικτικά
και με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού, δοκίμαζε για ακόμη μία φορά, με τον ιδιαίτερο τρόπο του, τα όρια και τις αντιστάσεις
του αναγνώστη του, πολιορκώντας την
δεκτικότητά του με τον πολυμήχανο λόγο
του, που ξέρει να κερδίζει τον αναγνώστη, πώς να τον κάνει, χωρίς αντίσταση, να του ανοίγει διάπλατα τις πύλες
του κάστρου του.
Αυτή η συλλογή κειμένων
δεν πρέπει (εγώ τουλάχιστον δεν θέλω
έτσι) να διαβάζεται μια κι έξω. Είναι
ένα βιβλίο – τόπος: εγκαταβιώνεις
σ’ αυτό· αν κάποιες προτεραιότητες της
ζωής σου αποσπάσουν την προσοχή, σε
αναγκάσουν να απομακρυνθείς, θα είναι
για λίγο καθώς θα άγεσαι από την ανάγκη που σε τρώει, να θέλεις να επιστρέψεις.
Πηγαινοέρχεσαι. Όσο μπορείς καθυστερείς
την ολοκλήρωση της ανάγνωσης. Αναπτύσσεις
μιαν ικανότητα να χρονοτριβείς,
εφευρίσκοντας χίλιους λόγους και αιτίες
για να παραμένεις αναγνωστικά ενεργός,
επινοώντας διαρκώς διάφορα τεχνάσματα, για να κρατάς ανοιχτές εκκρεμότητες. Ο
συστηματικός, μεθοδικός αναγνώστης
είναι φτιαγμένος από την πάστα του
Οδυσσέα. Πολιορκεί με πανουργία κι αυτός
το κείμενο, ξέρει να μετατρέπει τις αντιξοότητες,
τις παγίδες που του έχει στήσει ο
συγγραφέας σε ταξίδι.
Επιστρέφεις ξανά και
ξανά στο βιβλίο, στην παραφορά ενός
δημιουργικού κύκλου ανάγνωσης που έχει
τη μορφή σπείρας, απ’ όπου δεν μπορείς,
και δεν το επιθυμείς εξάλλου, να ξεμπλέξεις
εύκολα. Αυτή είναι η αναγνωστική μου
προτίμηση σε ανάλογες περιπτώσεις:
Διαβάζεις μερικά κείμενα, τα αφήνεις
να εργάζονται στο μυαλό σου, ανατρέχεις σε πηγές, αναζητάς
πληροφορίες για πρόσωπα και καταστάσεις,
σε χρονικά, σε πρακτικά της βουλής, σε
κείμενα άλλων αρθρογράφων της ίδιας
περιόδου, και σιγά – σιγά, ψηφίδα με
ψηφίδα, ανασυνθέτεις την τοιχογραφία
μιας ολόκληρης εποχής.
