Γιάννης Ψαραύτης
Αυτό που ονομάζω δημοκρατική τεχνική είναι η μικρής κλίμακας μέθοδος παραγωγής
που στηρίζεται κυρίως στην ανθρώπινη δεξιοτεχνία και τη ζωική ενέργεια, αλλά η οποία,
ακόμη και όταν χρησιμοποιεί μηχανές, παραμένει πάντοτε κάτω
από την ενεργό καθοδήγηση του χειροτέχνη ή του αγρότη.
authoritarian and democratic technology –technology and culture
L. Mumford
Αυτό που ονομάζω δημοκρατική τεχνική είναι η μικρής κλίμακας μέθοδος παραγωγής
που στηρίζεται κυρίως στην ανθρώπινη δεξιοτεχνία και τη ζωική ενέργεια, αλλά η οποία,
ακόμη και όταν χρησιμοποιεί μηχανές, παραμένει πάντοτε κάτω
από την ενεργό καθοδήγηση του χειροτέχνη ή του αγρότη.
authoritarian and democratic technology –technology and culture
L. Mumford
Για
την οργάνωση
Η
οργάνωση των παραδοσιακών αγγειοπλαστείων
στην Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν συντεχνιακή
(με την ιστορική και όχι τη σημερινή
αρνητική/μειωτική σημασία του
όρου), βιοτεχνική σε μικρή
κλίμακα· και παρέμεινε στις
περισσότερες περιπτώσεις
με τη μορφή αυτή μέχρι και
σήμερα. Κατά παράδοξο τρόπο, τα
παραδοσιακά αγγειοπλαστεία
στον τόπο μας δεν πέρασαν
ποτέ από το στάδιο οργάνωσης
της "μανιφακτούρας"
(*) (όπως έγινε κατά κανόνα σε όλους σχεδόν
τους κλάδους). Κάποιες πρώιμες
απόπειρες εκβιομηχάνισης της αγγειοπλαστικής κατά το
τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, αλλά
και των αρχών του 20ου αιώνα δεν λειτούργησαν
ανταγωνιστικά με την βιοτεχνική παραγωγή
(απευθύνονταν σε διαφορετικό
αγοραστικό κοινό ή παρήγαγαν προϊόντα
που κάλυπταν διαφορετικές ανάγκες).
Πώς
έγινε όμως και η καπιταλιστική
οργάνωση -που σάρωνε και ενσωμάτωνε
ό,τι συναντούσε στο πέρασμά της- να
μην ενδιαφερθεί κατά την διάρκεια
ολόκληρου του 20ου αιώνα να εκβιομηχανίσει
την παραγωγή αυτού του βιοτεχνικού
κλάδου; Να μην επηρεάσει μια τέτοια εξέλιξη τη λειτουργία
των παραδοσιακών αγγειοπλαστείων
ή ακόμη και να προκαλέσει την εξαφάνισή τους; Όχι μόνο
αυτό δεν έγινε αλλά η μοναχική τους
πορεία, αντίθετα στο ρεύμα, συνεχίστηκε
απρόσκοπτα μέχρι και τις τελευταίες
δεκαετίες του 20ου αιώνα, ακόμη και στην
καρδιά μεγάλων αστικών κέντρων (μέχρις
ότου η έντονη αστικοποίηση επέβαλε
-εκ των πραγμάτων- τον τερματισμό της
λειτουργίας τους ή τη μεταφορά τους σε
μη αστικές ή περιαστικές περιοχές).
Η
εξήγηση της εξαίρεσης αυτής στον κανόνα
δεν είναι δύσκολο να βρεθεί: αδιαφορία
του κεφαλαίου να προχωρήσει στην
εκβιομηχάνιση του κλάδου των παραδοσιακών
αγγειοπλαστείων όσο επικρατούσε το
φορντικό (όπως έχει επικρατήσει να
λέγεται) μοντέλο παραγωγής, απροθυμία
που εξηγείται και από τη μικρού μεγέθους
εγχώρια αγορά στην οποία
απευθυνόταν ο κλάδος - που απέτρεπε από την εφαρμογή του φορντικού μοντέλου παραγωγής.
Σε
ένα παραδοσιακό αγγειοπλαστείο
απασχολούνταν συνήθως 4-6 άτομα: μάστορες του τροχού, μπασπερέτες και βοηθοί. Ο
μικρός αριθμός προσωπικού επιβαλλόταν
από το μέγεθος της εγκατάστασης, αλλά
και λόγω του μικρού αριθμού διαθέσιμων μαστόρων του τροχού.
Ο
μάστορας του τροχού
Η
πρώτη κίνηση του μάστορα του τροχού στο
εργαστήριο το πρωί, ήταν να κρεμάσει το
ρολόι του στον τοίχο, πάνω στον οποίο
ακουμπούσε και την πλάτη του. Kαθώς
δούλευε, έριχνε πολλές φορές λοξές
ματιές σ’ αυτό το ρολόι. Ο γραμμικός
«αστικός» χρόνος εισβάλει στο εργαστήριο
με την έντονη αυτοπεποίθηση του μάστορα.
Ο
μάστορας του τροχού δούλευε με το
κομμάτι. Ανάλογα με το είδος του
αντικειμένου, έπρεπε να κατασκευάσει
ορισμένο αριθμό κομματιών. Αυτό
ισοδυναμούσε με ένα μεροκάματο. Ο καλός
μάστορας μπορούσε σε μια εργάσιμη ημέρα
να κάνει δύο ή και περισσότερα μεροκάματα.
Όσο μεγάλωνε το μέγεθος των αντικειμένων
μειωνόταν αντίστοιχα και ο αριθμός των
κομματιών που ισοδυναμούσε
με ένα μεροκάματο. Η τυποποίηση στο
μέγεθος και τον αριθμό κομματιών ήταν
σταθερή, παγιωμένη μέσα από την παράδοση.
Αυτές οι νόρμες τηρούνταν πιστά από όλα
τα εργαστήρια. Κανένα εργαστήριο δεν
πίεζε το μάστορα μέσω της παραγωγικότητας:
περισσότερα κομμάτια για τα ίδια χρήματα.
Ακόμη και μετά τη μηχανοποίηση του
αγγειοπλαστικού τροχού -μέσα της
δεκαετίας του 1960-, γεγονός που αύξησε
την παραγωγικότητα του μάστορα, μειώνοντας
επιπλέον και το μόχθο που έπρεπε να
καταβάλει, η τυποποίηση που αναφέραμε
παραπάνω δεν άλλαξε. Η παραγωγικότητα
ενός καλού μάστορα του τροχού του απέφερε
ένα καλό εισόδημα.
Για
να συντηρείται όμως η παραγωγικότητα
του μάστορα, έπρεπε ο μπασπερέτης
να προωθεί την παραγωγή στο στέγνωμα
και στο ψήσιμο στο φούρνο·
να εξασφαλίζει έτσι χώρο στο
εργαστήριο για να αποθέσει ο
μάστορας την παραγωγή της επόμενης
ημέρας. Αυτό εξαρτιόταν φυσικά και από
τον καιρό, αν ήταν “στεγνωτής”. Τον
χειμώνα, εξαιτίας αυτού του
λόγου οι μάστορες
έχαναν πολλά μεροκάματα.
Για
να γίνει κάποιος μάστορας
του τροχού απαιτούνταν πολύχρονη
μαθητεία. Ο μαθητευόμενος μάστορας σε
ένα εργαστήριο εργαζόταν ως βοηθός
μπασπερέτη και είχε το
δικαίωμα στο τέλος της εργάσιμης ημέρας
-όταν θα έφευγαν οι μάστορες και θα
«ελευθερώνονταν» οι τροχοί-, να εξασκηθεί
στην τέχνη. Διατηρούσε και μια κρυφή
ελπίδα -αν ήταν τυχερός- να τον συμπαθήσει
κάποιος μάστορας, ώστε να του αφιερώσει
λίγο χρόνο για να του
δείξει μυστικά της τέχνης του. Αυτή η
διαδικασία μάθησης, που απαιτούσε και
αρκετά χρόνια για να ολοκληρωθεί,
λειτουργούσε αποθαρρυντικά
για να μπει κανείς στο
επάγγελμα.
Η
κατάκτηση της τεχνικής από τον
μαθητευόμενο μάστορα απαιτεί επίμονη
προσπάθεια, μονότονη επανάληψη, πειθαρχεία
στους κανόνες, αντίσταση σε πειρασμούς
αυτοσχεδιασμού. Αναγνωρίζεται ως
μάστορας (από το σινάφι)
όχι μόνο απ’ την πολυπλοκότητα και τον
όγκο των αντικειμένων που μπορεί να
κατασκευάσει, αλλά και από την κατάκτηση
ενός maximum παραγωγικότητας. Έπρεπε να
πνίξει τον καλλιτέχνη ή το παιδί μέσα
του στην υπηρεσία παραγωγής χρηστικών
αντικειμένων των οποίων τη μορφή έλεγχε
απόλυτα η παράδοση, (ή να απωθήσει για
μετά το τέλος της εργασίας). Τυποποιημένη
παραγωγή, τον έλεγχο του ρυθμού της
οποίας είχε απόλυτα ο μάστορας –ποτέ
όμως σε βάρος του ιδιοκτήτη του
αγγειοπλαστείου-.
Η
εργασία του μάστορα από τη φύση της δε
μπορούσε να περιοριστεί σε μια σειρά
επαναλαμβανόμενων ενεργειών που μέσω
του καταμερισμού τους θα απομάκρυναν
το ολοκληρωμένο αντικείμενο από το
οπτικό του πεδίο. Η τέχνη του από
τη φύση της εμπόδιζε την εισαγωγή
του “μεγάλου παραλογισμού” που
σημειώθηκε στους υπόλοιπους κλάδους· της απώλειας δηλαδή από τον ορίζοντα της
εργασίας του ολοκληρωμένου προϊόντος πάνω στο οποίο επέδρασε - (αλλοτρίωση της εργασίας) που
σκόπιμα μεθοδεύτηκε και επιβλήθηκε στον βιομηχανικό τρόπο παραγωγής.
Από μιαν άλλη πλευρά,
η τυποποίηση της παραγωγής δεν εμπόδιζε
τον μάστορα να αφήνει
“κάτι” σαν “δακτυλικό αποτύπωμα”
πάνω στο αντικείμενο - οι
άνθρωποι “της δουλειάς” βλέποντας ένα
αντικείμενο αναγνώριζαν το μάστορα που
το είχε κατασκευάσει.
Ο
ρόλος του μπασπερέτη
Για
να λειτουργήσει ένα παραδοσιακό
αγγειοπλαστείο, εκτός από τους τεχνίτες
του τροχού, ήταν απαραίτητoι ένας ή
περισσότεροι μπασπερέτες
(ανάλογα με το μέγεθος της παραγωγής).
Συνήθως στον ρόλο αυτό
θα δούμε τον ιδιοκτήτη του αγγειοπλαστείου,
με βοηθούς μαθητευόμενους μαστόρους.
Ο
ρόλος του μπασπερέτη
περιελάμβανε ένα μεγάλο
φάσμα εργασιών. Χωρίς
ίχνος υπερβολής,
η ποιότητα της παραγωγής του αγγειοπλαστείου
εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τις
ικανότητες του μπασπερέτη.
Η δουλειά και του καλύτερου μάστορα
μπορεί να καταλήξει μέτρια στα χέρια
ενός ακατάλληλου μπασπερέτη.
Ο
μπασπερέτης “δεν είχε
ρολόϊ” (με την έννοια ότι δεν έπαιζε
ρόλο στη δουλειά του). Η εργασία του
βασιζόταν στην “κατάλληλη στιγμή”,
που έπρεπε να ξέρει να περιμένει και
περιμένοντας να κάνει κάτι άλλο -πάντοτε
υπήρχε- που είχε ωριμάσει. Ο δικός του
χρόνος απεικονιζόταν επάνω στην υφή
και την όψη των πραγμάτων στο σύρσιμο
των σκιών πάνω στο έδαφος και όχι στη
ομοιόμορφη κίνηση των δεικτών του
ρολογιού. Το ίδιο το εργαστήριο ήταν
ένα ηλιακό ρολόι. Ο χρόνος του μπασπερέτη
δε μπορούσε να γίνει η αστική αφαίρεση
(που επέβαλε σιγά-σιγά ο δυτικός πολιτισμός
σε όλες τις δραστηριότητες).
Η
εργασία μιας ημέρας για τον μπασπερέτη άρχιζε με την προετοιμασία
του πηλού που θα χρησιμοποιούσαν οι
μάστορες. Το «πάτημα» του πηλού, το
ζύμωμα δηλαδή του πηλού με τα πόδια, για
να γίνει ομοιογενής και εύπλαστος.
Αργότερα η διαδικασία μηχανοποιήθηκε
(πάλι τη σωτήρια δεκαετία του 1960), με τη
χρήση ζυμωτηρίων -τεχνολογία που
μεταφέρθηκε προφανώς από τα τουβλοποιεία
–που είχαν μηχανοποιηθεί από πολύ
νωρίς.
Το
στέγνωμα (ξήρανση) των αντικειμένων.
Όταν ένα αντικείμενο «κατέβαινε από
τον αγγειοπλαστικό τροχό», ο μάστορας
δεν ακουμπούσε πια χέρι επάνω του. Από
εκεί και μετά αναλάμβανε ο μπασπερέτης.
Αυτό σήμαινε παρακολούθηση της διαδικασίας
στεγνώματος.
Αν
μια ικανότητα χαρακτήριζε τον ικανό
μπασπερέτη ήταν κυρίως
αυτή. Ανάλογα με την εποχή, την ώρα, να
φροντίζει την παραγωγή των μαστόρων
στο στέγνωμα αξιοποιώντας τον ήλιο και
τη σκιά. Αν τα αντικείμενα εκτίθεντο
στον ήλιο έπρεπε να τα παρακολουθεί και
να τα περιστρέφει σταδιακά προς τον
ήλιο ώστε να στεγνώνουν ομοιόμορφα από
όλες τις μεριές. Καθώς το στέγνωμα
προχωρούσε -από επάνω προς τα κάτω-, την
κατάλληλη στιγμή έπρεπε να
κάνει το “μπρουμύτισμα” (αναποδογύρισμα)
των αντικειμένων. Η ποιότητα εδώ κρύβεται
στη λεπτομέρεια: με το “μπρουμύτισμα”
ο μπασπερέτης πιέζει, με
ελαφρά χτυπήματα της παλάμης του τους
πάτους των αντικειμένων, ώστε να κυρτωθούν
ελαφρά προς τα μέσα. Κατά το στέγνωμα
χάρη σ’ αυτό το χειρισμό, ο πάτος του
αντικειμένου επανέρχεται περίπου στην
αρχική του θέση, διαφορετικά θα κυρτωθεί
προς τα έξω με αποτέλεσμα το αντικείμενο
να μη “πατάει” σωστά στη
βάση του. Αν το στέγνωμα δε γίνεται
ομοιόμορφα, τα αντικείμενα “πετσικάρουν”
-χαλάει η συμμετρία τους-, στραβώνουν,
ραγίζουν. Αν αποφύγει την έκθεση στον
ήλιο καθυστερεί η διαδικασία στεγνώματος.
Αν κρατάει την παραγωγή σε κλειστό χώρο,
τότε ο χώρος γίνεται (όπως γνωρίζουμε
από τη σχολική φυσική και ο μπασπερέτης
από την εμπειρία του), κορεσμένος σε
υδρατμούς γεγονός που καθυστερεί την
εξάτμιση. Η καθυστέρηση της διαδικασίας
-λόγω έλλειψης
ικανότητας προσαρμογής του μπασπερέτη
στις καιρικές συνθήκες- έβαζε σε κίνδυνο
τα μεροκάματα των μαστόρων της επόμενης
ημέρας εξαιτίας της έλλειψης χώρου που
προκαλούσε.
Τι
γίνεται σήμερα. Σε σύγχρονες εγκαταστάσεις
η ξήρανση των αντικειμένων
γίνεται με φυσικό ή τεχνητό τρόπο.
“Η φυσική ξήρανση πλεονεκτεί της
τεχνητής ως προς την ομοιομορφία και
την ομαλότητα ξήρανσης. Παρουσιάζει,
όμως, τα μειονεκτήματα ότι χρειάζεται
μεγάλους χώρους και σημαντικό χρόνο
για την ολοκλήρωσή της”. (Αιμ. Γ. Κορωναίος
Γ. Ι. Πουλάκος “οικοδομικά και δομικά
υλικά”).
Το
μπαντάνισμα. Ένα μέρος της παραγωγής
(λεκάνες ζυμώματος, πινιάτες και κιούπια,
τα “μπακαλόβαζα”, κ.λ.π) έπρεπε να
«μπαντανιστεί» και να «αλοιφωθεί».
Δηλαδή τα αντικείμενα που προορίζονταν
για «αλοιφωτά», έπρεπε να καλυφθούν στο
εσωτερικό τους και εν μέρει στην
εξωτερική τους επιφάνεια με επίχρισμα
“μπαντανά” (είδος τερακότα). Στη συνέχεια
με δεύτερη εμβάπτιση πρόσθεταν ένα
δεύτερο επίχρισμα, “αλοίφωμα”. Η
“αλοιφή” ήταν οξείδιο του μολύβδου
(λιθάργυρος). Αργότερα, αντικαταστάθηκε
από άλλο οξείδιο που δεν περιείχε μόλυβδο
για ευνόητους λόγους. Με το ψήσιμο στο
καμίνι γινόταν η υαλοποίηση του
επιχρίσματος που αποκτούσε ένα έντονο
κόκκινο χρώμα. Το πλεονέκτημα της μεθόδου
αυτής ήταν ότι ολοκληρωνόταν με ένα
μόνο ψήσιμο του αντικειμένου μειώνοντας
σημαντικά το κόστος.
Η
ίδια μέθοδος ήταν σε χρήση και κατά τη
μεσαιωνική και τη βυζαντινή περίοδο,
τη συναντάμε επίσης στα τσικαλαριά της
Σίφνου: “...Εν Σίφνω πανταχού ευρίσκεται
λιθάργυρος, το άριστον των μετάλλων
προς γάνωσιν των τοιούτων αγγείων”, Τα
Ελληνικά Ι. Ραγκαβή, 1854 σ. 243-245. Στα
Μαρουσιώτικα “αλοιφωτά”, πρόσθεταν
τυχαία “τρεκτά” διακοσμητικά μοτίβα
από λευκό μπαντανά ("πλούμισμα")
πριν το αλοίφωμα. Χρησιμοποιούσαν για
τη διαδικασία αυτή ένα πήλινο δοχείο
στη βάση του οποίου προσάρμοζαν
(στερεώνοντάς το με πηλό), τμήμα από το
...βλαστό κάποιου φυτού (του οποίου είχαν
αφαιρέσει το εσωτερικό) π.χ. άχυρο. Αυτό
το σκεύος το ονόμαζαν “πλουμί”.
Απαιτούνταν ιδιαίτερη ικανότητα και
ταχύτητα από τον μπασπερέτη
για να γίνουν τα τυχαία αυτά μοτίβα με
επιτυχία.
Σε
κάποια αντικείμενα υπήρχε πρόσθετη
διακόσμηση, που περιελάμβανε εγχάρακτα
σκαλίσματα και μοτίβα. Στην
αρχή χρησιμοποιούσαν για τα σκαλίσματα
αυτά ένα αυτοσχέδιο εργαλείο που
κατασκεύαζαν από ένα …γυναικείο
τσιμπιδάκι μαλλιών, το οποίο έδεναν
με σπάγκο στην άκρη ενός ξύλινου
στελέχους. Αργότερα βέβαια
εμφανίστηκαν τα ειδικά εργαλεία
σκαλίσματος. Αυτές οι εγχάρακτες
γλάστρες με τη λαϊκότροπη διακόσμηση, πού ομόρφαιναν τις καταπράσινες αυλές των
αθηναϊκών μονοκατοικιών, δεν ταίριαζαν με την “αισθητική” των πολυκατοικιών
και των ενοίκων τους της ανερχόμενης
μεσαίας τάξης, που προσπαθούσε να ξεχάσει
τη λαϊκή της καταγωγή. Το φυσικό χρώμα στις κεραμικές γλάστρες άρχισε να καλύπτεται με διάφορους επιχρωματισμούς και τεχνικές που ως αισθητικό αποτέλεσμα συμπλήρωναν το γενικότερο κιτς των δεκαετιών του 1960 και του 1970: γλάστρες ψηδιδωτές, ή "σαγρέ", "μωσαϊκές", κ.λ.π.
Η
παραγωγή του πηλού
Τους
καλοκαιρινούς μήνες ο μπασπερέτης
“έπεφτε με τα μούτρα” στην παραγωγή
“σουρωτού” πηλού. Με τη μεθοδικότητα
μυρμηγκιού στοίβαζε τον πηλό στις
αποθήκες για να καλύψει τις ανάγκες του
χειμώνα. Για να διατηρείται σε καλή
κατάσταση ο αποθηκευμένος πηλός μέχρι
την ώρα που θα χρησιμοποιηθεί, τον
σκέπαζαν με λινάτσες που κατάβρεχαν
κατά διαστήματα ώστε να διατηρείται
σταθερή η υγρασία στο χώρο. Η χρήση
μεγάλων φύλλων από πλαστικό, τα οποία
αντικατέστησαν τις λινάτσες έλυσε το
πρόβλημα αυτό.
Κατασκευαστικά
χαρακτηριστικά: Η "σουρω(το)μηχανή"
είχε κυλινδρικό σχήμα. Το “τσεκούρι”
είχε βάθος που έφτανε μέχρι και τους
μηρούς ανθρώπου μέτριου αναστήματος,
μια απλώστρα είχε μικρό βάθος (περίπου
20 cm) και μεγάλη επιφάνεια. Ο πυθμένας
ήταν από πορώδες υλικό (συμπαγή τούβλα).
Η
διαδικασία: Το μείγμα χώματος και νερού
αναμειγνυόταν καλά στις εγκαταστάσεις
της σουρωμηχανής (“σούρωμα”). Η ανάμιξη
-από τη δεκαετία του 1960 και μετά- γινόταν
με τη βοήθεια μηχανής (ένα ισχυρό μοτέρ
που περιέστρεφε μια προπέλα - καϊκιού).
Μετά τη σουρωμηχανή, το αιώρημα αφού
πέρναγε από κατάλληλο κόσκινο, κατέληγε
στο τσεκούρι. Στη μορφή αυτή το μείγμα
λέγεται σουρωτό. Καθώς κατακάθεται, το
πλεονάζον νερό στην επιφάνεια αφαιρείται
και συγκεντρώνεται σε δεξαμενή νερού
που βρίσκεται παραπλεύρως. Όταν γέμιζε
το τσεκούρι (έπειτα από ένα αριθμό
“σουρωμάτων”) και υπήρχαν βέβαια
διαθέσιμες απλώστρες, ο μπασπερέτης
με τους βοηθούς του έμπαιναν στο τσεκούρι
και ανακάτευαν καλά το σουρωτό με τα
πόδια τους. Στη συνέχεια με ντενεκεδένια
δοχεία γέμιζαν τις απλώστρες. Το
σουρωτό παρέμενε στην απλώστρα μερικές
ημέρες μέχρι να αποκτήσει την κατάλληλη
πυκνότητα μέσω της εξάτμισης μέρους
του νερού που περιείχε. Την κατάλληλη
στιγμή, με ένα αυτοσχέδιο εργαλείο,
χαράζονταν οριζόντιες και κάθετες
γραμμές στην επιφάνεια της απλώτρας σε
σχήμα πλέγματος. Αυτή η πρακτική επιτάχυνε
την εξάτμιση του πλεονάζοντος νερού
και επιπλέον χώριζε τον πηλό της απλώστρας
σε τεμμάχια για την μεταφορά του στο
χώρο αποθήκευσης. Για να ξεκολλάει
εύκολα ο πηλός από την απλώστρα, την
προετοίμαζαν ραντίζοντας τον πυθμένα
με κατάλληλο χώμα που προηγουμένως
είχαν κοσκινίσει.
Ο
σουρωτός πηλός ήταν ομολογουμένως
ποιοτικά καλύτερος σε σύγκριση με τον
εργοστασιακό που εμφανίστηκε αργότερα.
Ο εργοστασιακός πηλός σήμερα παράγεται
με διαφορετική ενεργοβόρο μέθοδο (που
βασίζεται σε μη ανανεώσιμες μορφές
ενέργειας). Τα αγγειοπλαστεία πλέον
αγοράζουν τον πηλό που χρειάζονται,
αντί να τον παράγουν στις δικές τους
εγκαταστάσεις (που θεωρείται
πλέον ασύμφορη διαδικασία). Οι
εγκαταστάσεις παραγωγής
σουρωτού πηλού εγκαταλείφθηκαν και
στους χώρους
μετεγκατάστασης των εργαστηρίων
δεν κρίθηκε σκόπιμη η κατασκευή τους.
Αν το μοναδικό εργοστάσιο παραγωγής
πηλού στη χώρα μας κλείσει στην πρώτη
οικονομική κρίση, τα αγγειοπλαστεία
θα αναγκαστούν να εισάγουν πηλό από την
Ιταλία.
Το
καμίνι
Ως
οικοδομικό υλικό για το κτίσιμο του
καμινιού στο Μαρούσι χρησιμοποιούσαν
πυρότουβλα, ενώ στα τσικαλαριά της
Σίφνου πέτρα. Κτιζόταν από ειδικευμένους
κτίστες. Αποτελείτο από δύο ορόφους·
στον κάτω όροφο ήταν η εστία της φωτιάς,
στον χώρο του επάνω ορόφου τοποθετούσαν
τα προς “ψήσιμο” αντικείμενα. Τα δύο
μέρη του καμινιού επικοινωνούσαν με
πάτωμα από πυρότουβλα που σχημάτιζε
σχάρα - αφήνοντας δηλαδή ανοίγματα,
από τα οποία περνούσαν οι φλόγες κατά
το ψήσιμο “γλύφοντας” τα αντικείμενα.
Το επάνω μέρος του καμινιού ήταν θολωτό
(όπως βλέπουμε σε νησιώτικα εξωκλήσια).
Αψίδες σχηματίζονταν και στο κάτω
επίπεδο. Επειδή έτσι κτίζονταν τα καμίνια
κατά κανόνα, μπορούμε να σκεφτούμε ότι
αυτή ήταν η αρχιτεκτονική λύση που
έδωσαν οι κτίστες στο πρόβλημα της
στερεότητας και της αντοχής του κτίσματος
κατά τις διαστολές στις υψηλές θερμοκρασίες (που
ξεπερνούσαν τους 1000ο C).
Η
διαδικασία ψησίματος των
αντικειμένων στο καμίνι πέρναγε
από διάφορα στάδια που ελέγχονταν
εμπειροτεχνικά από τον ψήστη. Διαρκούσε
αρκετές ώρες κατά τις ο οποίες ο ψήστης,
που συνήθως ήταν ο ...μπασπερέτης,
τροφοδοτούσε διαρκώς την εστία της
φωτιάς με καύσιμη ύλη (όπως οι θερμαστές
στα παλαιά ατμόπλοια).
Αυτό γινόταν σε ένα χώρο που υπήρχε στο
ύψος του κάτω πατώματος, που επικοινωνούσε
με την είσοδο (“μπούκα”) της εστίας.
Εκεί υπήρχε σωριασμένη η καύσιμη ύλη
που έριχνε υπομονετικά, φτυαρίζοντάς
την, στην εστία ο ψήστης. Ο χώρος αυτός
ονομάζονταν “πασαλίκι” (αν
η ονομασία αυτή του χώρου ήταν γενική
και δεν οφείλονταν στην λογοπαικτική/σκωπτική
διάθεση του ψήστη από τον οποίο την
άκουσα). Όπως και να έχει όμως, η ονομασία είναι
εύστοχη· εμπνευσμένη -έτσι μου φάνηκε
τότε- από τον ιδιαίτερο τρόπο
καθίσματος του ψήστη κατά την διάρκεια
του πρώτου σταδίου του ψησίματος
(προθέρμανση του καμινιού). Καθισμένος,
για ατέλειωτες ώρες στο χώρο
αυτό, με πλεγμένα τα πόδια πάνω σε
μια στοίβα πριονίδι, το καύσιμο υλικό,
απλώνοντας το χέρι του κάθε τόσο για
να πιάσει μια φούχτα από το υλικό
που ήταν στοιβαγμένο σε αφθονία γύρω
του, να το ρίχνει
στην εστία με αργό ρυθμό στην αρχή,
αναγκασμένος να αναπνέει
την ανθυγιεινή σκόνη από το πριονίδι
που αιωρούνταν πυκνή σαν
ομίχλη στην ατμόσφαιρα.
Από ένα σημείο και μετά -στο φορτσάρισμα-
έπρεπε να πιάσει φτυάρι. Το ψήσιμο
διαρκούσε ολόκληρη τη νύχτα.
Η
καύσιμη ύλη
Στα τσικαλαριά της Σίφνου
χρησιμοποιούσαν κλαδιά από θάμνους που
πρόσφερε η τοπική χλωρίδα. Αυτό όμως
απαιτούσε μια προετοιμασία. Σε ένα πρώτο
στάδιο να κόψουν τα κλαδιά και να τα
στοιβάξουν στο μέρος που κόπηκαν μέχρι
να ξεραθούν. Στη συνέχεια να τα μεταφέρουν
(με την πλάτη) στο χώρο του καμινιού που
βρισκόταν -αναγκαστικά- σε μεγάλη
απόσταση. Απερίγραπτος μόχθος. Στα
καμίνια του Μαρουσιού υπήρχαν αρκετές
εναλλακτικές λύσεις. Εξάλλου, καθώς το
αστικό περιβάλλον πύκνωνε κυκλώνοντας
τα εργαστήρια, υποχρεώθηκαν αρκετές
φορές σε αλλαγή της καύσιμης ύλης. Για
αρκετές δεκαετίες χρησιμοποιούσαν
“ροκανίδια” (πριονίδι) που τους
προμήθευαν –σε χαμηλό κόστος- τα
ξυλουργεία των γύρω περιοχών. Εναλλακτικά
μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν «πυρήνα»
(ό,τι απέμενε κατά την επεξεργασία της
ελιάς στα ελαιοτριβεία), ή ξύλα που
περίσσευαν από την επεξεργασία του
ξύλου στα πριονιστήρια. Όταν η αστική
ανάπτυξη έγινε πολύ έντονη υποχρεώθηκαν
να χρησιμοποιήσουν μαζούτ και να
τοποθετήσουν καπνοσυλλέκτες στις
καμινάδες. Το μαζούτ όμως ως καύσιμο
υλικό έδωσε μόνο μια μικρή παράταση
ζωής στα εργαστήρια. Όταν άρχισαν να
ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια οι
πολυκατοικίες γύρω τους, το κλείσιμό
τους ή η μετεγκατάστασή τους στην
περιφέρεια ήταν απλώς ζήτημα χρόνου.
Με τον τρόπο σκέψης που εξετάζουμε τα πράγματα σήμερα, κι αν είχαμε προλάβει τις
εξελίξεις, τα εργαστήρια στο Μαρούσι ή
σε άλλες αστικές περιοχές θα μπορούσαν
να συνεχίσουν τη λειτουργία τους,
χρησιμοποιώντας φυσικό αέριο, βουτάνιο
ή -αυτή θα ήταν ίσως η καλύτερη λύση-
ηλεκτρικούς φούρνους.
Το καμίνιασμα
Η
διαδικασία τοποθέτησης των αντικειμένων
στο φούρνο. Η παραγωγή ήταν τυποποιημένη
με κριτήριο και την καλύτερη εκμετάλλευση
του χώρου στο φούρνο. Αν π.χ. η παραγωγή
ήταν γλάστρες (στα αγγειοπλαστεία του
Μαρουσιού), είχαν τυποποιήσει τα μεγέθη
σε "νούμερα": 3, 4, 5, 7, 10, 20, 30, 40, 60, 80,
1, 1 ½, 2, 2 ½. Τα νούμερα αυτά χωρίζονταν
σε δύο σειρές : 4, 7, 20, 40, 80, 1 ½ , 2 ½ και 5,
10, 30, 60, 1, 2. Γλάστρες από νούμερα μιας
σειράς χώραγαν η μία μέσα στην άλλη
δημιουργώντας ένα "γέμισμα". Τα
γεμίσματα τοποθετούνταν -”ντανιάζονταν”
στο καμίνι. Στα άλλα είδη δεν υπήρχε το
πλεονέκτημα αυτό. Για ακόμη καλύτερη
εκμετάλλευση του καμινιού έμπαινε το
ένα γέμισμα όρθιο και το διπλανό του
μπρούμυτα (εκμεταλλευόμενοι και το
σχήμα που συνήθως είχαν οι γλάστρες
στενές κάτω και φαρδιές επάνω). Τυποποίηση
υπήρχε και στα τσικαλαριά της Σίφνου.
Ένα
μέρος της παραγωγής καταστρεφόταν στο
ψήσιμο από διάφορες αιτίες
(αναμενόμενο). Η ελαχιστοποίηση των
απωλειών αυτών εξαρτιόταν από τις
ικανότητες του μπασπερέτη.
Οι καταστροφές γίνονταν ανεξέλεγτες
στις περιπτώσεις που ο μπασπερέτης
ήταν αναγκασμένος να βιάζει τα πράγματα.
Να "βάλει καμίνι" αν και δεν είχε
ολοκληρωθεί το στέγνωμα των αντικειμένων
(για να προλάβει τις εκκρεμείς παραγγελίες
ή εξαιτίας του καιρού που δεν ευνούσε
το στέγνωμα). Έπρεπε να αποφασίσει αν
ένα μισόστεγνο αντικείμενο (που κράταγε
ακόμη υγρασία), ήταν σε κατάσταση να
καμινιαστεί, αλλά και για τον τρόπο που
έπρεπε να τοποθετήσει στο καμίνι
αντικείμενα που δεν είχαν στεγνώσει
στον ίδιο βαθμό, ώστε να έχει τις λιγότερες
δυνατές απώλειες. Και δε
είναι μόνο αυτό. Όλα
παίζονταν στο ψήσιμο που ως διαδικασία,
δεν προχωρούσε ομοιόμορφα σε όλα τα
σημεία του καμινιού. Εδώ έπρεπε να
βαδίζει στα τυφλά και να ξέρει να
περιμένει. Για το καμίνι ισχύει μια
μεταφορά που χρησιμοποιείται και για
τις κάλπες των εκλογών, οι οποίες
παρομοιάζονται με έγκυο γυναίκα. Υπάρχει
και μια παροιμία που λέγεται
και ταιριάζει και στην περίπτωση αυτή:
«Όλοι φοβούνται τον Θεό και ο κανατάς
τον τοίχο». Ένα αντικείμενο
που ακουμπάει στα τοιχώματα του καμινιού
κατά το καμίνιασμα –κατά
λάθος ή γιατί δε γίνεται αλλιώς- είναι
καταδικασμένο να καταστραφεί στο ψήσιμο.
Αν δεν μπορούσε να αποφύγει την επαφή
με τον τοίχο ακολουθούσε μια θυσιαστική
λογική, τοποθετώντας σκόπιμα ένα
ασήμαντης αξίας αντικείμενο σε επαφή
(σαν σφήνα) με τον τοίχο.
*
Ο
ικανός μπασπερέτης λόγω
της δουλειάς του, θέλει δε θέλει, γίνεται
θυμόσοφος. Αποκτά μια διαφορετική όραση
των πραγμάτων, οξύνει τις αισθήσεις
του, τοποθετείται σαν στάση ζωής “πέραν
του καλού και του κακού”, βιώνοντας
διαρκώς στην εργασία του αντιθέσεις
παρόμοιες με αυτές που απασχόλησαν τον
Ηράκλειτο. Αυτό που είναι θετικό σε μια
δεδομένη στιγμή και δοσολογία, σε
διαφορετικές συνθήκες αποβαίνει
καταστροφικό και είναι στο χέρι του
μπασπερέτη να αποσπάσει
το επωφελές ή την καταστροφή.
Ξέρει
να χειρίζεται τις “παραξενιές των
μαστόρων” εξαιτίας της δεσπόζουσας
θέσης τους (ήταν πάντοτε λιγοστοί λόγω
της χρονοβόρας μαθητείας που απαιτούσε
η δουλειά τους και διέθεταν
ως εκ τούτου μεγάλη
διαπραγματευτική δύναμη για το ύψος
των απολαβών τους - στις καλές εποχές).
Οι μάστορες για τον μπασπερέτη
ήταν μεγάλα κακομαθημένα παιδιά, που
δεν μπορούσαν να δουν έναν ορίζοντα πιο
πέρα από τον τροχό τους. Θλιβόταν (τη
δεκαετία του 1960 και 1970), να
βλέπει κάποιους από τους πιο
ταλαντούχους μαστόρους που δεν έβλεπαν
την ώρα να τελειώσουν τη δουλειά τους,
να βγάλουν από επάνω τους τα λασπωμένα
ρούχα της δουλειάς για να τρέξουν να
χωθούν στο …θυρωρείο (της δεύτερης
δουλειάς). Το όνειρο κάθε επαρχιώτη που
ερχόταν στην Αθήνα εκείνη την εποχή,
ήταν να γίνει …θυρωρός σε πολυκατοικία,
διεκδικώντας με αυτό τον
τρόπο τη συμμετοχή του
στην μικροαστική φούσκα του '60).
Άκουγες τότε -μεταξύ σοβαρού και αστείου-
τις γυναίκες των μαστόρων να γκρινιάζουν
για την ταλαιπωρία που
υποβάλλονταν της φροντίδας των
λασπωμένων ρούχων της δουλειάς, που με τα χρόνια όμως
-υπήρξαν και καλύτερες εποχές- πλένονταν
και στέγνωναν σε ψηλότερα πατώματα
αστικών πολυκατοικιών.
Ο μπασπερέτης ήταν αναγκασμένος να μένει
πίσω εγκατεστημένος οικογενειακώς
(συνήθως), στο μελαγχολικό αγγειοπλαστείο
του απογεύματος, συντηρώντας τον
ηλιοτροπισμό του εργαστηρίου, τον
ιμπρεσιονισμό της ύπαρξής του, όπου όλα
γίνονται φως και σκιά, όπου τίποτε δεν
είναι μετρήσιμο - χωρίς τις ευκολίες και
τους αυτοματισμούς κάποιας μορφής
ακρίβειας. Το επάγγελμα του μπασπερέτη
δεν έχει ωράριο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(*)
μανιφακτούρα: με τον ατυχή
αυτό νεολογισμό -που όμως
έχει επικρατήσει- αποδίδεται στη
βιβλιογραφία το στάδιο της εργοστασιακής
οργάνωσης της χειροτεχνίας. Ο καταμερισμός
εργασίας στην οργάνωση αυτή ήταν που
επέτρεψε την αθρόα εισαγωγή μηχανών
μαζικής παραγωγής το "βιομηχανισμό"
και την εδραίωση του καπιταλισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου