7
χρόνια από τον θάνατο του Θόδωρου
Αγγελόπουλου. Η πρώτη επαφή με το έργο
του στα 16. Προβολή του "Θίασου" στον
συνοικιακό κινηματογράφο Διάνα στο
Μαρούσι. Μας σημάδεψε. Φυλάω ακόμη μέσα
μου πολύ έντονα την εντύπωση και την
έξαψη που μου είχε προκαλέσει η προβολή
της ταινίας. Ήταν σαν μια δύναμη να σε
τραβάει από το βούρκο των αποβλακωτικών
θεαμάτων της επταετίας και να σε μυεί
στην αληθινή ζωή μέσω της τέχνης. Μάθαμε
μέσα από αυτήν πως να "διαβάζουμε"
τις κιν. εικόνες, τι σημαίνει κινηματογραφικός
χρόνος, τη σημασία της σύνθεσης του
πλάνου μέσω της κίνησης της μηχανής -
μειώνοντας το μοντάζ στο ελάχιστο
δυνατό, τη σημασία των νεκρών χρόνων,
των σιωπών, της αξιοποίησης του εκτός
κάδρου πεδίου, του βάθους πεδίου, της
χρονικής διάσπασης μέσα στο ίδιο πλάνο.
Από τότε επανέρχομαι ξανά και ξανά στην
ταινία, και αισθάνομαι πάντα το ίδιο
αγέραστο ρίγος. Η θέση της θα είναι πάντα
ανάμεσα στα εκατό αριστουργήματα από
καταβολής κινηματογράφου. Ευγνωμοσύνη.
Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019
Μπίζνες στο όνομα της πράσινης ανάπτυξης
Μπίζνες
στο όνομα της πράσινης ανάπτυξης. Με
την ιδεολογία της "πράσινης ανάπτυξης"
βρέθηκε ο τρόπος να βάλουμε χέρι σε
περιοχές ανέγγιχτες μέχρι τώρα από τον
τεχνοπολιτισμό. Αφού οι εταιρίες κέρδισαν
περίεργες αδειοδοτήσεις για να αλώσουν
απάτητες μέχρι τώρα κορφές βουνών σε
εθνικούς δρυμούς, ήρθε η σειρά των νησιών
των Κυκλάδων.
Στις
Κυκλάδες θα ακολουθηθεί μια διαφορετική
προσέγγιση απ' ότι στην ηπειρωτική
Ελλάδα: διασπορά των αιολικών πάρκων
σε περισσότερες από μία περιοχές στην
ενδοχώρα του κάθε νησιού. Mια σειρά
αλληλεξαρτώμενων μεταξύ τους ολιγοπωλιακών
επιχειρήσεων (λειτουργώντας στο πλαίσιο
μιας εφοδιαστικής αλυσίδας), θα έρχονται
η μία μετά την άλλη διεκδικώντας άδεια
- κάθε μία για την δική της περιοχή, και
θα αποκαλύπτεται έτσι σταδιακά η κρυμμένη
συνολική σχεδίαση που υπάρχει ήδη για
το κάθε νησί. Όταν έχει δοθεί άδεια/έγκριση
στην πρώτη εταιρία που θα έρθει να στήσει
δύο - τρεις ανεμογεννήτριες, με ποια
λογική θα την στερήσεις από την κάθε
επόμενη;
Μιλάνε
κάποιοι για "πράσινη ανάπτυξη"
μόνο όταν πρόκειται για λύσεις που
προϋποθέτουν εξοπλισμό που παράγεται
με επιβαρυντικές για το περιβάλλον
βιομηχανικές μεθόδους παραγωγής, για
συστήματα για τα οποία δεν επιβάλλεται
η χρήση μη τοξικών για το περιβάλλον
υλικών (βιο-υλικών) κατά την λειτουργία
τους, για επενδυτικά έργα σε ΑΠΕ που
αξιολογούνται και εγκρίνονται βάσει
μεροληπτικών μελετών περιβαλλοντικών
επιπτώσεων. "Πράσινες λύσεις"
θεωρούνται μόνο εκείνες που επιτρέπουν
τη δημιουργία ολιγοπωλιακών καταστάσεων,
ενώ δημιουργούν και τις απαραίτητες
συνθήκες και υποδομές για να λειτουργεί
παράλληλα ένα χρηματιστήριο εμπορίας
ρύπων. Η "πράσινη ανάπτυξη" λοιπόν,
σύμφωνα με αυτή την λογική, δεν είναι
κάτι άλλο από την στρατηγική του
καπιταλισμού που του επιτρέπει να
συνεχίσει να ρυπαίνει και να υποβαθμίζει
το φυσικό περιβάλλον. Γι αυτό πολύ
εύστοχα κάποιοι κάνουν το διαχωρισμό
μεταξύ βιομηχανικών ΑΠΕ (ΒΑΠΕ) και ΑΠΕ.
Ο
πράσινος καπιταλισμός εμφανίστηκε από
την αρχή πολύ επιθετικός. Φορώντας το
πράσινο προσωπείο, καθαγιασμένος μέσω
του οικολογικού λόγου που έχει αφομοιώσει,
με το νομικό πλαίσιο -κομμένο και ραμμένο
στα μέτρα του- να τον εξουσιοδοτεί να
δρα εν λευκώ (ακόμη και σε περιοχές
Natura), με ένα βιομηχανικό κλάδο παραγωγής
εξοπλισμού για ΑΠΕ -βόρεια- να πιέζει
για ολοένα ταχύτερους ρυθμούς απορρόφησης
της τεχνολογίας του, θα αποδειχθεί
απίστευτα καταστροφικός για ό,τι έχει
διαφύγει μέχρι τώρα των μεθόδων
καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Γιάννης Ψαραύτης
Παρατηρήσεις και σχόλια με αφορμή ένα
προσχέδιο κειμένου της Μαρίας Βογιατζόγλου
προσχέδιο κειμένου της Μαρίας Βογιατζόγλου
Θα σταθώ σε μια
υποσημείωση που περιέχεται σε προσχέδιο εργασίας της Μαρίας
Βογιατζόγλου. Η συγγραφή του χρονολογείται
την δεκαετία του 1980, και περιέχει πρόχειρες σημειώσεις για ένα σχέδιο ευρύτερης μελέτης με θέμα
"Παραδοσιακή Κεραμική της Νεότερης
Ελλάδας".
![]() |
απόσπασμα από το δακτυλογραφημένο προσχέδιο κειμένου της Μαρίας Βογιατζόγλου |
Θίγει εκεί ένα ζήτημα
ελλείμματος ορολογίας, αναφέρεται σε
μιαν ανάγκη “ξεκαθαρίσματος του
ορολογικού εδάφους”. Πράγματι, εκείνος
που θα θελήσει να επιβάλλει γλωσσικά
σύνορα, να χαράξει μια διαχωριστική
γραμμή μεταξύ της λαϊκής παραδοσιακής
κεραμικής (που παράγει βιοτεχνικά
χρηστικά/διακοσμητικά αντικείμενα),
και μιας έντεχνης κεραμικής (όπως την
χαρακτηρίζει η Βογιατζόγλου, μιας κεραμικής δηλαδή μέσω
της οποίας επιδιώκεται μια “υψηλή” καλλιτεχνική έκφραση), θα βρεθεί
αντιμέτωπος με ένα έλλειμμα ορολογίας, ικανό να συντηρεί το έδαφος μιας σύγχυσης.
Την πρόσθετη αυτή δυσκολία συνειδητοποιεί η Βογιατζόγλου από την αρχή κιόλας του εγχειρήματός της να ξεδιπλώσει το ερευνητικό της πεδίο, που συνέπεσε με τα δύσκολα -πολιτικά- χρόνια του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1960. Ένα ταξίδι νόστου στην παράδοση της κεραμικής που εξελίχθηκε σε περιπέτεια οδυσσειακών διαστάσεων, σε έργο ζωής. Για την κεραμική
που επιδιώκει να ανοίξει τις πόρτες των
γκαλερί και να νομιμοποιηθεί ως "υψηλή"
τέχνη, είμαστε αναγκασμένοι (ελλείψει
του αντίστοιχου όρου) να αναφερόμαστε
σ' αυτήν περιφραστικά ως "κεραμική
τέχνη"· για την παραδοσιακή κεραμική
έχουμε τον όρο "(λαϊκή) αγγειοπλαστική"
- επινόηση των απογραφέων των εγχώριων
βιοτεχνικών δραστηριοτήτων από συστάσεως
του Νεοελληνικού Κράτους (που υιοθετεί αναγκαστικά και η Βογιατζόγλου). Όμως με ποια λέξη
πρέπει να αναφερόμαστε σ' αυτόν που
ασκεί την "κεραμική τέχνη"; Σωστά, κατά
τη γνώμη μου, θεωρεί η Βογιατζόγλου τον
όρο κεραμίστας/κεραμίστρια ξενόφερτο
και κακόγουστο (“εξελληνισμός του
γαλλικού ceramiste - νεολογισμός και στα
γαλλικά, πρωτοεμφανίστηκε το 1850”). Η
πρόταση της Βογιατζόγλου είναι να
επαναφέρουμε τις δόκιμες αρχαιοελληνικές
λέξεις κεραμεία (για την κεραμική τέχνη),
κεραμέας (για τον καλλιτέχνη που την
ασκεί), κεραμεύω γι' αυτούς που ασχολούνται
με την κεραμεία. Πιστεύω ότι αυτή η
πρόταση δεν θα μπορούσε να επικρατήσει· αυτές οι έννοιες, έχοντας αποσυρθεί από την κυκλοφορία για τόσους αιώνες, περισσότερη σύγχυση θα προκαλούσαν με την επαναφορά τους παρά θα αποσαφήνιζαν (ή θα διευκόλυναν) τα πράγματα. Mια συντονισμένη προσπάθεια επαναφοράς και επανεδραίωσης των όρων επιχειρήθηκε για ένα διάστημα μετά την διατύπωση της πρότασης της Βογιατζόγλου, αλλά δεν ευοδώθηκε και σύντομα εγκαταλείφθηκε.
Από την άλλη πλευρά
-όλα έχουν και μιαν άλλη πλευρά- δεν
καταλαβαίνω όλη αυτή την προσπάθεια λεκτικής διαφοροποίησης μεταξύ καλλιτεχνικής
και μη - καλλιτεχνικής κεραμικής. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ζωή
πρέπει να αφήνεται ανεπηρέαστη να βρει
το δρόμο της, οι λύσεις σε τέτοιου είδους προβλήματα πρέπει να προκύπτουν εκ των πραγμάτων γιατί τότε μόνο γίνονται αποδεκτές, μακριά από την "ορολογική
βία" - που είναι πάντοτε το αποτέλεσμα ενός "ορολογικού
ξεκαθαρίματος". Αντιλαμβάνομαι ότι
αυτή η προσπάθεια αφορούσε κυρίως μιαν
προηγούμενη περίοδο, που ταλαιπωρήθηκε
αρκετά από αυτόν τον “διχασμό”. Υπήρξε
μια εποχή που από τη μια αναγνώριζε και
αναδείκνυε την σημασία της παράδοσης
στην κεραμική, ενώ ταυτόχρονα ένιωθε
την ανάγκη μιας διαφοροποίησης από
αυτήν και αναζήτησης τρόπων υπέρβασής
της. "Η
γλώσσα της ελληνικής παράδοσης έχει
φτάσει σε μια τελειότητα έκφρασης
τέτοια, που δεν μένει τίποτε να της
προσθέσεις. Γι αυτό και την αφήνω πίσω
μου. Ωστόσο
η αγάπη που έχω για την δουλειά του
τροχού, με κάνει πάντα να ξαναγυρνώ σ'
αυτόν, όπως τώρα, μετά από κάποιο
διάστημα που περνώ αφιερωμένη στη
γλυπτική" (Βογιατζόγλου). Βλέποντας την βιοτεχνική δραστηριότητα
συνεχώς να φθίνει και την εκβιομηχάνιση
του κλάδου προ των πυλών, η ανάδειξη μιας καλλιτεχνικής πλευράς της κεραμικής θεωρήθηκε τότε ως μια διέξοδος - η στροφή δηλαδή στην παραγωγή κεραμικών έργων
που δεν θα αποσκοπούσαν αποκλειστικά στο
να είναι χρήσιμα/χρηστικά αλλά κυρίως
να επιτελούν μιαν αισθητική λειτουργία.
Στόχος αυτής της τάσης να καταφέρει να
ξεκλειδώσει τις πόρτες των γκαλερί αναδεικνύοντας υπογραφές σημαντικών
δημιουργών και η παραγωγή έργων κεραμικής που να
ταιριάζουν αισθητικά και λειτουργικά
στον περιβάλλοντα χώρο των σύγχρονων
αστικών και μεγαλοαστικών κατοικιών. Η τάση αυτή είχε ξεκινήσει την δεκαετία
του 1960 και κορυφώθηκε την δεκαετία του
1980 (την περίοδο που χρονολογείται το δακτυλογραφημένο κείμενο της Βογιατζόγλου).
Εκείνη την περίοδο
εμφανίστηκαν επαρκείς μελετητές που
ανέλαβαν να ξεκαθαρίσουν την παράδοση
και στις τέχνες απ’ ό,τι το κάλπικο,
επίπλαστο, κακόγουστο, είχε προσκολληθεί
σ' αυτές - για να νομιμοποιείται κατ’
αυτόν τον τρόπο. Γεγονός κατανοητό και αναμενόμενο, έπειτα από τόση
κακομεταχείριση που είχε υποστεί η παράδοση στα
σκοτεινά χρόνια που είχαν προηγηθεί. "Η
αγάπη μου για την τέχνη του τροχού, με
έσπρωξε να ξεκινήσω, μια έρευνα πάνω
στην παραδοσιακή κεραμική, την κατεξοχήν
δουλειά του τροχού, η οποία τέλειωσε
μόλις πρόσφατα και με απορρόφησε τελείως
τα τελευταία χρόνια. Η έρευνα αυτή άρχισε
συστηματικά το 1967, συνέπεσε δηλαδή με
την αρχή της δικτατορίας και την
αισθανόμουν τότε σαν ανάγκη, σαν μια
αντίδραση ενάντια στην απειλή που
περικύκλωνε το έθνος" (Βογιατζόγλου). Στην περίπτωση της κεραμικής όμως οι
ερευνητές έπρεπε να ξεκινήσουν από το
μηδέν. Δεν υπήρχαν -άξιες λόγου- καταγραφές, περιγραφές,
κατηγοριοποιήσεις, ταξινομήσεις,
μελέτες, συλλογή και έκθεση αντικειμένων,
ένα ινστιτούτο έρευνας - κοντολογίς,
ένα κρατικό ή ακαδημαϊκό ενδιαφέρον·
δεν υπήρχε τίποτε. Μεταξύ αυτών των
σημαντικών μελετητών/ερευνητών στους
διάφορους χώρους της παράδοσης, στην
κεραμική που μας ενδιαφέρει, αναδείχθηκε
και η Βογιατζόγλου. "Στην πορεία (εννοεί: της εργασίας μου πάνω στην παράδοση της κεραμικής) αντιμετώπισα και αναγκάστηκα να παραδεχτώ τη φθορά αυτής της παράδοσης. Βλέπω την παράδοση σαν ένα κομμάτι του χθες που υπάρχει μέσα στο σήμερα, που δεν θα ήθελα να το απορρίψω, μιας και χωρίς αυτό, χωρίς δηλαδή να γνωρίσω και να νιώσω τι έγινε χτες, δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω με πληρότητα μέσα στο σήμερα, μέσα στο χώρο που κινείται ο προβληματισμός μου" (Βογιατζόγλου).
Παράλληλα υπήρξαν
ταλαντούχοι δημιουργοί, με αξιόλογη παρουσία στις πλαστικές και εικαστικές τέχνες, άνθρωποι εκτός των τειχών της κεραμικής δηλαδή, που όμως επέλεξαν
να μεταφέρουν τις αισθητικές, καλλιτεχνικές
αναζητήσεις τους στον χώρο της κεραμικής. Αυτή είναι η άλλη πλευρά της Βογιατζόγλου, η καλλιτεχνική, σε αδιάσπαστη ενότητα με το ερευνητικό της έργο, σε γόνιμη αλληλεπίδραση με αυτό. Είναι λογικό τώρα να υποθέσουμε ότι ένα
σύστημα τέχνης, προκειμένου να εγκολπωθεί
την καλλιτεχνική εργασία αυτών των
δημιουργών, θα απαιτούσε, θα έθετε ως
προϋπόθεση για ν' ανοίξει τις πόρτες
του, ένα “ορολογικό ξεκαθάρισμα” ικανό
να επιβάλλει και να διατηρεί αποστάσεις
απέναντι στην βιοτεχνική κεραμική - έτσι
ώστε να μην μπερδεύονται τα πράγματα.
Πιστεύω ότι το να
μιλάμε περί Τέχνης “εν γένει” είναι
ένας παρωχημένος τρόπος του σκέπτεσθαι.
Ανήκει σε μιαν άλλη εποχή, που για την
Τέχνη υπήρχαν και άλλες βλέψεις πέραν
της αισθητικής απόλαυσης, που της
επέβαλαν εννοώ και άλλα “καθήκοντα”. Πρέπει
να μιλάμε διαφορετικά για κάθε μία
τέχνη, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητά
της, την ιδιαίτερη αισθητική της. Την εποχή
που η Βογιατζόγλου πραγματοποιούσε τις μελέτες της εισάγονταν/προβάλλονταν υπαρξιακά περί τέχνης “εν γένει”
ερωτήματα και στην κεραμική: πού σταματάει
η βιοτεχνική κεραμική και πού αρχίζει
η κεραμική των γκαλερί; Πού σταματάει
η διακοσμητική τέχνη και πού αρχίζει η Τέχνη (ας βάζω κεφαλαίο τ σ’
αυτή τη χρήση της λέξης). Μπορεί ένα
αντικείμενο που αποσκοπεί στο να είναι
χρήσιμο να αποτελεί έργο Τέχνης; Μπορεί
ένα έργο πλαστικών τεχνών που αναπαράγεται
να είναι έργο Τέχνης;
Κάποτε χύθηκε ένας
ωκεανός μελάνης επιχειρηματολογώντας αν η
φωτογραφία είναι Τέχνη -πλάι στην
ζωγραφική, την γλυπτική, πλάι στις
λεγόμενες Καλές Τέχνες-, ή είναι απλώς
μια αναπαραστατική μηχανική τεχνική,
μια πρακτική. Κάποια στιγμή κατάφεραν
να απενοχοποιηθούν οι φωτογράφοι και
είπαν: μας είναι αδιάφορο αν αυτό που
κάνουμε είναι Τέχνη ή όχι· αν αυτό που
κάνουμε καταλήξει σε γκαλερί ή όχι. Η
εποχή της Βογιατζόγλου (όχι όμως και η ίδια),
επανέλαβε στην κεραμική το “λάθος”
που συνέβη, και στην περίπτωση της
φωτογραφίας. Να κρίνουμε την "κεραμική
τέχνη" με τα μέτρα, τα κριτήρια και τις νόρμες που
ισχύουν στην ζωγραφική και στην γλυπτική.
Απέναντι σε αυτήν την λανθασμένη
προσέγγιση που παρακάμπτει ή αγνοεί
την ιδιαιτερότητα της κεραμικής, η στάση
δεν μπορεί να είναι άλλη από εκείνη των
φωτογράφων: μας είναι αδιάφορο αν η
κεραμική που κάνουμε είναι Τέχνη ή όχι·
αν θα καταλήξει σε γκαλερί ή όχι.
Ανάμεσα στην “παραδοσιακή
κεραμική” και την σύγχρονη “Κεραμική
Τέχνη” υπάρχει νομίζω μια ειδοποιός
διαφορά. Οι μορφές των αντικειμένων
της “παραδοσιακής κεραμικής” αποτελούν
συλλογικές δημιουργίες. Όπως ακριβώς
ένα δημοτικό τραγούδι πλάστηκε και
ολοκληρώθηκε σταδιακά στα χείλη χιλιάδων
ανθρώπων, έτσι και η μορφή π.χ. μιας
μαρουσιώτικης στάμνας συνδημιουργήθηκε
από γενιές ανώνυμων κανατάδων και
ανώνυμων ανθρώπων, με το σχήμα της να
τροποποιείται μεταφερόμενη από ώμο σε
ώμο, μέχρι να καταλήξει σε μια τελική
μορφή. Έχοντας επιτύχει τη βέλτιστη
μορφή για μια ορισμένη χρήση, η παράδοση
σταθεροποιεί από εκεί και πέρα τη μορφή
της στάμνας, “επιτρέποντας” μόνο
μικροαλλαγές και πλουμίσματα. Επομένως
οι μορφές της παραδοσιακής κεραμικής
αντιστοιχούν σε μορφές (τρόπους) ζωής,
συνδυάζοντας αρμονικά την αισθητική
με την χρήση. Η ανώνυμη συνδημιουργία
και η συνάρμοση αισθητικής και χρήσης
(και η διακόσμηση είναι χρήση) είναι η
ουσία της αισθητικής της παραδοσιακής
κεραμικής μέσα στην ιδιαιτερότητά της.
Στην “κεραμική τέχνη”
η δημιουργία είναι εξατομικευμένη, οι
μορφές δεν επιβάλλονται από τη ζήτηση
μιας παράδοσης. Ο δημιουργός πρέπει να
επινοήσει μια μορφή σε συναρμογή
ενδεχομένως με μια χρήση, αποβλέποντας όμως κυρίως σε ένα αισθητικό αποτέλεσμα που δεν
του το εγγυάται καμιά παράδοση. Τα
υπόλοιπα εξαρτώνται από την παιδεία
του δημιουργού· από τις γνώσεις του για
το τι συμβαίνει στις άλλες τέχνες (από
την ζωγραφική μέχρι την μουσική και την
ποίηση)· από την τέχνη που έχει δει στη
ζωή του· από μιαν ικανότητα απλοποίησης
των μορφών εστιάζοντας στο ουσιώδες·
γνώση και τεχνική κατάρτιση στις τεχνικές
της παραδοσιακής κεραμικής· και τέλος
από αυτό που δεν μπορούμε να το εκφράσουμε
αλλιώς, παρά μόνο λίγο μεταφυσικά: το
ταλέντο – που καλλιεργείται από όλα τα
προηγούμενα.
Επομένως, η επιλογή
να εκφραστεί κανείς καλλιτεχνικά με
την κεραμική δεν είναι άνευ όρων·
συνοδεύεται από ορισμένες παραδοχές.
1η Χρήση του τροχού κεραμικής, γνώση της
παράδοσης και των τεχνικών που έχουν
αναπτυχθεί σ' αυτήν - διαφορετικά αν
επιλέγεις απλώς να χρησιμοποιείς τον
πηλό ως υλικό κάνεις γλυπτική, είσαι
δηλαδή αλλού. 2η Η μοναδικότητα του έργου
στην κεραμική τέχνη δεν αποτελεί
αναγκαστική προϋπόθεση “υψηλής”
Τέχνης. 3η Τα έργα κεραμικής τέχνης δεν
είναι απαραίτητο να έχουν αποκλειστικό
προορισμό τις αίθουσες των γκαλερί και
τους συλλέκτες ή τη διακόσμηση
μεγαλοαστικών σπιτιών (προς τέρψιν
εκείνων που μπορούν να τα αγοράσουν).
4η Αν κάτι έχει γίνει στην ζωγραφική ή
την γλυπτική δεν υπάρχει λόγος να
ξαναγίνει στην κεραμική. 5η Το ζητούμενο
στην κεραμική (δείχνει η ιστορία της)
είναι η απλότητα στην έκφραση της μορφής,
η αφαίρεση του περιττού και του φλύαρου.
6η Δεν πρέπει να περιφρονείς την χρήση,
γιατί τότε δεν έχεις αντιληφθεί την
ιδιαιτερότητα της κεραμικής. 7η Στην
κεραμική δεν χρειάζεται να έχουμε κάτι
να πούμε με το έργο: η ανάδυση από το
μηδέν του υλικού μιας μορφής που
περιχαρακώνει, ενθυλακώνει έναν κενό
χώρο χρήσης, η τέχνη να επινοείς κάθε
φορά το χρήσιμο κενό μέσω της μορφής, να επινοείς αυτό που έχει προορισμό του να ΕΙΝΑΙ και όχι να ΣΗΜΑΙΝΕΙ· αυτή είναι η ουσία της κεραμικής, η οντολογία της. 8η Η αισθητική
απόλαυση που προσφέρει το έργο δεν
χρειάζεται να εξηγείται γιατί η εξήγηση
ακυρώνει πάντα το έργο ή αντικαθιστά
το έργο με την εξήγησή του. 9η Η αισθητική ένταση του έργου κεραμικής αντλείται από το
γεγονός ότι ΕΙΝΑΙ και όχι από το ότι
ΣΗΜΑΙΝΕΙ. 10η Στην κεραμική βγαίνοντας
από την ασφάλεια του ξέφωτου της παράδοσης
και επιστρέφοντας στο δάσος, όλα
επιτρέπονται για εκείνον που γνωρίζει
τι θέλει και ξέρει τι κάνει, που αντέχει να κοιτάζει στα ίσια, για να αναμετρηθεί με την άβυσσο και το άμετρο της δημιουργικής δύναμης που κρύβει μέσα του.
Θα περιοριστώ στον δεκάλογο αυτό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βογιατζόγλου,
Μαρία, Παραδοσιακή Κεραμική της Νεότερης
Ελλάδας [και άλλες μελέτες][δακτ./χφ.],
1983-1988.
Μαρία
Βογιατζόγλου "Λιγοστεύουν τα εργαστήρια
παραδοσιακής κεραμικής…", Παρασκευή
Κατημερτζή.
Φωτογραφίες
έργων της Μαρίας Βογιατζόγλου
https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/e/1/d/metadata-1504849129-48278-13410.tkl