Αυτή είναι η μοίρα
των δημοσιογραφικών κειμένων, ακόμη
και εκείνων που ξεφεύγουν ή φιλοδοξούν
να ξεφύγουν από τα στενά όρια της
δημοσιογραφίας: προορίζονται για την
εποχή τους, για αναγνώστες που κατά
κάποιο τρόπο έχουν εμπλοκή, συμπάσχουν
με όσα διαδραματίζονται στη σκηνή του
κειμένου· τα γεγονότα που υπονοούνται ή θίγονται εκεί έχουν εργαστεί στο πετσί
τους. Γνωρίζουν από πρώτο χέρι πρόσωπα,
καταστάσεις, γεγονότα με όλες εκείνες
τις εφήμερες λεπτομέρειες και
ανθυπολεπτομέρειες, δηλαδή όλες εκείνες
τις πληροφορίες που αποτελούν τα προαπαιτούμενα του άρθρου, και για την οικονομία του κειμένου πρέπει να αποσιωπούνται ή να υπονοούνται από τον συγγραφέα. Πρόκειται δηλαδή
για στοιχεία της επικαιρότητας που δεν
χρειάζεται να υπομνηματιστούν από τον
συγγραφέα επειδή κατοικούν ήδη, και
πολλές φορές στοιχειώνουν τον αναγνώστη
της εποχής που απευθύνονται. Αυτή επομένως είναι η συνεισφορά του αναγνώστη: όλα όσα θα φέρει στην σκηνή του κειμένου, την ώρα που ξετυλίγεται η ανάγνωση - σε μια διαδικασία διαρκούς όσμωσης με τον λόγο του αρθρογράφου. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση, την δημιουργική συνέργεια δηλαδή συγγραφέα – αναγνώστη, τέτοιου είδους κείμενα δεν μπορεί να λειτουργήσουν εύκολα πέρα από την εποχή τους. Αυτό το ένιωθε -και
το απωθούσε χρόνια- ως τη συγγραφική
του μοίρα ο Μητσάκης. Η συνεχής προσπάθεια να συντηρεί τη
φωτιά του ενδιαφέροντος του κοινού του
μέσα από αλλεπάλληλες εφήμερες
δημοσιογραφικές επιτυχίες (και υπήρξαν
πολλές), αλλά στο τέλος να μένει με την
αίσθηση ότι δεν μένει τίποτε, τον
εξουθένωσε. Το συγγραφικό του απωθημένο -που περίμενε στη σκοτεινή γωνιά-, υποταγμένο, σπαταλημένο -έτσι το βίωνε-
στην δημοσιογραφία που εξασκούσε για βιοπορισμό, κάποια στιγμή
ήρθε και πήρε εκδίκηση.
Τα δημοσιογραφικά
κείμενα του Μητσάκη αναφέρονται στα
πεπραγμένα μιας κοινοβουλευτικά δύσκολης
εποχής: άγονος και (αυτο)καταστροφικός
σωβινισμός, ρητορικές εξάρσεις για
εσωτερική κατανάλωση, δουλοπρέπεια και
ετεροκαθορισμός της πολιτικής από τα
μητροπολιτικά κέντρα του ανερχόμενου
καπιταλισμού· πολιτικοί, γόνοι
πρωταγωνιστών της Επανάστασης που
κατάφεραν να διατηρήσουν το πάνω χέρι
στα πράγματα και κατά την μετεπαναστατική
περίοδο. Από αυτές τις συνθήκες θα προκύπτει το πολιτικό
προσωπικό που θα διεκδικεί και θα μονοπωλεί την εξουσία
στο νεοσύστατο κράτος, θα απαρτίζει τα
δύο κόμματα που εναλλάσσονται στην
εξουσία, σε ένα στημένο παιχνίδι σφοδρών -στην επιφάνεια- και στείρων αντιπαραθέσεων. Σ' αυτό το παιχνίδι εξουσίας μπορεί κατά διαστήματα να χάνεις τις
εκλογές σε προσωπικό επίπεδο (να μπαίνεις
δηλαδή για λίγο σε ένα είδος κομματικής
αγρανάπαυσης), αυτό όμως που εκπροσωπείς και
προωθείς ιδεολογικά δεν χάνει ποτέ: η διατήρηση ενός κόσμου
ταξικών προνομίων, που διαβιώνει
παρασιτικά στις πλάτες ενός βασανισμένου
λαού. Ένα πολιτικό προσωπικό που πίσω
από την εκφορά ενός πατριδοκάπηλου
λόγου κατάφερνε να κρύβει το μόνιμο ενδιαφέρον του:
τη διατήρηση της εξουσίας
στα χέρια των φεουδαλικών καταλοίπων
της τουρκοκρατίας και της ανερχόμενης
αστικής τάξης μέσω του δικομματισμού (για όσο διάστημα δεν είχαν έρθει ακόμη σε ρήξη μεταξύ τους).
Αξιώνονται της κριτικής
του Μητσάκη συγκεκριμένα πρόσωπα.
Αναφέρεται, επίμονα και με κάθε ευκαιρία,
σε μια σειρά από προβεβλημένες
προσωπικότητες της κοινωνικής και
πολιτικής σκηνής. Διαβλέπει μια
θεατρικότητα στα τεκταινόμενα, και για
να την αποδώσει χρειάζεται να επιλέξει
τους “ήρωές” του, που θα γίνουν οι χαρακτηριστικές,
τυπικές φιγούρες του κειμενικού του κόσμου (όπως συμβαίνει στο θέατρο σκιών). Η πολιτική σκηνή έχει να του προσφέρει σωρεία τέτοιων ανεκδοτολογικών περιπτώσεων. Μια παρέλαση
προσώπων/φορέων εξουσίας, που βρίσκονται
απέναντι σε γεγονότα και καταστάσεις
που τους ξεπερνούν, παρακινούν και
κινούν την γραφίδα του γραφομανούς
Μητσάκη. Βιογραφίες διανθισμένες με
σπουδαιοφάνεια στην εποχή τους, που
απασχολούσαν εμμονικά τη δημοσιογραφία,
κέντριζαν και κεντούσαν τη λαϊκή φαντασία
- που σαν βουβός αθέατος χορός αρχαίας
τραγωδίας παρακολουθούσε εκτός ιστορίας.
Πρόσωπα, έργα και ημέρες, βουλιαγμένα
στη λήθη σήμερα, βρίσκονται προνομιακά στο σκόπευτρο
της πένας του. Ο αφρός των ημερών που
επιπλέει στα έντυπα, και οι φλέβες μιας
ιδιότυπης γραφής που ριζώνουν και
αιματώνουν ένα βαθύτερο κάτω στρώμα.
Υπόγειες ροές λόγου που έρχονται και
συναντώνται και αναβλύζουν στην
επιφάνεια. Σιγά – σιγά, και μεθοδικά,
διαβρώνουν, οξειδώνουν τα στερεότυπα,
τις καπηλείες, τις αφέλειες του σωβινισμού
(που πάνω του όμως κάποιοι επένδυαν
καριέρες πολιτικές όπως συμβαίνει και
επί των ημερών μας). Καταγραφή, από
κείμενο σε κείμενο, της
συμπτωματολογίας/παθολογίας μιας μακράς περιόδου ομαλούς σε γενικές γραμμές κοινοβουλευτισμού
(δηλαδή χωρίς σημαντικές πολιτειακές
εκτροπές), που εξανεμίστηκε όμως ως
ευκαιρία από ένα κατώτερο των περιστάσεων
πολιτικό προσωπικό. Αυτή η καλή ευκαιρία θα καταλήξει
κοινοβουλευτικά άγονη, μια σπαταλημένη
καλή συγκυρία που θα αργήσει πολύ να
παρουσιαστεί (και να χαθεί) ξανά. Μετά
το τέλος αυτής της περιόδου, που αν θα
θέλαμε να βάλουμε ένα ορόσημο θα το
τοποθετούσαμε το 1913 (με τη δολοφονία
του Γεωργίου του Α’) και μέχρι τη δική
μας μεταπολίτευση, η ιστορία θα κινείται
από την μια πολιτειακή εκτροπή στην
επόμενη. Στην φτώχεια και την εξαθλίωση
του λαού, την ερημοποίηση της υπαίθρου
με την μαζική εγκατάλειψη των γενέθλιων
τόπων, θα προστεθούν ο φόβος και η
επισφάλεια, θα έρθουν -από τότε- να
φωλιάσουν μόνιμα στις ζωές μας.
Η αστική τάξη την
περίοδο που αρθρογραφεί ο Μητσάκης,
έχει αρχίσει να αυτονομείται ιδεολογικά,
αλλά οι συνθήκες δεν επιτρέπουν ακόμη
την απαλλαγή της από τα αναχρονιστικά
κατάλοιπα της ιστορίας. Από την άλλη,
οι πολιτικοί σαλτιμπάγκοι που αφήνει,
εργολαβικά, να την εκπροσωπούν, καταφέρνουν
μια χαρά να κρατάνε ένα λαό εν υπνώσει,
ανώριμο πολιτικά, εξόριστο ακόμη και
από τη γλώσσα για να τον ελέγχουν,
βυθίζοντας τη χώρα στη διαφθορά και
την διαπλοκή.
Η αυτονόμηση πολιτικά
της αστικής τάξης, είναι μια αργή
διαδικασία που προετοιμάζεται στα
έντυπα της εποχής (την “ηρωική” εποχή
της δημοσιογραφίας – όπου απολάμβανε
την αίσθηση της πλήρους δύναμής της),
και προωθήθηκε κοινοβουλευτικά με την
πολιτική που εξέφρασε ο Τρικούπης. Τίποτε
δεν είναι ικανό να εμποδίσει την κίνηση
της ιστορίας. Ούτε καν η ατυχηματική
χρεοκοπία του 1893. Ίσα – ίσα. Μέσα από πολλές δυσκολίες και ιστορικά πισωγυρίσματα (που
τροφοδοτούσαν τόσα πάθη και εμφύλια
μίση), θα περάσουν λίγα χρόνια ακόμα μέχρι το παλαιό και το καινούριο θα
βρεθούν στα όρια της ρήξης.
Για την ώρα ο Μητσάκης
παρακολουθεί τις
κοινοβουλευτικές απόπειρες αστικών
μεταρρυθμίσεων, να διαπλέκονται μαζί
με μια ρητορεία περί εθνικής αποκατάστασης
-που “γαβγίζει όμως σαν σκυλί που δεν
δαγκώνει”- στο κέντρο ενός έθνους σε
πλήρη αδυναμία και ένδεια. Είναι ο
παλαιός κόσμος που έχει την ανάγκη να
οχυρωθεί ιδεολογικά πίσω από τον
μεγαλοιδεατισμό της εθνικής ολοκλήρωσης, προκειμένου να συνεχίσει να υπάρχει
– αλλά σε πλήρη αδυναμία να την υποστηρίξει στην
πράξη. Η σύγκρουση με τον παλαιό κόσμο μπήκε σε ράγες με τον
Τρικούπη. Ο Τρικούπης προώθησε ένα διαφορετικό μεγαλοϊδεατισμό, εκείνο της ανάπτυξης των υποδομών (που είχε ανάγκη το κεφάλαιο για την επέκτασή του). Και είναι αυτός ο μεγαλοϊδεατισμός που πρόλαβε να χρεωκοπήσει πρώτος. Μερικές δεκαετίες αργότερα μεγαλοιδεατισμός (που κοιτάζει προς τα μέσα) της αστικής τάξης, θα
χρειαστεί να συναντηθεί με τον άλλο
μεγαλοιδεατισμό τον εθνικό (που κοιτάζει προς τα έξω). Θα χρεωκοπήσει κι αυτός το 1922. Την πορεία όμως της αστικής τάξης (που αισθάνεται ότι το μέλλον της ανήκει, γιατί το διαμορφώνει) καμιά δυσκολία, καμιά εθνική καταστροφή δεν θα μπορούσε να ανακόψει.
Ολόκληρη εκείνη η
περίοδος -που παραμένει ενεργός
δημοσιογραφικά ο Μητσάκης- είναι
προετοιμασία του εδάφους για τον
Βενιζέλο. Είναι η εποχή που επινόησε
τον βενιζελισμό. Ακόμη και αν ο Βενιζέλος
δεν είχε υπάρξει κάποια προσωπικότητα
θα είχε βρεθεί στον ίδιο ρόλο, για να καλύψει το πολιτικό κενό. Αν βέβαια σου προκύψει
μια προσωπικότητα με την ευφυΐα και την
διορατικότητα ενός Βενιζέλου, τόσο το
καλύτερο. Ο Βενιζέλος κατάλαβε πως δεν
αρκούσαν μόνο οι αστικού τύπου
μεταρρυθμίσεις (Τρικούπης), παράλληλα
έπρεπε να τοποθετηθεί κατάλληλα στην
γεωπολιτική σκακιέρα. Από την γεωπολιτική
της εποχής του που βρισκόταν σε κατάσταση
μάγματος τότε, εκεί που τα έθνη συγκρούονταν
τεκτονικά για να εδραιωθούν, θα προέκυπταν
οι συνθήκες αποκατάστασης εκείνου του
κρίσιμου εθνικού μεγέθους που απαιτούσε
ο εγχώριος καπιταλισμός - και όχι από
ένα στείρο, πατριδοκάπηλο συναισθηματισμό προς
χειραγώγηση του λαϊκού αισθήματος και
εσωτερική κατανάλωση.
Εκείνος ο κόσμος υπήρξε κατά βάθος καβαφικός παρά παλαμικός (ή καλύτερα ήταν ο παλαμισμός που θεματοποιήθηκε
από τον καβαφισμό). Αλλά αυτό θα έπρεπε να περιμένει ακόμη λίγο (το 1922) για να φανερωθεί. Μέχρι τότε ο μεγαλοιδεατισμός, επενδεδυμένος με τον πληθωρικό
ποιητικό λόγο του Παλαμά, που λειτούργησε σαρωτικά απέναντι σε κάθε διαφορετική φωνή, αισθητικά και ιδεολογικά, τέθηκε στην υπηρεσία του σχεδίου
ριζοσπαστικοποίησης και αυτονόμησης
της αστικής τάξης από τον παλαιό κόσμο
μιας ανατολικού τύπου φεουδαρχίας (ό,τι
είχε απομείνει από αυτόν). Πληθωρικός και σαρωτικός ο Παλαμάς, καβάλα στην
εποχή του, θα καταπιεί στο πέρασμά του κάθε
διαφορετική φωνή, στην τέχνη πρώτα και
μετά στη ζωή. Αλλά τότε ο Μητσάκης -αφού συγκρούστηκε μετωπικά με τον ανερχόμενο Παλαμά, διακρίνοντας πολύ καθαρά σε τι οδηγούσε ο αδηφάγος παλαμισμός- δεν θα είναι εκεί. Δεν θα έχει
αναχωρήσει για να εγκατασταθεί “εν τη
γαλλική πρωτεύουσα” όπως κάποιοι από
τους “ήρωές” του· τσακισμένος στα
βράχια του παλαμισμού, ζωντανός νεκρός,
δεν θα είναι πια του κόσμου τούτου.
Γιάννης Ψαραύτης
ΑΣΤΥ,
6 Απριλίου 1886 (απόσπασμα)
"Είνε
λοιπόν πράγματι κυβέρνησις τι πλήρες
αχύρων αυτό πεντακέφαλον ανδρείκελον,
το κηρόπλαστον αυτό ομοίωμα διοικήσεως,
η ρακώδης αυτή σημαία η κινουμένη προς
οιουδήποτε ανέμου την φοράν; Αποτελούσι
κυβέρνησιν αι πέντε αυταί πλαγγόνες αι
χορδιζόμεναι όπως κινήσωσιν εξηρθρωμένας
χείρας και πόδας υπό του μεγάλου παιδίου
όπερ καλείται Κοινή Γνώμη, αι πέντε
αυταί βεβαρυμέναι σκιαί, αυτά τα πέντε
είδωλα καμόντων; Είνε λοιπόν κυβέρνησις
αυτό το συνέδριο των υπνοβατών, το
προσκαλούν ασυνειδήτως εφεδρείας, το
συγκαλούν βουλάς, συνάπτον καταστρεπτικά
δάνεια, μετακινούν όλον το έθνος από
της βάσεώς του, χωρίς να γνωρίζη ούτε
που βαίνει ούτε που θα καταλήξη; Φαίνεται
ότι είνε. Αλλ' εν τοιαύτη περιπτώσει
-πόσον είμαι στενοκέφαλος!- δεν ημπορώ
ουδ' επί στιγμήν να εννοήσω πως είνε
δυνατόν να υπάρξη και εις μόνον λογικός
άνθρωπος παραδεχόμενος ότι το άμορφον
αυτό ον είνε εις θέσιν να μας οδηγήση
που. Το επ' εμοί ουδέποτε άλλοτε ήκουσα
ότι τα άψυχα είνε δυνατόν να μεταδώσωσι
ζωήν εις τα έμψυχα. Ουδέποτε εδιδάχθην
ότι δύναταί τις να διευθυνθή οπουδήποτε
αν ο οδηγός ον εξέλεξε προς τούτο αντί
να προηγήται αυτού τον παρακολουθεί.
Ουδέποτε εφαντάσθην σεσηπός πλοίον
ρυμουλκούμενον κανονίζον την πορείαν
εκείνου υφ' ου ρυμουλκείται".
Και
λίγο πιο κάτω: "Μετά το ηθικόν τούτο
πτώμα έρχεται εις βρυκόλαξ, του οποίου
ενομίζομεν ότι είχομεν απαλλαχθή δια
τινα τουλαχιστον χρόνον, η αντιπολίτευσις
του κ. Τρικούπη. Αλλ' ο δραπέτης αυτός
των κοιμητηρίων έχει περισσοτεραν ζωήν
πολλών ζώντων, και το τρίξιμο των κοκκάλων
του είνε φοβερόν. Μεταφραζόμενον εις
κοινοβουλευτικήν διάλεκτον σημαίνει
δια την κυβέρνησιν: "Τι έκαμες τας
ημέρας επτά μηνών και το χρήμα εκατόν
εκατομμυρίων, άτινα σοι εδόθησαν; Τι
έκαμες τους πόθους του έθνους και τας
ελπίδας ας υπεσχέθης οτι θα πραγματοποιήσης;
Τι έκαμες την νεολαίαν του τόπου, ήτις
σε ηκολούθησεν ενθουσιώσα όπως την
οδηγήσης εις τα πεδία των μαχών, χωρίς
να φαντάζεται ότι θα την οδήγεις μόνον
εις την υγρασίαν του στρατώνος και εις
την σαπρίαν του νοσοκομείου; Δεν ηξεύρω
αν και εγώ εις την θέσιν σου δεν θα έκαμνα
το ίδιον, αλλ' αφού συ είχες την ανοησίαν
να ευρεθής διοικούσα κατά τοιαύτας
περιστάσεις, συ πρέπει να υποστής και
τας συνεπείας. Δια να έλθει το αποτέλεσμα
αυτό ηργαζόμην και εγώ πέντε ήδη μήνας,
αν και εφαινόμην ότι εμιμούμην την
αδρανειάν σου, εταξείδευον, ηλίευον,
επεσκεπτόμην την Παναγίαν την
Παρηγορήτριαν, προπαρασκεύασα όλας τας
υπογείους διόδους, εξύφανα όλους τους
αραχνώδεις ιστούς, εις ους να συλληφθής,
μυία ασυλλόγιστος! Ως ο Σάυλωκ τον
δανειστήν του, τόρα σε κρατώ, δεν μου
διαφεύγεις! Αρκετόν καιρόν έφαγες την
κριθήν της εξουσίας, τόπον και δι' εμέ!".
Την λογικότητα και την αλήθειαν τούτων
δύσκολον νομίζω να αμφισβητήση τις.
Αλλά το φαινόμενον δεν είνε σπάνιον.
Εις πολλάς ποινικάς δίκας δεν κατηγορεί
τάχα, πολύ καλύτερον του εισαγγελέως,
τον κατηγορούμενον ο συνένοχός του;".
1880-1882 Αλέξανδρου Κουμουνδούρου
1882-1885 Χαρίλαος Τρικούπης
1885-1886 Αλέξανδρος Δεληγιάννης
1887-1890 Χ. Τρικούπης
1890-1892 Α. Δεληγιάννης
1892-1893 Χ. Τρικούπης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αι περιπέτειαι του κ. Κρακ, Μιχαήλ Μητσάκη. Εκδ. Τυφλόμυγα, 2016.
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/greek_history/index.html?subpoint=117#prettyPhoto
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/greek_history/index.html?subpoint=117#prettyPhoto
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου