Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Μηχανοποίηση σε Παραδοσιακό Αγγειοπλαστείο


        Γιάννης Ψαραύτης

Αυτό που ονομάζω δημοκρατική τεχνική είναι η μικρής κλίμακας
μέθοδος παραγωγής που στηρίζεται κυρίως στην ανθρώπινη δεξιοτεχνία
και τη ζωική ενέργεια, αλλά η οποία, ακόμη και όταν χρησιμοποιεί μηχανές,
παραμένει πάντοτε κάτω από την ενεργό καθοδήγηση
του χειροτέχνη ή του αγρότη.
authoritarian and democratic technology –technology and culture
L. Mumford


        Οι εργασίες στα παραδοσιακά αγγειοπλαστεία, πριν από ένα στάδιο ήπιας μηχανοποίησης -προς το τέλος της
 δεκαετίας του 1960- που μεσολάβησε, απαιτούσαν απάνθρωπο μόχθο (την έντασή του μπορούμε να αντιληφθούμε μέσα από φωτογραφίες της Nelly's, του Τάκη Τλούπα, κ.α). Η εισαγωγή εργαλειομηχανών απάλυνε το μόχθο αυτό. Να δούμε πως έγινε, και γιατί δεν έγινε στην ώρα της.

       Η εισαγωγή μηχανών στα παραδοσιακά αγγειοπλαστεία στη χώρα μας συνέβη πολύ αργά. Αυτό μοιάζει παράδοξο, γιατί μηχανές κατάλληλες να εφαρμοστούν στην αγγειοπλαστική υπήρχαν σε λειτουργία ήδη, αρκετές δεκαετίες πριν. Μηχανές, σε διαφορετική κλίμακα βέβαια, εμφανίστηκαν στα βιομηχανοποιημένα αγγειοπλαστεία σκευών πολυτελείας, στα τουβλοποιεία και αλλού ήδη από τα πρώιμα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης. 

      Για το δέσιμο αυτού του παράδοξου συνεργάστηκαν δυο παράγοντες: Ο πρώτος ήταν η αδιαφορία του κεφαλαίου στην Ελλάδα να προχωρήσει σε εκβιομηχάνιση του κλάδου των παραδοσιακών αγγειοπλαστείων, όσο επικρατούσε το φορντικό μοντέλο παραγωγής (παραγωγή δηλαδή σε μεγάλη κλίμακα οργανωμένη σε αλυσίδες παραγωγής). Στο πλαίσιο του φορντικού μοντέλου παραγωγής μπορούσε να γίνει από πολύ νωρίς η εκβιομηχάνιση κλάδων όπως π.χ των τουβλοποιείων (τεράστια αγορά, τεχνολογικά εφικτή η μεταφορά των εργασιών που γίνονταν πρώτα από εργάτες σε μηχανές). Στα εγχώρια παραδοσιακά αγγειοπλαστεία, όμως, αντιστοιχούσε μικρή αγορά ειδών λαϊκής κατανάλωσης (μικρή με την έννοια ότι κυμαινόταν κάτω από ένα κρίσιμο κατώφλι που θέτει ως προϋπόθεση η βιομηχανική παραγωγή), και μάλιστα υποκατάστατων προϊόντων (1). Επιπλέον, το επίπεδο επιδεξιότητας των μαστόρων (αποτέλεσμα πολύχρονης μαθητείας) δε μπορούσε να απορροφηθεί από μηχανές: Στο πλαίσιο του φορντισμού μιλώντας πάντα, οι μηχανές μαζικής παραγωγής δε θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν την ικανότητα επανασχεδιασμού των αντικειμένων από τους μαστόρους του τροχού. Συνεπώς το κόστος επανασχεδιασμού της αλυσίδας παραγωγής σε σχέση με το μέγεθος της αγοράς έκαναν το εγχείρημα απαγορευτικό: θα έπρεπε διαρκώς να επανασχεδιάζουν την παραγωγή, καθώς η μικρή αγορά θα πλημμύριζε πολύ γρήγορα από τη μαζική παραγωγή τους. Αυτό άλλαξε άρδην το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα όπως γνωρίζουμε: το μοντέλο του φορντισμού άρχισε να εγκαταλείπεται και να εφαρμόζονται μέθοδοι ευέλικτης παραγωγής (Toyotalism). Η νέα οργάνωση της παραγωγής συνδυάστηκε ή συνέπεσε με επιθετικές στρατηγικές μείωσης τους κόστους των μεταφορών, και τεχνολογικές επαναστάσεις όπως εκείνες της πληροφορικής και των επικοινωνιών. Το μέλλον της  αγγειοπλαστικής είναι πολύ πιθανόν να κρύβει μία ακόμη απόδειξη του γεγονότος ότι η ευέλικτη παραγωγή -εκτός των άλλων- μπορεί να ωθήσει σε εκβιομηχάνιση κλάδους που όλο το προηγούμενο διάστημα είχαν αντισταθεί σ’ αυτήν.

       Τα προηγούμενα εξηγούν επίσης γιατί τα παραδοσιακά αγγειοπλαστεία, παρ’ όλες τις αλλαγές γύρω τους, που παρέσυραν σχεδόν όλους τους κλάδους, παρέμειναν στον συντεχνιακό τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας, χωρίς ποτέ να περάσουν στο στάδιο της μανιφακτούρας (προϋπόθεση για την εκβιομηχάνισή τους σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ). Και αυτό, εννοείται, σε σύγκριση με το τι έγινε με τα αγγειοπλαστεία σκευών πολυτελείας (στην Αγγλία και άλλες χώρες της Ευρώπης, και σε πολύ μικρό βαθμό στην Ελλάδα). Είναι χαρακτηριστικές, και εντυπωσιακές οι περιγραφές του Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου για τη μετάβαση αυτή, που οδήγησε σε εξαντλητική πολύωρη εργασία και υψηλή θνησιμότητα στον κλάδο των αγγειοπλαστών. Στην Ελλάδα οι 2-3 βιομηχανίες αγγειοπλαστικής που ιδρύθηκαν για την παραγωγή ειδών πολυτελείας ήδη από την αρχή της εκβιομηχάνισης της χώρας (που τοποθετείται γύρω στα 1880), υπήρξαν θνησιγενείς. Στηρίχτηκαν στη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας από το εξωτερικό, που έγινε μάλιστα με  αποικιοκρατικούς όρους. Οι ελάχιστες βιομηχανίες αγγειοπλαστικής που εμφανίστηκαν κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, τα πήγαν βέβαια κάπως καλύτερα - και πάντως, αυτό που ενδιαφέρει, δεν λειτούργησαν ανταγωνιστικά προς τα παραδοσιακά αγγειοπλαστεία· δεν παρήγαγαν τα ίδια είδη και δεν απευθύνονταν στο ίδιο αγοραστικό κοινό. Οι βιομηχανίες αγγειοπλαστικής για τον παραδοσιακό αγγειοπλάστη ήταν σαν μαύρα κουτιά: Δεν είχε καμιά πληροφόρηση για τις παραγωγικές μεθόδους, την οργάνωση και τις τεχνικές που εφαρμόζονταν σε αυτά, αλλά και δεν αισθάνθηκε ποτέ την ύπαρξή του απειλούμενη από τη λειτουργία του βιομηχανικού κλάδου της αγγειοπλαστικής. Δύο "παράλληλοι κόσμοι" ξένοι μεταξύ τους. Οι παραδοσιακοί αγγειοπλάστες, διάσπαρτοι ανά την Ελλάδα, ξεχασμένοι από την Πολιτεία, χωρίς ποτέ να έχουν τύχει κρατικής στήριξης ή μέριμνας για τον κλάδο τους, το μόνο που ήθελαν, ήταν να τους αφήνουν ήσυχους να ασκούν αυτό που τόσο καλά ήξεραν να κάνουν μέσω της παράδοσης.

     Ο δεύτερος παράγοντας που εξηγεί την αργοπορημένη εισαγωγή μηχανών στον κλάδο: Αυτό που δεν έκανε το κεφάλαιο, με τον δικό του τρόπο, και για τους δικούς του σκοπούς, προκειμένου να ιδιοποιηθεί τον κλάδο (και ευτυχώς -εννοείται- για το λαϊκό μας πολιτισμό που δεν συνέβη), θα έπρεπε να  σχεδιαστεί και να προωθηθεί από την ίδια την Πολιτεία, που επίσης δεν έγινε. Έπρεπε δηλαδή να έχει υπάρξει στην ώρα της μια μορφή κρατικής πολιτικής στήριξης προς όφελος της βιοτεχνίας και όλων όσων βιοπορίζονταν από αυτήν. Μια ουσιαστική τέτοια πολιτική όμως από την πλευρά της Πολιτείας ποτέ δεν υπήρξε, ενώ η αναποτελεσματικότητα κάποιων προσπαθειών καλών προθέσεων που έγιναν προς την κατεύθυνση αυτή τεκμηριώνεται ιστορικά. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας πολιτικής (αν υποθέσουμε ότι είχε υπάρξει), το μόνο που θα έπρεπε να γίνει θα ήταν η επανασχεδίαση σε μικρότερη κλίμακα μηχανών που προϋπήρχαν σε εφαρμογή σε μεγάλες μονάδες (ώστε να γίνουν κατάλληλες να ενσωματωθούν και στα παραδοσιακά αγγειοπλαστεία). Αυτό που είχε ανάγκη ο κλάδος ήταν μια ήπια εισαγωγή μηχανών/εργαλειομηχανών, που δεν θα άλλαζε όμως το χειροτεχνικό χαρακτήρα των δραστηριοτήτων.

     Τελικά αυτό που δεν έγινε με κρατική πρωτοβουλία και μόχλευση, συνέβη στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960, χάρη στην πρωτοβουλία κάποιων διορατικών μηχανικών. Αργά και με τυχαίο τρόπο - και αυτό έχει τη σημασία του. Χάρη σε αυτές τις μηχανές οι συνθήκες εργασίας βελτιώθηκαν σημαντικά. Η καθυστέρηση στην εισαγωγή τους, όμως, ώθησε αρκετούς να στραφούν σε άλλα επαγγέλματα, ενώ από την άλλη πλευρά, αποτιμώντας τα πράγματα, η εισαγωγή μηχανών έγινε σπασμωδικά, συμπτωματικά και μέχρι ενός σημείου. Αν είχε γίνει πιο συστηματικά, όπως είπαμε μέσω κατάλληλης πολιτικής (που θα περιλάμβανε επιπλέον: σχεδίαση υποδομών, πρώτες ύλες, τεχνικές, εκπαίδευση, αισθητική παιδεία, επιχειρηματικότητα, κ.λ.π, κ.λ.π), στην κλίμακα της βιοτεχνίας πάντα, τότε αυτό για το οποίο μόνο να μιλάμε και να υποθέτουμε είναι δυνατόν τώρα, μπορούμε να το επισκεφτούμε ταξιδεύοντας σε κάποιες περιοχές της γειτονικής Ιταλίας.  

      Η μηχανοποίηση του τροχού αγγειοπλαστικής στην Ελλάδα συνέβη την περίοδο για την οποία συζητάμε. Το πόδι που στον παραδοσιακό τροχό λειτουργούσε ως κινητή­ρια δύναμη και έλεγχε την ταχύτητα περιστροφής του, στη νέα εργαλειομηχανή κρατάει μόνο τη λειτουργία ελέγχου των στροφών περιστροφής μέσω ενός πεντάλ. Τα υπόλοιπα μέρη του παραδοσιακού τροχού παρέμειναν όπως πριν ως προς τη λειτουργία τους, χωρίς να αλλάξει ο ρόλος των χεριών. Η ηλεκτρική ενέργεια αντικατέστησε την βιολογική ενέργεια του μάστορα που κινούσε τον τροχό· οι δημιουργικές του δυνάμεις όμως παρέμειναν άθικτες χωρίς να περάσουν στην εργαλειομηχανή

       Αυτή η εξέλιξη αποτελεί μια εξαίρεση του κανόνα που περιγράφει ο Μαρξ στο "Κεφάλαιο" (τομ.1 κεφ. 13). Εκεί ο Μαρξ φέρνει ως παράδειγμα τον αργαλειό της υφαντουργίας: «Στο ροδάνι το πόδι λειτουργεί μόνο σαν κινητή­ρια δύναμη, ενώ το χέρι, που δουλεύει στο αδράχτι, ξαίνει και στρί­βει, δηλ. εκτελεί την καθαυτό πράξη του κλωσίματος. Και ακριβώς, αυτό το τελευταίο μέρος του χειροτεχνικού εργαλείου αδράχνει πρώτα η βιομηχανική επανάσταση και αφήνει τον άνθρωπο να παίζει στην αρχή ακόμα τον καθαρά μηχανικό ρόλο της κινητήριας δύναμης, δί­πλα στην καινούργια του δουλειά της επίβλεψης της μηχανής με τα μάτια και της διόρθωσης των λαθών της με το χέρι του». Για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, αυτή η μετάβαση αυτή δεν θα μπορούσε να συμβεί 
στα εγχώρια παραδοσιακά αγγειοπλαστείακαι πράγματι  δεν συνέβη κατά τη διάρκεια σχεδόν ολόκληρου του 20ου αιώνα. 
       Η πολιτική της χώρας μας διαχρονικά, θυσίασε ό,τι ζωτικό και παραγωγικό διέθετε (εδώ τη βιοτεχνία και τις μικρές επιχειρήσεις), για μια στρεβλή, κρατικοδίαιτη εκβιομηχάνιση αποικιοκρατικού τύπου, με εισαγωγή τεχνολογίας χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Πριμοδότησε και οργάνωσε την εκβιομηχάνιση επωάζοντας την εξόντωση των βιοτεχνικών κλάδων, ώστε να δημιουργηθεί ο ζωτικός χώρος που απαιτούσε αυτός ο μετασχηματισμός της παραγωγής. Από το 1880 και εντεύθεν, επιβλήθηκε το απότομο σταμάτημα κλάδων που λειτουργούσαν βιοτεχνικά, μια και δεν θα μπορούσε να γίνει στη χώρα μας το πέρασμά τους στο σύστημα της μανιφατούρας ετεροχρονισμένα - σε σχέση με το πότε αυτός ο μετασχηματισμός έγινε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δημιουργική καταστροφή. Αυτήν την ελληνική ιδιαιτερότητα εκμεταλλεύτηκαν για να επιτύχουν την εμπορική και βιομηχανική τους διείσδυση, με αποικιοκρατικούς όρους και πρακτικές οι βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες της Δύσης.  

       Τα παραδοσιακά αγγειοπλαστεία, μέσα στη δίνη αυτού του οικονομικού μετασχηματισμού του 20ου αιώνα, αντιμετώπισαν ασφυκτικό ανταγωνισμό όχι εξ αιτίας της εκβιομηχάνισης του ίδιου του κλάδου της αγγειοπλαστικής -που ουσιαστικά ποτέ δεν συνέβη-, αλλά εξ αιτίας της εκβιομηχάνισης που σημειώθηκε σε άλλους κλάδους. Βιομηχανικά παραγόμενα προϊόντα στους κλάδους αυτούς, μετέτρεψαν τα προϊόντα των παραδοσιακών αγγειοπλαστείων σε "υποκατάστατα προϊόντα" (1) σε μια πρώτη φάση, για να τους αφαιρέσουν και αυτόν τον ρόλο, όταν η πτώση τιμών κατέστησε τα ανταγωνιστικά βιομηχανικά προϊόντα προσιτά για μαζική κατανάλωση.

       Αλλά ο μεγάλος εχθρός των παραδοσιακών αγγειοπλαστείων υπήρξε η αστική ανοικοδόμηση, που έφτανε πάντα, αργά ή γρήγορα σαν τσουνάμι· όπου και να πήγαιναν οι αγγειοπλάστες να στήσουν εργαστήρια την εύρισκαν μπροστά τους να τους πνίγει, να τους διώχνει μακριά. Η αστική ανοικοδόμηση έβλαψε και με ένα δεύτερο τρόπο τα εργαστήρια: στέρησε σε κάποιες περιπτώσεις τις καλύτερες χωματερές από όπου προμηθεύονταν την πρώτη ύλη τους. Το κράτος, και στην περίπτωση αυτή, ενώ δεν τολμά να πειράξει ούτε τρίχα όταν πρόκειται για βιομηχανίες (κι ας μετατρέπουν σε λευκές ή γκρίζες τις αυλές και τους πνεύμονες των κατοίκων των γύρω περιοχών κάποιες από αυτές), συναίνεσε στον συνεχή διωγμό των αγγειοπλαστείων. Επέτρεψε -για να μην πούμε προκάλεσε κιόλας- τη δημιουργία εκείνων των συνθηκών που ευνοούν την εξαφάνιση της παραδοσιακής αγγειοπλαστικής· της δραστηριότητας· της τέχνης που έχει γεμίσει με τα έργα της τα μουσεία όλου του κόσμου· που καθόρισε για χιλιάδες χρόνια την εξέλιξη του πολιτισμού· την ζωντανή -ακόμη- μαρτυρία, ότι είναι δυνατόν να συνυπάρχει η τεχνική σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον. Ένα οικολογικό πρότυπο δραστηριότητας, που δεν στηρίζει τις ψευδαισθήσεις εκείνες που φαντασιώνονται την κατάκτηση της φύσης ως προορισμό του πολιτισμού - ψευδαισθήσεις που από την πλευρά της πραγματικότητας όμως οδηγούν μαθηματικά στην κατάρρευση του πλανήτη. 
      
       Τι έπρεπε να γίνει; Το αυτονόητο και το προφανές· η παραμονή των εργαστηρίων να είναι η προϋπόθεση, η σταθερά κάθε επιχειρούμενου σχεδιασμού, ανάπτυξης, ανάπλασης της γύρω περιοχής. Ανακαλύψαμε, αλλά αυτό έγινε δυστυχώς πολύ αργά, ότι η δύναμη των εργαστηρίων αγγειοπλαστικής που γλύτωσαν μέχρι και το τέλος του 20ου αιώνα την εκβιομηχάνιση, αυτό που τους επέτρεπε να επιβιώνουν, η ισχύς τους, ήταν η συνύπαρξή τους στην ίδια περιοχή. Αλλά αυτό από μόνο του -ακόμη και αν συνέβαινε- δεν θα ήταν αρκετό για να σωθούν τα εργαστήρια. Έπρεπε να επαναληφθεί -έστω τη δεκαετία του 1990-, αυτό που συνέβη τη δεκαετία του 1960, όπου μια απάνθρωπη εργασία -ως προς το μόχθο που απαιτούσε- μετατράπηκε σε μια κανονική εργασία, χάρη στη συνεργασία του αγγειοπλάστη και του μηχανουργού. Τώρα όμως θα ήταν απαραίτητη και η παρουσία του χημικού - που η απουσία του τη δεκαετία του 1960 καθόρισε τις εξελίξεις στον κλάδο (τότε που μεγαλοπιάστηκε σε ρυπαρές βιομηχανίες, εκείνη την αλήστου μνήμης "δεκαετία της χημείας"). Φυσικά ο ίδιος "ρομαντισμός" κάποιων πρωτοπόρων της δεκαετίας του 1960 δεν θα μπορούσε να υπάρξει και να λειτουργήσει το 1990· άρα μιλάμε για μια διαφορετική μεθόδευση, οργάνωση και σχεδιασμό των αλλαγών από την μεριά του κράτους, αναπόφευκτες για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κλάδου. Αλλά πρέπει πάντοτε να είναι κανείς συνεχώς σε εγρήγορση για να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει κάθε φορά τα σημεία των καιρών.

      Θεωρούμε ότι αξίζει προστασίας μόνο ό,τι μη ζωντανό: αγάλματα, κολώνες, μνημεία κ.λ.π. Σαν αντικείμενα, αφαιρετικά ως προς τις δραστηριότητες που τα δημιούργησαν. Έτσι προτιμάμε να προστατεύουμε σε μουσεία π.χ. δείγματα της λαϊκής αγγειοπλαστικής και όχι την ίδια τη ζωντανή δραστηριότητα - παρόλο που συνεχίζει να υπάρχει δίπλα μας. Είμαστε πάντοτε πρόθυμοι για τη δικαίωση του νεκρού. Στο πολύπαθο Μαρούσι για παράδειγμα, όσο διάστημα ξηλώνονταν εργαστήρια και δραστηριότητες, υπήρχε εκείνη η σιωπή, που γίνεται ακόμη πιο ...εκκωφαντική εξαιτίας της μεγάλης συζήτησης στα όρια της φλυαρίας που ενέσκηψε στη συνέχεια, όταν όλα πλέον -μη αναστρέψιμα- είχαν τελειώσει. “Όταν ξεφτίζει ένας λαϊκός πολιτισμός και, κατά συνέπεια, παύει να είναι επικίνδυνος, τότε μόνο γίνεται αντικείμενο περιέργειας” έγραψε σε άρθρο του ο Μισέλ Ντε Σαρτώ (Le Monde), αναφερόμενος στην Γαλλία που φαίνεται να ετοιμάζει την ίδια μοίρα για τις δικές της χειροτεχνικές δραστηριότητες. Το επικίνδυνος στη διατύπωση, όπως το εισπράττω και όπως το αντιλαμβάνομαι, δικαιολογείται με την εξής έννοια: Ένας λαϊκός πολιτισμός, που δεν έχει ακόμη μουσειοποιηθεί, δεν έχει μετατραπεί σε μια σειρά από γραφικά στερεότυπα και εξωτισμούς προς απόλαυση της τουριστικής ταχυφαγίας, βοηθάει να γίνει ορατό σήμερα αυτό που θα μπορούσε να είναι η εργασία ολοκληρωμένων ανθρώπων εκτός του πλαισίου της "κεφαλαιοκρατικής (σχεδίασης) αξιοποίησης των μηχανών".

      Πρόσθεσα στην διατύπωση του Μαρξ τον όρο σχεδίαση. Χρειάστηκε η τραυματική εμπειρία του 20ου αιώνα για να το διαπιστώσουμε. Κρίμα, γιατί μια ψύχραιμη ανάγνωση του πρώτου τόμου του "Κεφαλαίου" δείχνει ότι ο Μαρξ είχε επίγνωση του ζητήματος. Για κακή μας τύχη όμως και για λόγους στρατηγικής και απλοποίησης των θεμάτων ίσως, ο Μαρξ δεν "επένδυσε" στο ζήτημα αυτό, δεν το ανέδειξε, δεν το έθιξε. Παρασυρμένος με τη σειρά του από την εποχή του, εστίασε στην "αξιοποίηση", αφήνοντας το ζήτημα του σχεδιασμού των μηχανών εκτός διατύπωσης στην προβληματική που ανέπτυξε. Το άφησε για αργότερα (;), ως πρόβλημα που "θα μαραθεί" από μόνο του αν η αξιοποίηση των μηχανών αλλάξει χέρια; Τι σημασία έχει τώρα; Αυτό που έχει τη σημασία του είναι το γεγονός ότι η μεθόδευση που ακολούθησε επέτρεψε τη διατύπωση και την εμπέδωση απόψεων περί ουδετερότητας των μηχανών. Την ψευδαίσθηση ότι μια 
(συγκεκριμένη) μηχανή μπορεί πάντα να μεταφέρεται και σε ένα περιβάλλον μη "κεφαλαιοκρατικής αξιοποίησης". Με τους όρους του σήμερα, είναι σαν να συνεχίζουμε να λέμε ότι η μετάβαση σε μιαν άλλη οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα πέραν του καπιταλισμού μπορεί να συμβεί διατηρώντας άθικτες τις παραγωγικές δυνάμεις ως έχουν, αρκεί μόνο να αλλάξουν οι παραγωγικές σχέσεις. Το ζήτημα είναι πάντοτε και μόνο ποιος τις κατέχει, ή αλλιώς πώς είναι να πέφτεις από την μια αυταπάτη στην άλλη. Το αναγκαίο της μετάβασης σε μιαν άλλη λογική των πραγμάτων, ενδόμυχα, ο καθένας έχει αρχίσει να το υποψιάζεται. Ποιος δεν θέλει να ανταλλάξει μια ζωή χωρίς νόημα και προορισμό, ποιος δεν θέλει να σταθεί εμπόδιο στις δυνάμεις και τις πρακτικές που οδηγούν με επιταχυνόμενη κίνηση στην κατάρρευση του πλανήτη· της μοναδικής στο σύμπαν κιβωτού που μπορεί και φιλοξενεί μιαν αστείρευτη ποικιλία μορφών ζωής, του μοναδικού ενδιαιτήματος για τον άνθρωπο στο σύμπαν. Η παραδοσιακή αγγειοπλαστική είναι μια άλλη κιβωτός που στο μυστικό της φυλάει, σαν την φλόγα που δεν πρέπει να σβήσει, το ιερό: την ξεχασμένη ουσία του ανθρώπου· καθώς όλο και πιο λίγα θα απομένουν για να μας θυμίζουν στο μέλλον ότι μοναδικός προορισμός, το πεπρωμένο του ανθρώπου είναι το ρίζωμά του στη γη. Ο παραδοσιακός αγγειοπλάστης με το χώμα χορταίνει το βλέμμα του - το παίρνει στα χέρια του και φτιάχνει ουρανό· θα είναι πάντα εκεί να μας θυμίζει μέχρι το τέλος το ξεχασμένο νόημα: δημιουργοί του κόσμου μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, και είμαστε υπεύθυνοι γι' αυτό. 
           
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1)  "Υποκατάστατο προϊόν" σε μια οικονομία χαρακτηρίζεται εκείνο το προϊόν που καταναλώνεται στη θέση κάποιου άλλου που οι καταναλωτές δεν έχουν την αγοραστική δύναμη να καταναλώσουν. Π.χ τα σκεύη μαγειρέματος, τσικάλια, λεκάνες, λαγήνια, κ.λ.π είναι υποκατάστατα αντίστοιχων μεταλλικών, πορσελάνινων κ.λ.π. σκευών, οι γλάστρες από πλαστικό υποκατάστατα των πήλινων κ.ο.κ.).






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου