Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και η γενιά μου



Με αφορμή τον θάνατο του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Στο μακρινό 1981 των φοιτητικών μου χρόνων, ένα αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού "Το Δέντρo" μας είχε μυήσει στην σπουδαία ποίηση της Θεσσαλονίκης. Μόλις λίγα χρόνια πριν είχαμε βγει από τα μαύρα σκοτάδια της δικτατορίας απότομα στο φως. Είμαστε η γενιά που ενηλικιώθηκε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και μας έπεσαν πολλά μαζεμένα που έπρεπε να γνωρίσουμε, που είχαμε στερηθεί την ώρα που έπρεπε, και μας συνέπαιρνε τώρα μια βιασύνη, μια φούρια, να τρέξουμε να καλύψουμε το χαμένο καιρό. Σε εκείνη την θηριώδη, επική εποχή, που παιανίζαμε σε στάδια και σε πορείες - ποτάμια την νεοαποκτημένη κοινωνική ελευθερία μας, από τους Θεσσαλονικείς ποιητές γνωρίζαμε μόνο τον Αναγνωστάκη, επειδή υπήρξε ο πιο πολιτικοποιημένος απ’ όλους, αλλά και χάρη στα ποιήματα που μελοποίησε ο Θεοδωράκης∙ τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου∙ τον Χριστιανόπουλο από τους λίγους στίχους που χρησιμοποίησε ο Σαββόπουλος. Τον Αλέξη Τραϊανό, λόγω της αυτοχειρίας του ένα χρόνο πριν, και μέσα από “το δεύτερο μάτι του Κύκλωπα”, το μικρό βιβλιαράκι των εκδόσεων “Τραμ”, που χώραγε στην τσέπη σου, που παράξενο πως, έφτασε από την Θεσσαλονίκη μέχρι τα κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας - ίσως λόγω της επικαιρότητας του θανάτου του ποιητή. Η πνευματική Θεσσαλονίκη ήταν μια πραγματικότητα που ως γενιά αγνοούσαμε στην πλήρη της έκταση και σε όλες της τις διαστάσεις. 

Ανακαλύπταμε τότε, χάρη στο αφιέρωμα αυτό, ότι η ποίηση μπορεί να είναι χαμηλόφωνη, χωρίς μεγάλες εξάρσεις και χωρίς ο λόγος της να είναι απαραίτητα άμεσα καταγγελτικός. Ότι υπάρχει ποίηση του ελάχιστου, όλων όσων αποφεύγουμε, δεν θέλουμε να κοιτάζουμε, που προσπερνάμε χωρίς να σταθούμε. Ποίηση που αντλεί τόσο από την ψυχική φθορά, από την τριβή σε αδιέξοδα πάθη, όσο και από τη φθορά του τόπου και του αισθήματος. Ποίηση που ξεκινάει από το μοναχικό, απογυμνωμένο από κάθε συλλογικότητα άτομο, εξόριστο ακόμη και από την ίδια την κοινωνική τάξη όπου ανήκει. Ποιητική στάση που επικεντρώνεται στα στοιχεία της προσωπικότητας και της βιογραφίας του “καθ΄ έκαστον ατόμου” που μένουν εκτός περιγραφής, όταν δεν ανάγονται στην κοινωνική ταξική του θέση. Μια ποίηση από την πλευρά των ηττημένων. Εκείνων που ηττήθηκαν έπειτα από μια αποφασιστική μάχη, αλλά και εκείνων που ηττήθηκαν χωρίς μάχη - γιατί ακόμη κι αυτή η δυνατότητα τους αφαιρέθηκε. Οι καταραμένοι αυτού του κόσμου, οι μονίμως, οι εκ γενετής χαμένοι, όχι μόνο ως πολιτικές οντότητες, αλλά ριζικότερα, ως υπάρξεις σε καταστολή που μετατρέπονται σε αντικείμενα, μονοπωλούν θεματικά αυτή την ποίηση. Θα βρουν στέγη εδώ εκείνοι που αρνούνται, που δυσκολεύονται να παραμείνουν λειτουργικοί και παραγωγικοί, ταΐζοντας με σάρκα από τη σάρκα τους τον μινώταυρο - το παράλογο παραγωγικό σύστημα που έχει κυριεύσει κάθε πλευρά της ζωής, και μας περιμένει σαν πεπρωμένο, στοιβάζοντάς μας σε πόλεις αποξένωσης, που στεγνώνουν και εξουθενώνουν τον άνθρωπο. Σ’ αυτές τις συνθήκες, οι σύγχρονοι άγιοι γίνονται ποιητές. Δημιουργικά αυτοκαταστροφικοί, κρατούν μέσα τους άσβηστη τη φλόγα του ανθρώπου, άγρυπνη και αναπαλλοτρίωτη τη συνείδησή τους, χωρίς εκπτώσεις επιβίωσης και επιδόσεις στην τέχνη του εφικτού και των συμβιβασμών. Καταλήγουν έτσι θλιβερές, ρημαγμένες προσόψεις ζωής, που κρύβουν όμως πλούσια εσωτερικά σαν μυστικούς κήπους, προσφέροντας ένα τελευταίο καταφύγιο στην άγρια, ανέγγιχτη από τον τεχνοπολιτισμό, πλευρά του ανθρώπου.  

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης, εισήγαγαν στην ποίηση μια νέα θεματολογία σε ύφος και τρόπο εξομολογητικό. Ποιήματα, μικρά συναξάρια του μοναχικού, περιθωριοποιημένου (ακόμα και από την κοινωνική τάξη του) ατόμου. Ο άνθρωπος στην προβολή του μέσα από τις αλλοτριώσεις και τη φθορά που προκαλούν το αστικό περιβάλλον, οι καθημερινές διαψεύσεις, η πικρή αίσθηση μιας ζωής που δεν έζησε, τα ανεκπλήρωτα της ζωής που κυκλώνουν σαν αρχαίος χορός, η μοναξιά μέσα στο πλήθος, οι μικρές και μεγάλες ήττες, το απραγματοποίητο του έρωτα, η κόλαση των παθών. Όλα τα ζητήματα, δηλαδή, που έθετε η Τέχνη και απέφευγε η πολιτική συζήτηση -όπως ο διάβολος το λιβάνι- εκείνη την ηρωική εποχή, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, τότε που ο άνθρωπος έπρεπε να είναι από μάρμαρο ή από σίδερο (1). Θέματα που εγκαταλείπονται στο πεδίο της μάχης, και πέφτουν στα χέρια του εχθρού. Μέσα από μια θεωρητική απεραντολογία η σημασία και ο ρόλος τους υποβαθμίζονται, απαξιώνονται ως μη πολιτικά, θεωρούνται κατάλοιπα μικροαστισμού, συμπτωματολογία αστικής παρακμής και σήψης, υπαναχώρηση στην ατομικιστική προβληματική - που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποδυναμώνουν την ταξική πάλη. 

Η ξύλινη, δογματική, κυρίαρχη πολιτική σκέψη όλα τα κρίσιμα χρόνια του 20ου αιώνα, δεν διέβλεψε το ριζοσπαστικό πολιτικό στοιχείο που ελλοχεύει στην θεματική που έχει κέντρο της το υποκείμενο. Η μεγάλη συζήτηση που άνοιξε στον κινηματικό 20o αιώνα, με τον Μάη του ’68, την Κριτική Θεωρία και όλα όσα ενέπνευσε, τους καταστασιακούς, κ.α. δεν ευοδώθηκε. Το ανοιχτό ζήτημα, πώς θα μπορούσε η υποκειμενική συνείδηση, σε όλες της τις εκφορές και εκφάνσεις να ενταχθεί εμπλουτίζοντας διαρκώς τη συλλογική δράση, δεν έφτασε ποτέ μέχρι την πόρτα μας, για λόγους που έχουν να κάνουν με την πολιτική μας ιστορία. Το άτομο, στους αγώνες του για δικαιώματα, αντιμετωπιζόταν πάντοτε, αποκλειστικά, ως παραγωγική μονάδα ενταγμένη στο πλαίσιο που έθετε κάθε φορά ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής και οι μεταμορφώσεις του. Ό Μαρκούζε κατανόησε αρκετά νωρίς τις συνέπειες που είχε μια “κανονιστική αντίληψη για την υλική βάση ως την αληθινή πραγματικότητα”, η πολιτική υποτίμηση όλων των μη υλικών δυνάμεων, “ιδιαίτερα της ατομικής συνείδησης, του ατομικού υποσυνείδητου, και της πολιτικής τους λειτουργίας”. Επιγραμματικά “η υποτίμηση της υποκειμενικότητας, αναφορικά με την πολιτική οικονομία”. 

Η κακή κληρονομιά του παλαιού, ατυχούς όπως αποδείχθηκε, θεωρητικού σχήματος "βάση/εποικοδόμημα", συνέχισε να παράγει ξανά και ξανά στρεβλώσεις, αγκυλώσεις, μηχανιστικά στερεότυπα, να εφευρίσκει ανύπαρκτους ντετερμινισμούς και αιτιοκρατικά σχήματα εκεί που δεν υφίστανται, ήδη από την εποχή που διατυπώθηκε. Ξεκίνησε ως μια θεωρητική κατασκευή του ίδιου του Μαρξ, σαν μια μορφή μεθοδολογικής ευκολίας που επέτρεψε στον εαυτό του. Αν μπορούσε όμως να διαβλέψει τι ζημιά θα προκαλούσε στο μέλλον η καταχρηστική, αντιδιαλεκτική εφαρμογή της από επιμηθείς επιγόνους, θα μετάνιωνε πικρά και θα την έπαιρνε πίσω. Αυτός ο αυτοματισμός της σκέψης, στα νύχια των διαφόρων μαρξισμών, ξέφυγε εντελώς από τις προθέσεις και τα όρια εφαρμογής του που είχε θέσει ο ίδιος ο Μαρξ. Επέτρεπε να στέλνονται στο "εποικοδόμημα" (κάτι σαν κάλαθο των αχρήστων) αυτά τα (ενοχλητικά) ζητήματα, περιμένοντας εκεί να μαραθούν, να διαλυθούν, να εξαφανιστούν από μόνα τους, με την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων. Την κατάργηση δηλαδή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, που θα σηματοδοτούσε το τέλος όλων των μορφών αλλοτρίωσης. Αλλά πώς φτάνουμε μέχρι εκεί; και τι κάνουμε εν τω μεταξύ; Και τι μας εγγυάται ότι όλα αυτά που αποσιωπώνται, και συνθέτουν την δυστυχισμένη συνείδηση, θα εξαφανιστούν από μόνα τους από το πρόσωπο της πραγματικότητας σαν τα συμπτώματα μιας αρρώστιας, σε μια παθολογία που ακολουθεί την αιτιοκρατία που ορίζει η θεωρία σου; Γιατί, αντίθετα, αυτές οι παθογένειες να μην παραμείνουν, να μην δημιουργήσουν πραγματικότητα, να μην αναγεννηθούν ή αναζωογονηθούν, επιμολύνοντας και τη διάδοχη κατάσταση που θα προκύψει; Δεν ήταν χωρίς λόγο, ένα απλό ευφυολόγημα, όταν σε μια στιγμή ιερής αγανάκτησης σχολίασε ο Μαρξ, “εγώ δεν είμαι μαρξιστής”. 

Φαίνεται ότι ο Καβάφης επηρέασε και καθόρισε τους ποιητές της Θεσσαλονίκης -και πιο έντονα από όλους τον Χριστιανόπουλο- πολύ πριν να συμβεί και σε ποιητές της Αθήνας, του Κέντρου (αφού η πνευματική ζωή στον τόπο μας έχει κέντρο και περιφέρεια). Ο Καρυωτάκης υπήρξε μια δεύτερη επίσης σημαντική επιρροή, που επέδρασε περισσότερο καταλυτικά στον Αναγνωστάκη. Πίσω από αυτές τις δύο βασικές επιρροές, κρύβεται βέβαια ο Μπωντλέρ, ο ποιητής που άλλαξε τη σύγχρονη ποίηση, με το άνοιγμα που επιχείρησε στη θεματολογία του, αλλά και το “κλίμα” που ήξερε να δημιουργεί με τους στίχους του. Όσο επαναστατική ήταν η ποίησή του στο περιεχόμενο, τόσο συντηρητική ήταν στις μορφικές επιλογές του. Διατηρεί -με πανουργία- μορφικά τον παραδοσιακό στίχο, και αφήνει το οξύ της ειρωνείας να τον διαβρώνει. Στρατηγική αποτελεσματική μιας ποιητικής που σε μεθάει σε σημείο να γκρεμίσεις τα τείχη της πόλης σου, να αμβλυνθούν οι αντιστάσεις σου, ώστε να αφήσεις να περάσει ολόκληρη παρέλαση από “καταραμένα” θέματα. Η ποίηση της Θεσσαλονίκης εντάσσεται σε αυτή την πνευματική παράδοση, που ανοίγει, ξεκλειδώνει “απαγορευμένες ζώνες στη φύση και την κοινωνία” (Μαρκούζε). Οι Ποιητές της Αθήνας, βρίσκονταν κάτω από διαφορετικές επιδράσεις και επιρροές, ίσως και λόγω του ότι ζούσαν σε μια αδιάφορη πόλη, χωρίς “κλίμα” (σε αντίθεση με την Θεσσαλονίκη, που ακόμη και ο τελευταίος συρμός, κατά κόρον, της αποδίδει). Επιζητούσαν -με ένα μόνιμο και σταθερό ενδιαφέρον- να ενσωματώσουν και να αφομοιώσουν υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ποίησή τους. Το στοίχημά τους απέναντι στην ποίηση ήταν ένας εξελληνισμένος υπερρεαλισμός. Επιδίδονταν στον ένα μορφικό πειραματισμό μετά τον άλλο για να το επιτύχουν, πασχίζοντας να διαμορφώσουν το προσωπικό τους ύφος. Δομικό ελάχιστο στοιχείο του ποιήματος γίνεται γι αυτούς η αποφασιστική λέξη που έλκει γύρω της μαγικά το στίχο. Η ποίηση ισοδυναμεί με ρήξεις μέσα στα γεωλογικά στρώματα της γλώσσας. Δείχνουν ενδιαφέρον, δηλαδή, για όλα όσα άφηναν παγερά αδιάφορους, όλους σχεδόν χωρίς εξαίρεση, τους ποιητές της Θεσσαλονίκης. 

Η ποιητική λειτουργία στην χαμηλόφωνη, εξομολογητική και χωρίς εξάρσεις ποίηση του Βορρά, μοχθεί για την ποιητική στιγμή, που θα προκύπτει -αβίαστα- από την ατμόσφαιρα που δημιουργεί και υποβάλει ο έντεχνος συντονισμός, η ενορχήστρωση των στίχων – εικόνων του ποιήματος. Εικόνες που φυλλορροούν από το ορυχείο της βιωματικής μνήμης του ποιητή, αποσπασμένες από τον χώρο του “μυστικού” του πάσχοντος-ποιητή. Γλωσσικές ρήξεις εδώ δεν υπάρχουν. Οι ποιητές (υπο)δέχονται τη γλώσσα όπως είναι. Παλίμψηστη. Γιατί η γλώσσα γι αυτούς είναι κιβωτός. Ό,τι μπορεί να περισωθεί στη μνήμη της γλώσσας, αποτελεί την πρώτη ύλη αυτής της ποίησης. Σε αυτή την ποιητική, είναι ο στίχος που επιλέγει και καθορίζει τη λέξη και την κάνει αποτελεσματική και καίρια, και όχι το αντίστροφο. Στίχοι που έρχονται να συντρέξουν τον πάσχοντα - ποιητή, που κυματίζουν, διαπλέκονται, συστρέφονται, περιελίσσονται, μηχανεύονται, ενορχηστρώνουν το ποιητικό πάθος, ανασύρουν από τα βάθη των σπλάχνων, σωματοποιημένο, το καίριο υπαινικτικό νόημα - την ίδια ώρα που αιματώνει και το νου. Αυτή η ποίηση σε θέλει ολόκληρο, μέχρι και το τελευταίο σου κύτταρο, με όλη σου τη σάρκα, τα οστά και το αίμα σου, να σε δονήσει σύγκορμο σαν μουσική – θέτοντας σε εφαρμογή όλους τους νόμους της. 

Ο Χριστιανόπουλος, ήταν ο πιο αιρετικός από όλους τους ποιητές της Θεσσαλονίκης, αλλά και ό πιο άμεσος, ο λιγότερο υπαινικτικός απέναντι στις αλήθειες που έφερνε με την ποίησή του στην πόλη. Δεν δίστασε να εκτεθεί, να τσαλακωθεί ο ίδιος, να ταπεινωθεί αυτοσαρκαζόμενος, να δώσει αφορμές ακόμη και για να λοιδωρηθεί. Είχε κληρονομήσει την αυτοπεποίθηση και την ικανότητα αυτογνωσίας του Καβάφη σε σχέση με την αξία της τέχνης του, που του έδιναν τη δύναμη και το πάθος να εκφράσει ένα "κάτω κόσμο" ζωντανών - νεκρών μέσα από μια ποίηση - αλήθεια. 

Του αποδίδεται ότι δεν υπήρξε και ο πιο εύκολος άνθρωπος στις συναναστροφές του με ομότεχνους και μη. Αλλά όταν σηκώνεις ένα τέτοιο βαρύ πεπρωμένο στους ώμους σου, φοβάσαι ακόμη και τη σκιά σου, μη τυχόν βρεθείς λίγο μπόσικος, ευκολομεταχείριστος. Πρέπει να εμφανίζεσαι επιφυλακτικός και γεμάτος αγκάθια σαν κάκτος, απέναντι στους σκοπούς του καθενός που θα σε πλησιάσει. Πατώντας στον ισχυρό καβαφικό κανόνα, τόλμησε, χωρίς να μασάει τα λόγια του, χωρίς να μετριάζει ούτε χιλιοστό την αιχμηρότητά του -και όταν ακόμη άρχισαν να τον μπουκώνουν με βραβεία και τιμές-, να ρίξει φως στα πιο πηχτά σκοτάδια, εκεί που ανασαίνει μια άλλη "πόλη" κάτω από την πόλη του - στην κόλαση του διαφορετικού. Έστρεψε την ποίησή του εκεί που κατοικούν όλα όσα οι τυχεροί της κανονικότητας δεν θέλουν να ξέρουν, ούτε καν να υποψιάζονται ότι υπάρχουν, και μας ανάγκασε με τον τρόπο του να κοιτάξουμε. Και το έκανε σε πρώτο πρόσωπο - “μη με κατηγορήσετε ότι δεν βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα”. 

Το "στριμμένος" με το οποίο αυτοσαρκαζόταν, η μισανθρωπία που του αποδίδουν, είναι πράγματι εκδηλώσεις μίσους, αλλά όχι για τον αδύναμο άνθρωπο, τον άνθρωπο που υποφέρει, τον λαϊκό άνθρωπο. Είναι μίσος για τον αδιάφορο, γι’ αυτόν που πατά επί πτωμάτων, που για να “πετύχει” πουλάει την ψυχή του στον διάβολο, τον άνθρωπο που έχει απολέσει την ανθρωπιά του. Και τους μισεί ενστικτωδώς όλους αυτούς, όχι γιατί είναι βολεμένοι και τυχεροί, αλλά γιατί κρίνουν αβασάνιστα με κυνισμό και ευκολία, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να καταλάβουν. Καταδικάζουν, επειδή έχουν την εξουσία και τη δύναμη να το κάνουν, όλα όσα δεν αφορούν τις ζωές και τις επιλογές τους, ό,τι δεν καταλαβαίνουν. Σ' αυτούς, λοιπόν, απευθύνεται ο ποιητής με τον ιδιαίτερο αλλά καίριο τρόπο του. Ανεβοκατεβαίνει στην κόλαση με αναβατόριο μια ποίηση-αλήθεια, και το πράττει στη θέση μας, μπαίνει στον κόπο της κοινωνίας. Όχι ανώδυνα, σαν τουριστικός προορισμός στην κόλαση, αλλά θυσιαστικά, προσφέροντας τον εαυτό του σαν σφαχτό στα χέρια μας. Μας αναγκάζει με την τέχνη του να γυρίσουμε, να λερώσουμε το βλέμμα μας, να κοιτάξουμε θέλουμε δεν θέλουμε, μας μαθαίνει να μην αποστρέφουμε μπροστά σε ό,τι σιχαινόμαστε μόνο και μόνο γιατί τολμά και υπάρχει, να μην αποστρέφουμε το πρόσωπο μπροστά στην αλήθεια, όσο αποκρουστική και αν μας φαίνεται η μορφή της. 

Θητεία που δεν έχει τέλος στην κόλαση των ζωντανών - νεκρών της πόλης, που ντύνονται το σκοτάδι για να μπορέσουν να υπάρξουν, είναι η ποίηση για τον Χριστιανόπουλο. Απ’ την αρχή, επιδίωξή του ήταν να καταφέρει να κατακτήσει με τα εκφραστικά του μέσα, αισθητικά, την απλότητα της λαϊκής έκφρασης. Να κάνεις ποίηση ανεπιτήδευτα - όπως μιλάς. Δεν φοβήθηκε τη φθορά που έχει υποστεί η έννοια του λαϊκού, γιατί ήξερε μέσα από τον βίο του, που να συναντήσει το λαϊκό στοιχείο μέσα στην αυθεντικότητά του, πως να το ξεχωρίζει από το λαϊκιστικό και το επίπλαστο. Λαϊκό είναι γι' αυτόν οτιδήποτε, δημιουργικά, διαφεύγει από τον έλεγχο, τις συμπεριφορές και τους κανόνες που επιβάλλονται “εκ των άνω”, ερήμην μας. Τη λαϊκή έκφραση, μέσα στην αυθεντικότητά της, την ανακαλύψαμε κάποια στιγμή στο ρεμπέτικο. Ένας αθέατος κόσμος, που ο πλούτος του ανακαλύφθηκε από τους αστούς το 1960, αλλά από εκείνη τη στιγμή το ρεμπέτικο έχασε την ψυχή του, και πολύ σύντομα έσβησε. 

Συνέβη όπως στις σκηνές με τις κατακόμβες στην ταινία Ρόμα του Φελίνι. Καθώς έσκαβαν για τα έργα του μετρό της Ρώμης, έρχονταν στο φως υπόγειες κατακόμβες, και ένας πλούτος τοιχογραφιών. Ο κινηματογραφικός φακός τις κατέγραφε να εμφανίζονται για λίγο, και να εξαφανίζονται σταδιακά μπροστά στα μάτια μας. διαλύονταν από την επαφή τους με το φως και τον αέρα. Τα ίχνη της λαϊκής ψυχής που ανακαλύψαμε στο ρεμπέτικο χάθηκαν και πάλι όταν το είδος αλώθηκε και αναλώθηκε από την μικροαστική υποκρισία και αναυθεντικότητα. Στη θέση του είχαμε φτηνές απομιμήσεις και κακόγουστες ρεπλίκες. Αλλά η λαϊκή ψυχή συνεχίζει να υπάρχει, να μοχθεί και να δημιουργεί -ποτέ δεν πεθαίνει-. Υπάρχουν στιγμές που ξεμυτίζει από το υπόγειο, εμφανίζεται ξανά για να επικοινωνήσει την αλήθεια της, να εμπλουτίσει σαν ηφαίστειο την επιφάνεια της πραγματικότητας με νέο γόνιμο “έδαφος”. O Χριστιανόπουλος, με την ποίησή του, τις αναζητήσεις του στο ρεμπέτικο, και ό,τι άλλο διέπραξε, ανανέωσε την έννοια του λαϊκού - νοηματοδοτώντας την από την αρχή, τινάζοντας από πάνω της τη σκόνη της φθοράς της - έπειτα από τόσο κακή χρήση που είχε υποστεί. 

Ο Χριστιανόπουλος ήταν ικανοποιημένος με τον εαυτό του και το έργο του, πίστευε στο τέλος ότι σαν ποιητής έφευγε “πλήρης ημερών” – είπε ό,τι είχε να πει, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του και με το παραπάνω, φτάνοντας μάλιστα μέχρι του σημείου εξουθένωσης που σε βάζει στον πειρασμό να τα βροντήξεις όλα κάτω και να τα παρατήσεις. Αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, να κουβαλάει σταυρό, ένα προορισμό εκ γενετής - απέναντι στον οποίο το να εγκαταλείψεις ισοδυναμεί με προδοσία. Τόσους και τόσους είδε να εγκαταλείπουν μέσα στα χρόνια του - είδε τον Αναγνωστάκη. Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. «…Είμαι άνθρωπος κι εγώ, επιτέλους κουράστηκα, πως το λένε, κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;”. “Εγκαταλείπω την ποίηση δεν θα πει προδοσία”. Στην περίπτωσή του όμως εκείνο το γεμάτο αγανάκτηση "εγκαταλείπω την ποίηση", το αισθάνεται να έχει άλλη βαρύτητα. Σπεύδει να το συνδέσει αμέσως με το “Δεν θα πει προδοσία”. Το λέει -με τον καβαφικό τρόπο- πιο πολύ για να το πιστέψει ο ίδιος. Γιατί προδοσία όμως; Επειδή θα μας στερούσε από μερικά σπουδαία ποιήματα - που δεν θα έπαιρνε κανένας χαμπάρι την έλλειψή τους; Τόσα και τόσα σπουδαία ποιήματα μας στέρησαν τα κρεματόρια και τα άλλα σφαγεία του 20ου αιώνα. Από έναν άνθρωπο που ταπεινώθηκε τόσο πολύ στη ζωή του, που εκτέθηκε όσο κανένας άλλος, δεν περιμένεις να σημαίνει μια τόσο κούφια ματαιοδοξία. Είναι προδοσία απέναντι σε αυτό με το οποίο θεωρεί χρεωμένο τον εαυτό του, αυτό που δίνει νόημα και δικαίωση στην ύπαρξή του. Μέσα από την προσωπική του εξομολόγηση, από ποίημα σε ποίημα, να χαρίσει φωνή, να κάνει να ακουστούν στη διαπασών οι φωνές των κολασμένων του κόσμου τούτου, τόσο δυνατά που θα αναγκάσει όλους τους άλλους να σωπάσουν. Στην ώρα του κατακλυσμού που βλέπει να έρχεται ο ποιητής “όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι” είναι αυτοί που τώρα “πρέπει επιτέλους να σωπάσουν”. Σ’ αυτόν τον προορισμό ο ποιητής ξέρει ότι δεν υπάρχει “αντ’ αυτού”, να πάρει τη θέση του και να επωμιστεί το φορτίο του, επειδή αυτός κουράστηκε. Είναι αποκλειστικά δικό του πεπρωμένο. Θα επιτρέψει στον εαυτό του μόνο μια στιγμιαία εκδήλωση αδυναμίας, που κι αυτή ακόμη μετατρέπεται σε ένα σπουδαίο ποίημα. 

 Γιάννης Ψαραύτης


Από την συλλογή Του Ν. Χριστιανόπουλου “ο αλλήθωρος”


Από την συλλογή Του Ν. Χριστιανόπουλου “ο αλλήθωρος”


(1) Αναφορά στους τίτλους ταινιών του Αντρέι Βάιντα, “ο άνθρωπος από μάρμαρο”, “ο άνθρωπος από σίδερο”, που προβλήθηκαν το 1977 και 1981 αντίστοιχα.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η αισθητική διάσταση, Χέμπερτ Μαρκούζε, 1978 (μετ. εκδόσεις ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ, 1998).

Ποιητές της Θεσσαλονίκης, περιοδικό "Το Δέντρο", τεύχος 18, 1981.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου