Γιάννης
Ψαραύτης
Παραδοσιακό
αγγειοπλαστείο χαρακτηρίζεται η μικρή βιοτεχνική επιχείρηση ειδών
αγγειοπλαστικής λαϊκής κατανάλωσης,
που λειτουργεί με τεχνικές και οργάνωση
που η προέλευσή τους ανάγεται στο απώτερο
παρελθόν.
Τα
παραδοσιακά αγγειοπλαστεία είναι
(πάντοτε ήταν) μικρομεσαίες επιχειρήσεις,
με προσωπικό που σπάνια ξεπερνά σε
αριθμό τα 4-6 άτομα. Οι απασχολούμενοι
σε ένα παραδοσιακό αγγειοπλαστείο είναι
μάστορες του τροχού, μπασπερέτες και
βοηθοί. Ο λόγος του μικρού αριθμού
προσωπικού είναι ο περιορισμός που
επιβάλλεται από το μέγεθος της εγκατάστασης
και το μικρό συνήθως αριθμό διαθέσιμων μαστόρων
του τροχού.
Η
ήπια μηχανοποίηση που εισήχθη τη δεκαετία
του 1960 δεν άλλαξε το χειροτεχνικό
χαρακτήρα της δραστηριότητας αυτής. Η
εισαγωγή των μηχανών (ηλεκτρικοί τροχοί, ζυμωτήρια,
καυστήρες, σουρωμηχανές, ηλεκτρικοί
φούρνοι, στεγνωτήρια, αντλίες κ.λ.π) δεν
έγινε με σκοπό να αντικαταστήσει τη
δεξιοτεχνία των μαστόρων του τροχού, ή
την εξάρτηση από τις εμπειρικές ικανότητες του
μπασπερέτη, αντιθέτως η σχεδίασή τους
ήταν τέτοια που την προϋπέθετε. Ο
μηχανικός/ μηχανουργός και ο αγγειοπλάστης
της δεκαετίας του 1960 συνεργάστηκαν σε
μια ισότιμη βάση, εμπνέοντας ο ένας τον
άλλο, με τη μέθοδο της δοκιμής και του
λάθους ώστε οι εργαλειομηχανές να γίνουν
λειτουργικές. Δεν έχει σημασία ποιος
βρήκε πρώτος τον άλλο. Ο μηχανουργός
έγινε οικεία φιγούρα στα εργαστήρια
εκείνη την ταραγμένη δεκαετία. Ο
αγγειοπλάστης δεν βρήκε τις μηχανές
απέναντί του, αντιθέτως προκάλεσε τη
δημιουργία τους, έχοντας μάλιστα και
συμμετοχή στο σχεδιασμό τους. Αυτή η
εξαίρεση σ' αυτό που συνέβη κατά κανόνα σε άλλους κλάδους, θα μπορούσε να
εκληφθεί ως παράδειγμα μη κεφαλαιοκρατικής
χρησιμοποίησης μηχανών, ακολουθώντας
και την πολύπαθη διατύπωση του Μαρξ
στον πρώτο τόμο του “Κεφαλαίου”,
διατύπωση για την οποία τόσο μελάνι
έχει χυθεί. Αυτό το μίτο όμως της συζήτησης
θα πιάσουμε ξανά σε άλλη ευκαιρία.
Παραδοσιακά αγγειοπλαστεία λειτουργούσαν
και σε πείσμα των καιρών λειτουργούν σε κάποιο αριθμό ακόμη και
σήμερα, διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα.
Σε
δύο περιπτώσεις όμως υπήρξε μεγάλη
τοπική συγκέντρωση εργαστηρίων. Στη
Σίφνο όπου παράγονταν πυρίμαχα μαγειρικά
σκεύη κυρίως και διοχετεύονταν από εκεί
μέσω ενός δικτύου καϊκιών σε διάφορους
προορισμούς ανά την Ελλάδα και τα παράλια
της Μικράς Ασίας. “Κύριο ασχόλημα των
Σιφνίων είναι η αγγειοπλαστική, ης τα
προϊόντα, τελειότατα όντα, αποφέρουν
διά της εις Ανατολήν κυρίως εξαγωγής
των πλείονας των 200.000 δραχμών ετησίως”.
(Πανόραμα του κόσμου, 1897). Εντυπωσιακή
οικονομική επίδοση για τα δεδομένα της
εποχής, για την οποία παραδόξως υπάρχει παντελής έλλειψη αναφορών και τεκμηρίωσης της
δραστηριότητας αυτής στα επίσημα κρατικά αρχεία.
Μετά
το μαρασμό της αγγειοπλαστικής στη
Σίφνο που ακολούθησε λόγω της μειωμένης
ζήτησης (αυτό συνέβη τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα), σιφνιοί αγγειοπλάστες μετέφεραν μαζικά τη δραστηριότητά τους
στο Μαρούσι Αττικής και σε τέτοια έκταση
ώστε η πόλη μέχρι κάποια περίοδο να
είναι συνυφασμένη με τη δραστηριότητα
αυτή. Το νέο κεφάλαιο στην ιστορία αυτής
της δραστηριότητας μπόρεσε να γραφτεί
χάρη στη στροφή της παραγωγής σε άλλα
είδη (στάμνες, κιούπια, γλάστρες κ.τ.λ. αντί για πυρίμαχα σκεύη μαγειρικής),
διαφοροποίηση που βέβαια -για προφανείς
λόγους- δε μπορούσε να συμβεί στη Σίφνο.
Το
μέλλον. Παραδοσιακά αγγειοπλαστεία
κατάφεραν να επιβιώσουν μέχρι και
σήμερα. Βρίσκονται όμως στο μάτι της
οικονομικής κρίσης - αυτό έχει ξανασυμβεί.
Αυτή τη φορά όμως πρόκειται για οικονομική
κρίση σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης,
για την οποία φαίνεται όλοι να σηκώνουν
τα χέρια ψηλά. Τα εργαστήρια εκτός από
τη μειωμένη ζήτηση λόγω της οικονομικής
ύφεσης, έχουν να αντιμετωπίσουν -και
αυτό ισχύει είτε υπάρχουν συνθήκες κρίσης είτε όχι- τον αθέμιτο
ανταγωνισμό από τη Δύση (μέσω έντασης
τεχνολογίας) αλλά και από την Ανατολή
(λόγω της φτηνής εργασίας από
εργαζόμενους/σκλάβους). Δύσκολη εποχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου