Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και η γενιά μου



Με αφορμή τον θάνατο του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Στο μακρινό 1981 των φοιτητικών μου χρόνων, ένα αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού "Το Δέντρo" μας είχε μυήσει στην σπουδαία ποίηση της Θεσσαλονίκης. Μόλις λίγα χρόνια πριν είχαμε βγει από τα μαύρα σκοτάδια της δικτατορίας απότομα στο φως. Είμαστε η γενιά που ενηλικιώθηκε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και μας έπεσαν πολλά μαζεμένα που έπρεπε να γνωρίσουμε, που είχαμε στερηθεί την ώρα που έπρεπε, και μας συνέπαιρνε τώρα μια βιασύνη, μια φούρια, να τρέξουμε να καλύψουμε το χαμένο καιρό. Σε εκείνη την θηριώδη, επική εποχή, που παιανίζαμε σε στάδια και σε πορείες - ποτάμια την νεοαποκτημένη κοινωνική ελευθερία μας, από τους Θεσσαλονικείς ποιητές γνωρίζαμε μόνο τον Αναγνωστάκη, επειδή υπήρξε ο πιο πολιτικοποιημένος απ’ όλους, αλλά και χάρη στα ποιήματα που μελοποίησε ο Θεοδωράκης∙ τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου∙ τον Χριστιανόπουλο από τους λίγους στίχους που χρησιμοποίησε ο Σαββόπουλος. Τον Αλέξη Τραϊανό, λόγω της αυτοχειρίας του ένα χρόνο πριν, και μέσα από “το δεύτερο μάτι του Κύκλωπα”, το μικρό βιβλιαράκι των εκδόσεων “Τραμ”, που χώραγε στην τσέπη σου, που παράξενο πως, έφτασε από την Θεσσαλονίκη μέχρι τα κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας - ίσως λόγω της επικαιρότητας του θανάτου του ποιητή. Η πνευματική Θεσσαλονίκη ήταν μια πραγματικότητα που ως γενιά αγνοούσαμε στην πλήρη της έκταση και σε όλες της τις διαστάσεις. 

Ανακαλύπταμε τότε, χάρη στο αφιέρωμα αυτό, ότι η ποίηση μπορεί να είναι χαμηλόφωνη, χωρίς μεγάλες εξάρσεις και χωρίς ο λόγος της να είναι απαραίτητα άμεσα καταγγελτικός. Ότι υπάρχει ποίηση του ελάχιστου, όλων όσων αποφεύγουμε, δεν θέλουμε να κοιτάζουμε, που προσπερνάμε χωρίς να σταθούμε. Ποίηση που αντλεί τόσο από την ψυχική φθορά, από την τριβή σε αδιέξοδα πάθη, όσο και από τη φθορά του τόπου και του αισθήματος. Ποίηση που ξεκινάει από το μοναχικό, απογυμνωμένο από κάθε συλλογικότητα άτομο, εξόριστο ακόμη και από την ίδια την κοινωνική τάξη όπου ανήκει. Ποιητική στάση που επικεντρώνεται στα στοιχεία της προσωπικότητας και της βιογραφίας του “καθ΄ έκαστον ατόμου” που μένουν εκτός περιγραφής, όταν δεν ανάγονται στην κοινωνική ταξική του θέση. Μια ποίηση από την πλευρά των ηττημένων. Εκείνων που ηττήθηκαν έπειτα από μια αποφασιστική μάχη, αλλά και εκείνων που ηττήθηκαν χωρίς μάχη - γιατί ακόμη κι αυτή η δυνατότητα τους αφαιρέθηκε. Οι καταραμένοι αυτού του κόσμου, οι μονίμως, οι εκ γενετής χαμένοι, όχι μόνο ως πολιτικές οντότητες, αλλά ριζικότερα, ως υπάρξεις σε καταστολή που μετατρέπονται σε αντικείμενα, μονοπωλούν θεματικά αυτή την ποίηση. Θα βρουν στέγη εδώ εκείνοι που αρνούνται, που δυσκολεύονται να παραμείνουν λειτουργικοί και παραγωγικοί, ταΐζοντας με σάρκα από τη σάρκα τους τον μινώταυρο - το παράλογο παραγωγικό σύστημα που έχει κυριεύσει κάθε πλευρά της ζωής, και μας περιμένει σαν πεπρωμένο, στοιβάζοντάς μας σε πόλεις αποξένωσης, που στεγνώνουν και εξουθενώνουν τον άνθρωπο. Σ’ αυτές τις συνθήκες, οι σύγχρονοι άγιοι γίνονται ποιητές. Δημιουργικά αυτοκαταστροφικοί, κρατούν μέσα τους άσβηστη τη φλόγα του ανθρώπου, άγρυπνη και αναπαλλοτρίωτη τη συνείδησή τους, χωρίς εκπτώσεις επιβίωσης και επιδόσεις στην τέχνη του εφικτού και των συμβιβασμών. Καταλήγουν έτσι θλιβερές, ρημαγμένες προσόψεις ζωής, που κρύβουν όμως πλούσια εσωτερικά σαν μυστικούς κήπους, προσφέροντας ένα τελευταίο καταφύγιο στην άγρια, ανέγγιχτη από τον τεχνοπολιτισμό, πλευρά του ανθρώπου.  

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης, εισήγαγαν στην ποίηση μια νέα θεματολογία σε ύφος και τρόπο εξομολογητικό. Ποιήματα, μικρά συναξάρια του μοναχικού, περιθωριοποιημένου (ακόμα και από την κοινωνική τάξη του) ατόμου. Ο άνθρωπος στην προβολή του μέσα από τις αλλοτριώσεις και τη φθορά που προκαλούν το αστικό περιβάλλον, οι καθημερινές διαψεύσεις, η πικρή αίσθηση μιας ζωής που δεν έζησε, τα ανεκπλήρωτα της ζωής που κυκλώνουν σαν αρχαίος χορός, η μοναξιά μέσα στο πλήθος, οι μικρές και μεγάλες ήττες, το απραγματοποίητο του έρωτα, η κόλαση των παθών. Όλα τα ζητήματα, δηλαδή, που έθετε η Τέχνη και απέφευγε η πολιτική συζήτηση -όπως ο διάβολος το λιβάνι- εκείνη την ηρωική εποχή, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, τότε που ο άνθρωπος έπρεπε να είναι από μάρμαρο ή από σίδερο (1). Θέματα που εγκαταλείπονται στο πεδίο της μάχης, και πέφτουν στα χέρια του εχθρού. Μέσα από μια θεωρητική απεραντολογία η σημασία και ο ρόλος τους υποβαθμίζονται, απαξιώνονται ως μη πολιτικά, θεωρούνται κατάλοιπα μικροαστισμού, συμπτωματολογία αστικής παρακμής και σήψης, υπαναχώρηση στην ατομικιστική προβληματική - που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποδυναμώνουν την ταξική πάλη. 

Η ξύλινη, δογματική, κυρίαρχη πολιτική σκέψη όλα τα κρίσιμα χρόνια του 20ου αιώνα, δεν διέβλεψε το ριζοσπαστικό πολιτικό στοιχείο που ελλοχεύει στην θεματική που έχει κέντρο της το υποκείμενο. Η μεγάλη συζήτηση που άνοιξε στον κινηματικό 20o αιώνα, με τον Μάη του ’68, την Κριτική Θεωρία και όλα όσα ενέπνευσε, τους καταστασιακούς, κ.α. δεν ευοδώθηκε. Το ανοιχτό ζήτημα, πώς θα μπορούσε η υποκειμενική συνείδηση, σε όλες της τις εκφορές και εκφάνσεις να ενταχθεί εμπλουτίζοντας διαρκώς τη συλλογική δράση, δεν έφτασε ποτέ μέχρι την πόρτα μας, για λόγους που έχουν να κάνουν με την πολιτική μας ιστορία. Το άτομο, στους αγώνες του για δικαιώματα, αντιμετωπιζόταν πάντοτε, αποκλειστικά, ως παραγωγική μονάδα ενταγμένη στο πλαίσιο που έθετε κάθε φορά ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής και οι μεταμορφώσεις του. Ό Μαρκούζε κατανόησε αρκετά νωρίς τις συνέπειες που είχε μια “κανονιστική αντίληψη για την υλική βάση ως την αληθινή πραγματικότητα”, η πολιτική υποτίμηση όλων των μη υλικών δυνάμεων, “ιδιαίτερα της ατομικής συνείδησης, του ατομικού υποσυνείδητου, και της πολιτικής τους λειτουργίας”. Επιγραμματικά “η υποτίμηση της υποκειμενικότητας, αναφορικά με την πολιτική οικονομία”. 

Η κακή κληρονομιά του παλαιού, ατυχούς όπως αποδείχθηκε, θεωρητικού σχήματος "βάση/εποικοδόμημα", συνέχισε να παράγει ξανά και ξανά στρεβλώσεις, αγκυλώσεις, μηχανιστικά στερεότυπα, να εφευρίσκει ανύπαρκτους ντετερμινισμούς και αιτιοκρατικά σχήματα εκεί που δεν υφίστανται, ήδη από την εποχή που διατυπώθηκε. Ξεκίνησε ως μια θεωρητική κατασκευή του ίδιου του Μαρξ, σαν μια μορφή μεθοδολογικής ευκολίας που επέτρεψε στον εαυτό του. Αν μπορούσε όμως να διαβλέψει τι ζημιά θα προκαλούσε στο μέλλον η καταχρηστική, αντιδιαλεκτική εφαρμογή της από επιμηθείς επιγόνους, θα μετάνιωνε πικρά και θα την έπαιρνε πίσω. Αυτός ο αυτοματισμός της σκέψης, στα νύχια των διαφόρων μαρξισμών, ξέφυγε εντελώς από τις προθέσεις και τα όρια εφαρμογής του που είχε θέσει ο ίδιος ο Μαρξ. Επέτρεπε να στέλνονται στο "εποικοδόμημα" (κάτι σαν κάλαθο των αχρήστων) αυτά τα (ενοχλητικά) ζητήματα, περιμένοντας εκεί να μαραθούν, να διαλυθούν, να εξαφανιστούν από μόνα τους, με την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων. Την κατάργηση δηλαδή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, που θα σηματοδοτούσε το τέλος όλων των μορφών αλλοτρίωσης. Αλλά πώς φτάνουμε μέχρι εκεί; και τι κάνουμε εν τω μεταξύ; Και τι μας εγγυάται ότι όλα αυτά που αποσιωπώνται, και συνθέτουν την δυστυχισμένη συνείδηση, θα εξαφανιστούν από μόνα τους από το πρόσωπο της πραγματικότητας σαν τα συμπτώματα μιας αρρώστιας, σε μια παθολογία που ακολουθεί την αιτιοκρατία που ορίζει η θεωρία σου; Γιατί, αντίθετα, αυτές οι παθογένειες να μην παραμείνουν, να μην δημιουργήσουν πραγματικότητα, να μην αναγεννηθούν ή αναζωογονηθούν, επιμολύνοντας και τη διάδοχη κατάσταση που θα προκύψει; Δεν ήταν χωρίς λόγο, ένα απλό ευφυολόγημα, όταν σε μια στιγμή ιερής αγανάκτησης σχολίασε ο Μαρξ, “εγώ δεν είμαι μαρξιστής”. 

Φαίνεται ότι ο Καβάφης επηρέασε και καθόρισε τους ποιητές της Θεσσαλονίκης -και πιο έντονα από όλους τον Χριστιανόπουλο- πολύ πριν να συμβεί και σε ποιητές της Αθήνας, του Κέντρου (αφού η πνευματική ζωή στον τόπο μας έχει κέντρο και περιφέρεια). Ο Καρυωτάκης υπήρξε μια δεύτερη επίσης σημαντική επιρροή, που επέδρασε περισσότερο καταλυτικά στον Αναγνωστάκη. Πίσω από αυτές τις δύο βασικές επιρροές, κρύβεται βέβαια ο Μπωντλέρ, ο ποιητής που άλλαξε τη σύγχρονη ποίηση, με το άνοιγμα που επιχείρησε στη θεματολογία του, αλλά και το “κλίμα” που ήξερε να δημιουργεί με τους στίχους του. Όσο επαναστατική ήταν η ποίησή του στο περιεχόμενο, τόσο συντηρητική ήταν στις μορφικές επιλογές του. Διατηρεί -με πανουργία- μορφικά τον παραδοσιακό στίχο, και αφήνει το οξύ της ειρωνείας να τον διαβρώνει. Στρατηγική αποτελεσματική μιας ποιητικής που σε μεθάει σε σημείο να γκρεμίσεις τα τείχη της πόλης σου, να αμβλυνθούν οι αντιστάσεις σου, ώστε να αφήσεις να περάσει ολόκληρη παρέλαση από “καταραμένα” θέματα. Η ποίηση της Θεσσαλονίκης εντάσσεται σε αυτή την πνευματική παράδοση, που ανοίγει, ξεκλειδώνει “απαγορευμένες ζώνες στη φύση και την κοινωνία” (Μαρκούζε). Οι Ποιητές της Αθήνας, βρίσκονταν κάτω από διαφορετικές επιδράσεις και επιρροές, ίσως και λόγω του ότι ζούσαν σε μια αδιάφορη πόλη, χωρίς “κλίμα” (σε αντίθεση με την Θεσσαλονίκη, που ακόμη και ο τελευταίος συρμός, κατά κόρον, της αποδίδει). Επιζητούσαν -με ένα μόνιμο και σταθερό ενδιαφέρον- να ενσωματώσουν και να αφομοιώσουν υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ποίησή τους. Το στοίχημά τους απέναντι στην ποίηση ήταν ένας εξελληνισμένος υπερρεαλισμός. Επιδίδονταν στον ένα μορφικό πειραματισμό μετά τον άλλο για να το επιτύχουν, πασχίζοντας να διαμορφώσουν το προσωπικό τους ύφος. Δομικό ελάχιστο στοιχείο του ποιήματος γίνεται γι αυτούς η αποφασιστική λέξη που έλκει γύρω της μαγικά το στίχο. Η ποίηση ισοδυναμεί με ρήξεις μέσα στα γεωλογικά στρώματα της γλώσσας. Δείχνουν ενδιαφέρον, δηλαδή, για όλα όσα άφηναν παγερά αδιάφορους, όλους σχεδόν χωρίς εξαίρεση, τους ποιητές της Θεσσαλονίκης. 

Η ποιητική λειτουργία στην χαμηλόφωνη, εξομολογητική και χωρίς εξάρσεις ποίηση του Βορρά, μοχθεί για την ποιητική στιγμή, που θα προκύπτει -αβίαστα- από την ατμόσφαιρα που δημιουργεί και υποβάλει ο έντεχνος συντονισμός, η ενορχήστρωση των στίχων – εικόνων του ποιήματος. Εικόνες που φυλλορροούν από το ορυχείο της βιωματικής μνήμης του ποιητή, αποσπασμένες από τον χώρο του “μυστικού” του πάσχοντος-ποιητή. Γλωσσικές ρήξεις εδώ δεν υπάρχουν. Οι ποιητές (υπο)δέχονται τη γλώσσα όπως είναι. Παλίμψηστη. Γιατί η γλώσσα γι αυτούς είναι κιβωτός. Ό,τι μπορεί να περισωθεί στη μνήμη της γλώσσας, αποτελεί την πρώτη ύλη αυτής της ποίησης. Σε αυτή την ποιητική, είναι ο στίχος που επιλέγει και καθορίζει τη λέξη και την κάνει αποτελεσματική και καίρια, και όχι το αντίστροφο. Στίχοι που έρχονται να συντρέξουν τον πάσχοντα - ποιητή, που κυματίζουν, διαπλέκονται, συστρέφονται, περιελίσσονται, μηχανεύονται, ενορχηστρώνουν το ποιητικό πάθος, ανασύρουν από τα βάθη των σπλάχνων, σωματοποιημένο, το καίριο υπαινικτικό νόημα - την ίδια ώρα που αιματώνει και το νου. Αυτή η ποίηση σε θέλει ολόκληρο, μέχρι και το τελευταίο σου κύτταρο, με όλη σου τη σάρκα, τα οστά και το αίμα σου, να σε δονήσει σύγκορμο σαν μουσική – θέτοντας σε εφαρμογή όλους τους νόμους της. 

Ο Χριστιανόπουλος, ήταν ο πιο αιρετικός από όλους τους ποιητές της Θεσσαλονίκης, αλλά και ό πιο άμεσος, ο λιγότερο υπαινικτικός απέναντι στις αλήθειες που έφερνε με την ποίησή του στην πόλη. Δεν δίστασε να εκτεθεί, να τσαλακωθεί ο ίδιος, να ταπεινωθεί αυτοσαρκαζόμενος, να δώσει αφορμές ακόμη και για να λοιδωρηθεί. Είχε κληρονομήσει την αυτοπεποίθηση και την ικανότητα αυτογνωσίας του Καβάφη σε σχέση με την αξία της τέχνης του, που του έδιναν τη δύναμη και το πάθος να εκφράσει ένα "κάτω κόσμο" ζωντανών - νεκρών μέσα από μια ποίηση - αλήθεια. 

Του αποδίδεται ότι δεν υπήρξε και ο πιο εύκολος άνθρωπος στις συναναστροφές του με ομότεχνους και μη. Αλλά όταν σηκώνεις ένα τέτοιο βαρύ πεπρωμένο στους ώμους σου, φοβάσαι ακόμη και τη σκιά σου, μη τυχόν βρεθείς λίγο μπόσικος, ευκολομεταχείριστος. Πρέπει να εμφανίζεσαι επιφυλακτικός και γεμάτος αγκάθια σαν κάκτος, απέναντι στους σκοπούς του καθενός που θα σε πλησιάσει. Πατώντας στον ισχυρό καβαφικό κανόνα, τόλμησε, χωρίς να μασάει τα λόγια του, χωρίς να μετριάζει ούτε χιλιοστό την αιχμηρότητά του -και όταν ακόμη άρχισαν να τον μπουκώνουν με βραβεία και τιμές-, να ρίξει φως στα πιο πηχτά σκοτάδια, εκεί που ανασαίνει μια άλλη "πόλη" κάτω από την πόλη του - στην κόλαση του διαφορετικού. Έστρεψε την ποίησή του εκεί που κατοικούν όλα όσα οι τυχεροί της κανονικότητας δεν θέλουν να ξέρουν, ούτε καν να υποψιάζονται ότι υπάρχουν, και μας ανάγκασε με τον τρόπο του να κοιτάξουμε. Και το έκανε σε πρώτο πρόσωπο - “μη με κατηγορήσετε ότι δεν βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα”. 

Το "στριμμένος" με το οποίο αυτοσαρκαζόταν, η μισανθρωπία που του αποδίδουν, είναι πράγματι εκδηλώσεις μίσους, αλλά όχι για τον αδύναμο άνθρωπο, τον άνθρωπο που υποφέρει, τον λαϊκό άνθρωπο. Είναι μίσος για τον αδιάφορο, γι’ αυτόν που πατά επί πτωμάτων, που για να “πετύχει” πουλάει την ψυχή του στον διάβολο, τον άνθρωπο που έχει απολέσει την ανθρωπιά του. Και τους μισεί ενστικτωδώς όλους αυτούς, όχι γιατί είναι βολεμένοι και τυχεροί, αλλά γιατί κρίνουν αβασάνιστα με κυνισμό και ευκολία, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να καταλάβουν. Καταδικάζουν, επειδή έχουν την εξουσία και τη δύναμη να το κάνουν, όλα όσα δεν αφορούν τις ζωές και τις επιλογές τους, ό,τι δεν καταλαβαίνουν. Σ' αυτούς, λοιπόν, απευθύνεται ο ποιητής με τον ιδιαίτερο αλλά καίριο τρόπο του. Ανεβοκατεβαίνει στην κόλαση με αναβατόριο μια ποίηση-αλήθεια, και το πράττει στη θέση μας, μπαίνει στον κόπο της κοινωνίας. Όχι ανώδυνα, σαν τουριστικός προορισμός στην κόλαση, αλλά θυσιαστικά, προσφέροντας τον εαυτό του σαν σφαχτό στα χέρια μας. Μας αναγκάζει με την τέχνη του να γυρίσουμε, να λερώσουμε το βλέμμα μας, να κοιτάξουμε θέλουμε δεν θέλουμε, μας μαθαίνει να μην αποστρέφουμε μπροστά σε ό,τι σιχαινόμαστε μόνο και μόνο γιατί τολμά και υπάρχει, να μην αποστρέφουμε το πρόσωπο μπροστά στην αλήθεια, όσο αποκρουστική και αν μας φαίνεται η μορφή της. 

Θητεία που δεν έχει τέλος στην κόλαση των ζωντανών - νεκρών της πόλης, που ντύνονται το σκοτάδι για να μπορέσουν να υπάρξουν, είναι η ποίηση για τον Χριστιανόπουλο. Απ’ την αρχή, επιδίωξή του ήταν να καταφέρει να κατακτήσει με τα εκφραστικά του μέσα, αισθητικά, την απλότητα της λαϊκής έκφρασης. Να κάνεις ποίηση ανεπιτήδευτα - όπως μιλάς. Δεν φοβήθηκε τη φθορά που έχει υποστεί η έννοια του λαϊκού, γιατί ήξερε μέσα από τον βίο του, που να συναντήσει το λαϊκό στοιχείο μέσα στην αυθεντικότητά του, πως να το ξεχωρίζει από το λαϊκιστικό και το επίπλαστο. Λαϊκό είναι γι' αυτόν οτιδήποτε, δημιουργικά, διαφεύγει από τον έλεγχο, τις συμπεριφορές και τους κανόνες που επιβάλλονται “εκ των άνω”, ερήμην μας. Τη λαϊκή έκφραση, μέσα στην αυθεντικότητά της, την ανακαλύψαμε κάποια στιγμή στο ρεμπέτικο. Ένας αθέατος κόσμος, που ο πλούτος του ανακαλύφθηκε από τους αστούς το 1960, αλλά από εκείνη τη στιγμή το ρεμπέτικο έχασε την ψυχή του, και πολύ σύντομα έσβησε. 

Συνέβη όπως στις σκηνές με τις κατακόμβες στην ταινία Ρόμα του Φελίνι. Καθώς έσκαβαν για τα έργα του μετρό της Ρώμης, έρχονταν στο φως υπόγειες κατακόμβες, και ένας πλούτος τοιχογραφιών. Ο κινηματογραφικός φακός τις κατέγραφε να εμφανίζονται για λίγο, και να εξαφανίζονται σταδιακά μπροστά στα μάτια μας. διαλύονταν από την επαφή τους με το φως και τον αέρα. Τα ίχνη της λαϊκής ψυχής που ανακαλύψαμε στο ρεμπέτικο χάθηκαν και πάλι όταν το είδος αλώθηκε και αναλώθηκε από την μικροαστική υποκρισία και αναυθεντικότητα. Στη θέση του είχαμε φτηνές απομιμήσεις και κακόγουστες ρεπλίκες. Αλλά η λαϊκή ψυχή συνεχίζει να υπάρχει, να μοχθεί και να δημιουργεί -ποτέ δεν πεθαίνει-. Υπάρχουν στιγμές που ξεμυτίζει από το υπόγειο, εμφανίζεται ξανά για να επικοινωνήσει την αλήθεια της, να εμπλουτίσει σαν ηφαίστειο την επιφάνεια της πραγματικότητας με νέο γόνιμο “έδαφος”. O Χριστιανόπουλος, με την ποίησή του, τις αναζητήσεις του στο ρεμπέτικο, και ό,τι άλλο διέπραξε, ανανέωσε την έννοια του λαϊκού - νοηματοδοτώντας την από την αρχή, τινάζοντας από πάνω της τη σκόνη της φθοράς της - έπειτα από τόσο κακή χρήση που είχε υποστεί. 

Ο Χριστιανόπουλος ήταν ικανοποιημένος με τον εαυτό του και το έργο του, πίστευε στο τέλος ότι σαν ποιητής έφευγε “πλήρης ημερών” – είπε ό,τι είχε να πει, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του και με το παραπάνω, φτάνοντας μάλιστα μέχρι του σημείου εξουθένωσης που σε βάζει στον πειρασμό να τα βροντήξεις όλα κάτω και να τα παρατήσεις. Αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, να κουβαλάει σταυρό, ένα προορισμό εκ γενετής - απέναντι στον οποίο το να εγκαταλείψεις ισοδυναμεί με προδοσία. Τόσους και τόσους είδε να εγκαταλείπουν μέσα στα χρόνια του - είδε τον Αναγνωστάκη. Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. «…Είμαι άνθρωπος κι εγώ, επιτέλους κουράστηκα, πως το λένε, κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;”. “Εγκαταλείπω την ποίηση δεν θα πει προδοσία”. Στην περίπτωσή του όμως εκείνο το γεμάτο αγανάκτηση "εγκαταλείπω την ποίηση", το αισθάνεται να έχει άλλη βαρύτητα. Σπεύδει να το συνδέσει αμέσως με το “Δεν θα πει προδοσία”. Το λέει -με τον καβαφικό τρόπο- πιο πολύ για να το πιστέψει ο ίδιος. Γιατί προδοσία όμως; Επειδή θα μας στερούσε από μερικά σπουδαία ποιήματα - που δεν θα έπαιρνε κανένας χαμπάρι την έλλειψή τους; Τόσα και τόσα σπουδαία ποιήματα μας στέρησαν τα κρεματόρια και τα άλλα σφαγεία του 20ου αιώνα. Από έναν άνθρωπο που ταπεινώθηκε τόσο πολύ στη ζωή του, που εκτέθηκε όσο κανένας άλλος, δεν περιμένεις να σημαίνει μια τόσο κούφια ματαιοδοξία. Είναι προδοσία απέναντι σε αυτό με το οποίο θεωρεί χρεωμένο τον εαυτό του, αυτό που δίνει νόημα και δικαίωση στην ύπαρξή του. Μέσα από την προσωπική του εξομολόγηση, από ποίημα σε ποίημα, να χαρίσει φωνή, να κάνει να ακουστούν στη διαπασών οι φωνές των κολασμένων του κόσμου τούτου, τόσο δυνατά που θα αναγκάσει όλους τους άλλους να σωπάσουν. Στην ώρα του κατακλυσμού που βλέπει να έρχεται ο ποιητής “όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι” είναι αυτοί που τώρα “πρέπει επιτέλους να σωπάσουν”. Σ’ αυτόν τον προορισμό ο ποιητής ξέρει ότι δεν υπάρχει “αντ’ αυτού”, να πάρει τη θέση του και να επωμιστεί το φορτίο του, επειδή αυτός κουράστηκε. Είναι αποκλειστικά δικό του πεπρωμένο. Θα επιτρέψει στον εαυτό του μόνο μια στιγμιαία εκδήλωση αδυναμίας, που κι αυτή ακόμη μετατρέπεται σε ένα σπουδαίο ποίημα. 

 Γιάννης Ψαραύτης


Από την συλλογή Του Ν. Χριστιανόπουλου “ο αλλήθωρος”


Από την συλλογή Του Ν. Χριστιανόπουλου “ο αλλήθωρος”


(1) Αναφορά στους τίτλους ταινιών του Αντρέι Βάιντα, “ο άνθρωπος από μάρμαρο”, “ο άνθρωπος από σίδερο”, που προβλήθηκαν το 1977 και 1981 αντίστοιχα.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η αισθητική διάσταση, Χέμπερτ Μαρκούζε, 1978 (μετ. εκδόσεις ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ, 1998).

Ποιητές της Θεσσαλονίκης, περιοδικό "Το Δέντρο", τεύχος 18, 1981.





Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

Στους κήπους ενός ήσυχου Ιουλίου

(Δύο βιβλία, μία πόλη, μία πανδημία - τέσσερις παράλληλες αναγνώσεις)


Σφίγγα: Εμείς πνεύμα σκορπούμε σαν αχνό / εσείς μορφή του δίνετε και σώμα

ΦΑΟΥΣΤ, ΓΚΑΙΤΕ


Είναι δικαίωμα των έντιμων ανθρώπων να μένουν ψυχροί μπροστά στο Μπουβάρ και Πεκυσέ

ΑΛΜΠΕΡΤ ΤΙΜΠΩΝΤΕ (Ιστορία της Γαλλικής λογοτεχνίας)


Υποκριτή αναγνώστη! Σύντροφε, αδελφέ μου που μου μοιάζεις

 Charles Baudelaire 

        
              ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ
              Η νύχτα αγνοεί τα άσματα της νύχτας.
              Είναι αυτή που είναι, όπως εγώ είμαι αυτός που είμαι:
              Και βλέποντας αυτό, βλέπω πιο σωστά τον εαυτό μου
  
              Κι εσένα. Μόνο εμείς οι δύο μπορούμε ν’ ανταλλάξουμε
              Τους εαυτούς μας σα δώρο ο ένας για τον άλλο.
              Μόνο εσύ κι εγώ είμαστε ένα, όχι εσύ και η νύχτα,

              Ούτε ή νύχτα κι εγώ, αλλά εσύ κι εγώ, μόνοι,
              Τόσο μόνοι, τόσο βαθειά μαζί,
              Τόσο μακριά από κάθε τυχαία μοναξιά,

              Που η νύχτα είναι το μόνο φόντο του εαυτού μας,
              Υπέρτατα πιστός ο καθένας στο δικό του εαυτό,
              Στο αχνό φως που ο ένας ρίχνει στον άλλο.        
                                                 WALLACE STEVENS
    


Ο Ιούλιος, μήνας διακοπών, είναι πάντοτε για μένα και μια ευκαιρία για οργανωμένο, συστηματικό, απερίσπαστο διάβασμα. Αυτή τη φορά, όμως, πέρασε χωρίς να έχω απέναντί μου θαλασσινά, νησιώτικα τοπία, που είναι και ο λόγος που έχω επιλέξει να ζω μόνιμα σε νησί, και με δυσκολία μπορώ να αποχωριστώ. Χαμένος -αναγκαστικά- στους κήπους του Μαρουσιού, συντροφιά με μια μικρή στοίβα βιβλίων (λογοτεχνία και δοκίμια) που περίμεναν να διαβαστούν, πέρασε αυτός ο διαφορετικός Ιούλιος. Ένας ακόμα δύσκολος μήνας, σε μια πορεία μήνα με το μήνα που βαδίζουμε εδώ και τόσο καιρό - και κάθε μήνας μας φέρνει αντιμέτωπους με τις δικές του ξεχωριστές, πρωτόγνωρες δυσκολίες. Αυτός ο Ιούλιος όμως κύλησε, ράθυμα, αργόσυρτα. Ένας ασυνήθιστα ήσυχος, στατικός -όπως αποδείχθηκε- Ιούλιος. Αλλά ήταν μόνο η ηρεμία πριν από τη θύελλα, μια ανάπαυλα πριν από τις δυσκολίες του Αυγούστου - που θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου και το κουτί της Πανδώρας, μαζί.

 

Επιστροφή και διαμονή για ένα ολόκληρο μήνα, μετά από -δεν τολμώ να σκεφτώ πόσα- χρόνια, στο πατρικό μου σπίτι. Βρήκα τα τέσσερα κυπαρίσσια, μπροστά από το μπαλκόνι, να έχουν ξεπεράσει τώρα τον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας και να μου δίνουν τη σκιά τους, μια ποικιλία από παράξενες φωνές πουλιών (που ανακατεύονται παραδείσια), φωλιάσματα στα κλαριά, τον ήχο των τζιτζικιών τις πολύ ζεστές ώρες της μέρας. Ξελόγιασμα. Και όλα αυτά στην πόλη που όλοι θέλουν να εγκαταλείψουν αυτή την εποχή.

 

"Αν δεν έχουμε να πούμε τίποτα, είπε ο Καμιέ, ας μη μιλάμε. Έχουμε πολλά να πούμε, είπε ο Μερσιέ. Τότε γιατί δεν τα λέμε; είπε ο Καμιέ. Δεν μπορούμε, είπε ο Μερσιέ. Τότε ας σωπάσουμε, είπε ο Καμιέ. Προσπαθούμε, είπε ο Μερσιέ. ("Μερσιέ και Καμιέ", Σάμιουελ Μπέκετ, 1946). Αυτό το πρώιμο έργο είναι μια καλή εισαγωγή στο συνολικό έργο του συγγραφέα. Είναι, νομίζω, ο καλύτερος τρόπος να ξεκλειδώσει κανείς το πεδίο-Μπέκετ, ολόκληρο το έργο του συγγραφέα συμπυκνώνεται προγραμματικά στον παραπάνω διάλογο.

 

Με το "Μερσιέ και Καμιέ" για αρχή, ανοίγει η όρεξη για ένα ακόμη φορτισμένο λογοτεχνικό δίδυμο στη συνέχεια: “Μπουβάρ και Πεκυσέ” (στην παλαιότερη, εξαιρετική μετάφραση του Α. Μοσχοβάκη). Το πιο απρόβλεπτο και παράξενο -ως προς τις προθέσεις του- έργο του Φλωμπέρ. Στη συγγραφή του δόθηκε ολόψυχα σχεδόν για μία δεκαετία, μέχρι να ξεψυχήσει πάνω από τις σελίδες του τελευταίου κεφαλαίου, και λίγο πριν καταφέρει να δώσει ένα μυθιστορηματικό τέλος (ίσως με ένα δεύτερο τόμο) - για το οποίο μας άφησε μόνο κάποια σχεδιάσματα. 

 

Είναι από τα βιβλία που η ανάγνωσή του, από τη μια αναβολή στην άλλη, σαν μια δικαστική υπόθεση σε διαρκή αναβολή και εκκρεμότητα, είχε καταντήσει ένα απωθημένο μέσα στα χρόνια μου. Η αναμονή για την πιο κατάλληλη περίσταση, που θα μου επέτρεπε να αφοσιωθώ απερίσπαστος σε αυτό το έργο, απέδωσε  καρπούς τον Ιούλιο που μας πέρασε.

 

Ένα ήσυχο βράδυ του Ιουλίου, ιδανικό για διάβασμα στο μπαλκόνι, ήρθε αυτή η σκέψη σαν να κάθισε σε κλαδί: μιας ανάγνωσης που εντελώς αυθόρμητα -αλλά όχι πιστεύω αυθαίρετα- εξομοίωσα με δικαστήριο. Το ξάφνιασμα από αυτή την απροσδόκητη σύνδεση προκάλεσε μία μικρή αλυσιδωτή καταστροφή: διέκοψε απότομα τον οίστρο της ανάγνωσης, το κύκλωμα ανάγνωσης - σχολιασμού βραχυκύκλωσε, και έκανε το βλέμμα μου, από τους κήπους του αλφαβήτου να βυθίζεται αύτανδρο στα κυπαρίσσια. Ας φωτίσω λίγο περισσότερο την εικόνα. Από τα φορτωμένα μπαλκόνια, αμφιθεατρικά τοποθετημένα, ακουγόταν μόνο ένα ελαφρό κροτάλισμα από πιρούνια και κουτάλια σε πιάτα, που δεν ενοχλούσαν όμως καθόλου. Μια αναζωογονητική δροσιά ερχόταν από τους κήπους όπου δούλευαν οι αυτόματοι ποτιστές. Αν ήθελα να σημειώσω κάποια σχόλια, ή σκέψεις, έτσι όπως τα έφερνε η ανάγνωση, το έκανα στα περιθώρια των σελίδων του βιβλίου. Παράλληλα, υπογράμμιζα τα σημεία του κειμένου που θεωρούσα ερμηνευτικά κλειδιά για το έργο, καθώς και εκείνα που θεωρούσα ότι έκρυβαν τις απαντήσεις που αναζητούσα.

 

Μπήκα για λίγο σε μονοπάτια που οδηγούν στα χωράφια των φροϋδικών: Ανάγνωση - δικαστήριο. Η συσχέτιση ήταν, ολοφάνερα, γέννημα θρέμμα μιας γλώσσας λανθάνουσας που -όπως λέγεται- τα αληθή λέγει. Κάτω από την άλλη γλώσσα (την επίσημη), παραμονεύει άγρυπνα να αρπάξει την ευκαιρία της να εκδηλωθεί - εκπλήσσοντας κάθε φορά ευχάριστα, με τις αλήθειες που βγάζει στην επιφάνεια. Η συσχέτιση που μου φανέρωνε τώρα ήταν το αποτέλεσμα, η κοινή συνισταμένη γνωμών, αναφορών και παραπομπών, καταχωνιασμένων στη μνήμη από παλαιότερα διαβάσματα, που κέντριζαν κάθε τόσο το ενδιαφέρον μου για το βιβλίο, αλλά και τόσες φορές ανέβαλα (απωθούσα) την ανάγνωσή του. Το βιβλίο αυτό του Φλωμπέρ -σε πολύ γενικές γραμμές- διχάζει τους αναγνώστες του, αντιστέκεται στις ταξινομήσεις, είναι ένας μπελάς για φιλολόγους, στοχαστές και αναγνώστες, ένας μόνιμος πόλος έλξης και απώθησης, ένα μετέωρο στην ιστορία της λογοτεχνίας που δεν θα βρει ποτέ την οριστική του θέση, δεν θα καταλαγιάσει ποτέ η φασαρία του - ένας βραχνάς που θα εξαρτάται από, και θα αποζητάει, και θα τρέφεται διαρκώς από την ετυμηγορία του καθενός αναγνώστη του ξεχωριστά.

 

Νυχτερινές, άσκοπες περιπλανήσεις στην πόλη. Προσπαθώ να διαβάσω το μέλλον στην αρχιτεκτονική της Λεωφόρου Κηφισίας. Ευανάγνωστα κτίρια. Μέσα από τα αρχιτεκτονικά μοτίβα και το εκλεπτυσμένο design μπορείς να διαβάσεις όπως σε κείμενο τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούν. Η αρχιτεκτονική της Κηφισίας σου υποβάλλει συνεχώς εικόνες από το φουτουριστικό μας μέλλον και μελαγχολικές σκέψεις - αυτή την ώρα. 

 

Η πόλη εν μέσω πανδημίας. Και η πανδημία που ζούμε είναι ένα κείμενο επίσης που πρέπει να αποκωδικοποιήσουμε το μήνυμά του. Η επιβίωση στη σκιά του φόβου θα είναι το πεπρωμένο μας από εδώ και πέρα; Μια μόνιμη, καταθλιπτική αίσθηση απειλής θα κρέμεται συνεχώς πάνω από τα κεφάλια μας - με τον ένα ή τον άλλο τρόπο; Η κλίμακα των μεγάλων καταστροφών θα εκφράζεται με τη μορφή πανδημίας από εδώ και πέρα; Αυτό θα είναι το επόμενο στάδιο του καπιταλισμού - που εγκαινιάστηκε ήδη με την πανδημία αυτού του ιού και προσπαθούμε ως μαθητευόμενοι μάγοι να διαχειριστούμε;

 

Ο τεχνοπολιτισμός (που πρέπει να του χρεώσουμε και την πανδημία αυτή) απορροφά και καταναλώνει τα πάντα. Τροποποιεί τον χρόνο, δεν μας τον κλέβει απλώς, χωρίς να το καταλαβαίνουμε τον αλλάζει - κατά κάποιο τρόπο φυσικοποιεί αυτή την αλλαγή. Επινοεί και εγκαθιστά ένα χρόνο - εχθρό, που μετράει αντίστροφα για το είδος μας. Η περιθωριοποίηση και η υποβάθμιση του ανθρώπου συντελείται μέσω του χρόνου. Ο χρόνος που βιώνουμε είναι ο χρόνος της μηχανής/συσκευής. Υπάρχω, σ' αυτό τον νέο σχεδιασμό, σημαίνει είμαι λειτουργικός και πειθαρχημένος σαν μηχανή, κάτω από συνεχή επιτήρηση και έλεγχο. Στο κέντρο ενός αναθεωρημένου ανθρωπισμού, ενός αρνητικού ανθρωπισμού -που καλλιεργείται δημοσιογραφικά, διαφημιστικά, αλλά και από γραφειοκρατικοποιημένους διανούμενους και πολιτικούς καριέρας- δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά η μηχανή/συσκευή και ό,τι εκπορεύεται από αυτήν. Υπάρχω μόνο χάρη σε μια νεοαποκτημένη ικανότητα διασύνδεσης με μηχανές, συσκευές, μηχανισμούς και συστήματα (μηχανές του τεϋλορισμού, υπολογιστές και δίκτυα, τουρισμό, εμπορικά κέντρα, σύστημα τηλεόρασης, κ.ο.κ), που ορίζουν και καθορίζουν το χρόνο - παράγουν χρόνο (ακόμη και η πόλη έχει γίνει μια μηχανή - που μηχανεύεται "πολίτες"). Αν δεν έχω την ικανότητα διασύνδεσης, πρόσβασης μέσω διεπαφών συσκευών, θα έχουν οι συσκευές πρόσβαση σε εμένα· θα παράγουν και θα εκπέμπουν το στίγμα μου, επιτηρώντας με και διατηρώντας με σε μία κατάσταση εξατομικευμένης περιθωριοποίησης. Επικυρίαρχοι της χρονικής διάστασης, και υποτελείς που η αποσύνδεσή τους από συσκευές εκδηλώνεται ως σύνδρομο στέρησης. Αδυνατότητα αποσύνδεσης στο φουτουριστικό μας μέλλον: αν δοκιμάσω να αποσυνδεθώ είμαι νεκρός (=πεταμένος σε ένα γκέτο).

 

 Η πρόσφατη πανδημία ανήκει σε εκείνο το φάσμα καταστροφών που συναρτάται άμεσα με το είδος πολιτισμού που προωθείται. Για το παγκόσμιο σύστημα, αντιμετώπιση του κινδύνου αυτού (και κάθε άλλου που προβλέπεται στο εγγύς μέλλον), σημαίνει εργαλειοποίηση του κινδύνου και μετατροπή του σε ευκαιρία. Έτσι, η περίπτωση της πανδημίας προσφέρει τη δυνατότητα, όχι μόνο να στρατιωτικοποιηθούν οι ζωές μας, συντελεί ώστε αυτό να φαίνεται προφανές και αναντίρρητο, πέρα από κάθε συζήτηση. Έτσι κάθε πιθανή μετάλλαξη του ιού θα ευνοεί και μια κοινωνική μετάλλαξη προς αυτή την κατεύθυνση - που θα έρχεται για να παραμείνει. Όπως η αυτοκίνηση έκανε να φαίνεται προφανής και απαραίτητη μία στρατιωτικού τύπου οργάνωση και ρύθμιση της κυκλοφορίας στους δρόμους, η πανδημία δίνει τώρα τον τρόπο -που αλλιώς θα έπρεπε να εφευρεθεί- επέκτασής της σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής. 

 

Αυτή η πόλη σου ανοίγεται εύκολα - είναι μια σφίγγα που λύνεις όλα της τα αινίγματα αν ξέρεις να την περπατήσεις. Σε πόλεις σαν κι αυτή το χρήμα έχει μετατραπεί από μέσο σε όπλο αποκλεισμού. Όλα, και ο παραμικρός φωτισμός, επιτείνουν την εντύπωση ότι συμβαίνουν για μερικές αποστειρωμένες αστεακές κάψουλες "ευτυχίας" προνομιούχων της μεσαίας τάξης. Μιας αποδεκατισμένης μεσαίας τάξης, βέβαια, που μετά από κάθε κρίση προσπαθεί να ανασυνταχθεί, αναμετρώντας τις δυνάμεις που της έχουν απομείνει - όπως μετά από μία μάχη. Της μεσαίας τάξης που ο ορισμός της αλλάζει - αναπροσαρμόζεται μετά από κάθε κρίση, ώστε να συμφωνεί με τα νέα δεδομένα της κατάστασής της, στη διαδικασία φτωχοποίησής της που βρίσκεται σε εξέλιξη. 

 

Πόσο παράξενη φαίνεται η όλη διαδικασία σε όσους έχουν την ατυχία να έχουν βιώματα από δύο διαφορετικές εποχές (και δείχνουν τώρα σαν να πατάνε σε δύο βάρκες). Βιώνουν την επώδυνη εμπειρία των επιλεκτικών εξαφανίσεων εννοιών, λέξεων, νοημάτων - σαν φωνές πουλιών στο δάσος που κόβονται απότομα. Κανένας πια δεν ακούγεται όταν μιλά για κοινωνική ενσωμάτωση, κοινωνική συνοχή, κοινωνικές τάξεις, κοινωνική δικαιοσύνη, κοινωνικές πολιτικές αναδιανομής του πλούτου, ισότητα ευκαιριών, κοινωνική αλληλεγγύη. Είναι λέξεις που βγαίνουν κακήν κακώς από το λεξιλόγιο, σαν παλαιό νόμισμα από την κυκλοφορία. Τώρα στη θέση τους μιλάνε για ατομική ευθύνη, έλλειψη ενδιαφέροντος και φιλοδοξιών, αδυναμία προσαρμογής, αντικοινωνική συμπεριφορά, και ό,τι διαθέτει το ρατσιστικό λεξιλόγιο. Αυτές θεωρούνται τώρα ως αιτίες που οδηγούν τους "αταίριαστους", τους "ελαττωματικούς" σε απέραντες χωματερές ανθρώπων και ίσως σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αύριο. Η ζωή των πολλών -που είναι αόρατοι, αν και γίνονται όλο και περισσότεροι- σιγά σιγά ξεπέφτει σε σκέτη επιβίωση, που δεν έχει τίποτε καλό να περιμένει. Επιβίωση  χωρίς ούτε μια παυσίπονη ελπίδα - όλες οι αυταπάτες έχουν αναλωθεί. 

 

Πίδακες, μια πανσπερμία φωτός, που ξεχύνονται από παντού στην Κηφισίας, και φωτίζουν άσκοπα την ερημιά αυτή την ώρα. Τώρα τη λένε Λεωφόρο Κηφισιάς, βέβαια, αλλά εγώ θα τη λέω Κηφισίας, όπως την άφησα. Πολυτελείς προσόψεις σε όλο το μήκος, που κρύβουν περισσότερο παρά εκθέτουν σε βιτρίνες τον κόσμο μας. Η αρχιτεκτονική της Λεωφόρου είναι καταθλιπτική κάτω από αυτή την εκτυφλωτική φωτοχυσία, και την έντονη κίνηση των αυτοκινήτων. Σύντομα δεν το αντέχεις πια και θέλεις να στρίψεις στην πρώτη γωνία, να χαθείς σε δρόμους που ξεχειλίζουν πράσινο. 

 

Κάποτε βρίσκω το δρόμο για το σπίτι, αλλά δεν έχω ύπνο. Αυτή η πόλη με αφήνει χωρίς ύπνο. Στο μπαλκόνι, βγήκα και είδα την πόλη να κοιμάται, να έχει υποκύψει στην κόπωση. Ανοίγω το βιβλίο σαν μια καταπακτή διαφυγής μέσα στη νύχτα. Μ’ αυτό το "καταχθόνιο βιβλίο" ο Φλωμπέρ (γιατί άραγε αυτός ο χαρακτηρισμός από τον ίδιο;) δίχασε για τα καλά αναγνώστες και κριτικούς. Την εποχή της πρώτης κυκλοφορίας του, χαρακτηρίστηκε ως "μια απογοήτευση"· θα προσπαθήσω να καταλάβω το λόγο – και ιδού ένα πρώτο κίνητρο ανάγνωσης. Δεν άρεσε, για παράδειγμα, καθόλου στον Σαρτρ, αλλά εγώ εμπιστεύομαι περισσότερο το αισθητήριο του Ρολάν Μπαρτ και την εμμονή που είχε για το συγκεκριμένο έργο. Αυτή η ανάγνωση είναι σίγουρα πολύ πιο απαιτητική, απαιτεί μεγαλύτερη συγκέντρωση από τον αναγνώστη, γιατί εδώ η ουσία κρύβεται, σαν διάβολος, στις λεπτομέρειες, στα ψιλά γράμματα που λένε οι τραπεζίτες και οι ασφαλιστές. Φράση - φράση πρέπει να προχωράει αυτή η ανάγνωση, φράσεις που τις δούλευε σαν κέντημα -ως γνωστόν- ο Φλωμπέρ, σχεδόν υστερικά ισχυρίζονται οι φροϋδικοί. Ακυρώνεις πάντως αυτό το βιβλίο όταν διατρέχεις τον κειμενικό του πλούτο βιαστικά. Θα με περιμαζέψει όμως και από τη “χαλαρουίτα” που με έχει εν τω μεταξύ παρασύρει ο Μπέκετ, θα διορθώσει -ίσως- τη ζημιά.

 

Δεν υπήρξε ιδιαίτερος λόγος να επιλέξω αυτά τα δύο βιβλία μαζί, εκτός από το γεγονός ότι τα βρήκα ριγμένα στο ίδιο ράφι ενός παλαιοβιβλιοπωλείου. Τα παλαιοβιβλιοπωλεία επανήλθαν με την οικονομική κρίση -όπως είχα τώρα την ευκαιρία να διαπιστώσω ο ίδιος-, χωρίς να απευθύνονται πλέον, αποκλειστικά, σε μια ιδιαίτερη κατηγορία βιβλιόφιλων ή ιδιότροπων συλλεκτών. Ψάχνοντας για βιβλία από δεύτερο χέρι, με την κρυφή ελπίδα να εντοπίσω κάποιο διαμαντάκι από αυτά που δεν κυκλοφορούν ή είναι δυσεύρετα πια, βιβλία εκδοτικών οίκων που -δυστυχώς- έκλεισαν η οικονομική κρίση και τα νέα αναγνωστικά ήθη, έπεσα επάνω τους. Ο μαγνητισμός τους λειτούργησε ακαριαία. Βιβλία από δεύτερο χέρι, αλλά ο προηγούμενος κάτοχος άφησε σ’ εμένα να κόψω τις σελίδες του “Μπουβάρ και Πεκυσέ”, το παράτησε, φαίνεται, μετά από μερικές σελίδες.

 

Άρχισα να σκέφτομαι ξανά το ίδιο ζήτημα, το απόγευμα, στην άνεση του μπαλκονιού, μ' ένα ελαφρό, δροσερό αεράκι, αρκετό όμως για να κάνει τους κορμούς των κυπαρισσιών να λυγίζουν σαν τόξα, σε μια ταλάντευση -παρακολουθούσα με θαυμασμό- όπου συνυπήρχαν ταυτόχρονα στην ίδια κίνηση και τα δύο: αξιοθαύμαστη ευκαμψία αλλά και ικανότητα επαναφοράς. Το γεγονός ότι και στα δύο βιβλία πρωταγωνιστεί ένα ζευγάρι συνοδοιπόρων στη ζωή, που η περιγραφή του ενός είναι το αρνητικό του άλλου, ο ένας αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το συμπληρωματικό του άλλου, υποσυνείδητα, ίσως και να έπαιξε, τελικά, το δικό του ρόλο στην επιλογή των δύο βιβλίων για παράλληλη ανάγνωση. 

 

Τελικά ενέδωσα στην ιδέα. Αυτό που ξεκίνησε σαν υποψία, κατέληξε σε ένα πιο φιλόδοξο σχέδιο - αφού η καλή τύχη του αναγνώστη συνωμότησε έτσι ώστε αυτά τα δύο βιβλία να βρεθούν μαζί κάτω από την ίδια μασχάλη, και το έφερε και η συζήτηση. Έτσι, καθώς θα προχωρά η ανάγνωση θα σημειώνω τυχόν κοινές καταβολές, πραγματολογικά και σημασιολογικά στοιχεία, αλλά και διαφορές που να συνδέουν δύο έργα προερχόμενα από δύο τόσο διαφορετικές εποχές αισθήματος και εμπειρίας, που τις χωρίζει μία άβυσσος. Δεν πρέπει επίσης ο αναγνώστης να παραλείψει, κατά τις αναζητήσεις του μέσα στο έργο, να εντοπίσει τις οφειλές του στο άλλο αρχετυπικό ζεύγος, στο εμβληματικό δημιούργημα του Θερβάντες (που υπήρξε η μήτρα όλων όσων ακολούθησαν μετά). Έχω την υποψία ότι ο Φλωμπέρ, με το έργο του αυτό, επεδίωξε να επαναλάβει το εγχείρημα του Θερβάντες, προσαρμοσμένο στα συμφραζόμενα της δικής του εποχής, βάζοντας τους ήρωές του να κυνηγούν τώρα θεωρητικούς ανεμόμυλους. Θα μάθουμε σύντομα για όλα αυτά – και είναι ένα δεύτερο αναγνωστικό κίνητρο, που περιλαμβάνει και αρκετά άλλα θέματα καθαρής περιέργειας. 

 

Στον Φλωμπέρ, οι δύο σύντροφοι κατατρύχονται από το κοινό πάθος τους για γνώση. Μελετούν και ερευνούν με αστείρευτο πάθος τη μια θεωρία μετά την άλλη, περνούν από το ένα επιστημονικό πεδίο στο άλλο. Στον κόσμο του Μπέκετ παίζονται όλα για όλα σε μια τελευταία ζαριά, στις υποσχέσεις ενός ταξιδιού με ακαθόριστο προορισμό. Σπρώχνουν τον χρόνο σαν λιθάρι, σε μια πορεία ανάμεσα σε αυταπάτες, ξεγελάσματα, παρανοήσεις, ματαιώσεις. Στον Φλωμπέρ οι σύντροφοι αποτελούν ένα πρότυπο κοινοκτημοσύνης για δύο, αλλά στον κόσμο του Μπέκετ αυτό έχει γίνει δυστοπικό, έχει εκφυλιστεί σε μια αλληλουχία ιστοριών συναντήσεων και απομακρύνσεων εξαιτίας μίας παρεξήγησης ή παρανόησης. Χάνονται για λίγο, για να ξαναβρεθούν λίγο παρακάτω - και τότε έχουν "πολλά να πουν" και να κάνουν μαζί για το ταξίδι τους - μέχρι την επόμενη ματαίωση, ή τον επόμενο εκτροχιασμό τους από την κοινή τους πορεία. Στο φόντο υποβόσκει πάντα η προοπτική και η απειλή μιας οριστικής απομάκρυνσης του ενός από τον άλλο. Το επιθυμούν και το φοβούνται μαζί, ανάμεσα σε κλαψουρίσματα "μη με παρατήσεις πρώτος και φύγεις", "μην ξυπνήσω και δω ότι λείπεις", κ.λ.π. Αλλά κάποιος πρέπει να το αποφασίσει πρώτος ή και οι δύο μαζί, ένα τυχαίο ή μοιραίο γεγονός να το προκαλέσει. 

 

Υποφέρουν "ο ένας από την στενοκεφαλιά του άλλου", γράφει ο Φλωμπέρ για τους δικούς του. Αλλά αυτό δεν τους είναι αξεπέραστο πρόβλημα - με τον καιρό έχουν βρει τρόπους να περνούν ανάμεσα από τους τοίχους που υψώνει ο ένας για τον άλλο. "Αναμασούσαν τα ίδια επιχειρήματα, περιφρονώντας ο καθένας τη γνώμη του άλλου, χωρίς να τον πείθει για τη δική του". Μετά από μια συζήτηση ο Πεκυσέ "συγχυσμένος", μπορούσε να κρεμάει "τα μούτρα του για τρεις μέρες". Και στον Μπέκετ: “Μιλάμε πολύ είπε ο Μερσιέ. Από τότε που με σέρνεις από πίσω, άκουσα και είπα περισσότερες ανοησίες απ΄όσο σε όλη μου τη ζωή. Εγώ είμαι που με σέρνεις από πίσω, είπε ο Καμιέ”. Παρόλα αυτά, και στα δύο βιβλία, γαντζώνονται ο ένας πάνω στον άλλο όπως σε βράχο. 

 

Τι είδους έλξη, όμως, είναι αυτή που τους συνδέει; Για μια τέτοια παραφορά οι φροϋδικοί θα μπορούσαν να εντοπίσουν υπολανθάνοντα ερωτισμό. Στην περίπτωση του Φλωμπέρ δίνονται λαβές στο πρώτο κεφάλαιο, που αφήνουν περιθώριο αυτό να υπονοηθεί. Η Monique Wittig στην ανάλυσή της (στο παράρτημα του βιβλίου), αναδεικνύει το στοιχείο αυτό και το ερμηνεύει φροϋδικά. Το ερωτικό αίσθημα που αισθάνονται ο ένας για τον άλλο, που δεν μπορεί να εκφραστεί κοινωνικά (στο "κοινωνικό συγκείμενο" είναι η διατύπωσή της), το μεταθέτουν σε κάτι άλλο: στο κοινό πάθος με το οποίο επιδίδονται στη γνώση, και στις μελέτες τους. Να το υποθέσουμε και εμείς αυτό, αλλά το να βλέπεις μέσα σε καθετί υποκατάστατα φαλλών και αιδοίων, είναι κάτι που δεν οδηγεί και πολύ μακριά (αυτό περίπου είναι και ένα σχόλιο του Φλωμπέρ δια στόματος ενός εκ των ηρώων του). Από τη στιγμή της μοιραίας τους συνάντησης πάντως, γαντζώνονται σ' αυτό το κοινό τους πάθος, την ανάγκη τους για γνώση, που για να ικανοποιήσουν, τους είναι είναι πλέον αδύνατον να ζήσουν χωριστά, και είναι ικανοί να καταφύγουν σε κάθε μέσο για να εκπληρώσουν το πάθος τους. Σαν δύο ουράνια σώματα που παγιδεύονται αμοιβαία με τις βαρύτητές τους, και περιστρέφονται από τότε το ένα ως προς τον άλλο, σχηματίζουν ένα δίπολο που διατηρεί την πολικότητά του, έτσι ώστε κανένας από τους πόλους του να μην μπορεί να υφίσταται χωρίς να βρίσκεται κάτω από την επίδραση του άλλου.

 

Γιατί όμως ο Φλωμπέρ οργανώνοντας τη δομή ενός τέτοιου έργου, χρειάστηκε να επινοήσει αυτό το ανθρώπινο δίπολο, με αυτά τα χαρακτηριστικά; Μόνο και μόνο για να συντηρείται πιο ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη; Από την αρχή μέχρι το τέλος, επαναλαμβάνεται σταθερά και χωρίς εξαίρεση το ίδιο και το ίδιο μοτίβο σε παραλλαγές - και αυτό μόνο ως τυχαίο γεγονός δεν μπορεί να θεωρηθεί. Με τα λόγια του ίδιου του Φλωμπέρ, από την αλληλογραφία του, την εποχή που  έθετε τις προδιαγραφές του έργου και τις συζητούσε με τους φίλους του: "η φόρμα του δεν θα περιέχει κανένα κομμάτι λαμπερό και πάντοτε την ίδια κατάσταση που πρέπει οι όψεις της διαρκώς να ποικίλουν". Οι δύο σύντροφοι επιδίδονται συνεχώς σε ένα παιχνίδι μοιράσματος ρόλων. Κάθε φορά που αρχίζει ένας κύκλος συζητήσεων, διακατέχονται από αντιθετικές θεωρίες, που υποστηρίζουν, μελετούν, ερευνούν, πραγματεύονται με πάθος. Γίνονται έτσι, σταθερά και μονότονα επαναλαμβανόμενα, οι φορείς μιας πόλωσης. "Μολύνονται" από θεωρίες που έρχονται κατά ζεύγη (θέση και αντίθεση), και βρίσκουν πάντοτε σ' αυτούς το πρόσφορο έδαφος να ενσαρκωθούν. Επωμίζονται τη μία δυαδική κατάσταση μετά την άλλη - ακολουθώντας τις διακλαδώσεις του δέντρου της γνώσης. Αυτό το τόσο φιλόδοξο σχέδιο του Φλωμπέρ έχει ανάγκη από ένα ανθρώπινο δίπολο να ενσαρκώνει και να επικοινωνεί τους δύο ρόλους (που αντιστοιχούν στο ζεύγος θέση/αντίθεση μιας διαλεκτικής, που δοκιμάζει και δοκιμάζεται εξαντλητικά σε όλες τις διαθέσιμες παραλλαγές που μπορεί να εμπνεύσει η θεωρία). Αλλά εδώ παρακολουθούμε μια παρωδία διαλεκτικής. Απουσιάζει σταθερά ο τρίτος όρος της διαλεκτικής, η σύνθεση. Την αναζητούν αλλά δεν καταφέρνουν να οδηγηθούν ποτέ σ΄αυτήν. Το ενδιαφέρον τους ξεφουσκώνει, μαραίνεται πολύ πριν φτάσουν σ' αυτήν. Μονότονα, καταλήγουν πάντοτε στο ίδιο αποτέλεσμα: απογοήτευση και παραίτηση. Ο χρόνος τους υποδιαιρείται σε περιόδους που "άρχιζαν συλλογισμούς πάνω σε μια στέρεη βάση" (που όμως "κατέρρεε· και ξαφνικά η ιδέα χανόταν, όπως πετάει μια μύγα, μόλις πας να την πιάσεις"), και σε περιόδους που "δεν μελετούσαν πια από τον φόβο των απογοητεύσεων". 

 

Έχω κατασκηνώσει στο μπαλκόνι και δεν έχω διάθεση για πολλά πράγματα. Αντιγράφω εν είδει καταλόγου όλα τα γνωστικά πεδία, κατά σειρά, με τα οποία καταπιάστηκαν οι Μπουβάρ και Πεκυσέ στις μελέτες τους. Καθώς θα ολοκληρώνω ένα κεφάλαιο, θα σβήνω το πεδίο που αναφέρεται από τη λίστα - όπως περίπου κάνει ένας serial killer στον κινηματογράφο. Ο κατάλογος: Κηπουρική/ Αγροτοκαλλιέργεια/ Δεντροκαλλιέργεια/ Κονσερβοποιία/ Χημεία/ Ανατομία/ Φυσιολογία/ Ιατρική/ Αστρονομία/ Φυσική/ Ιστορία/ Γεωλογία/ Αρχαιολογία/ Ιστορία/ Λογοτεχνία/ Φιλοσοφία/ Θεολογία/ Παιδαγωγική/ Ηθική/ Βοτανική.

 

"Κάθε διαφορετική μελέτη τους δίνει ένα διαφορετικό chic (=χούι)", αυτό το λέει ο ίδιος ο συγγραφέας για τους ήρωές του, και ο καλός μεταφραστής, παλαιάς κοπής, φρόντισε να το ανασύρει από την αλληλογραφία του, για να μας το προσφέρει ως υποσημείωση, στο σημείο εκείνο του έργου που αυτό γίνεται περισσότερο ορατό. Οι Μερσιέ και Καμιέ, αντίθετα, παραμένουν πλάνητες και αλήτες σαν αρχαίοι κυνικοί. Αδιαπέραστοι. Τίποτε δεν στέκεται ικανό να τους επηρεάσει, ώστε να γίνονται ή να υποδύονται και αυτοί κάθε φορά και κάτι άλλο, ανάλογα με τις συνθήκες. Το δικό τους χούι δεν κρύβεται, παραμένουν διανοούμενοι και κυνικοί στην επαφή τους με τον κόσμο. Επιδίδονται με όλες τους τις δυνάμεις στο "ταξίδι" τους - που αγνοούν τον προορισμό του, και συνεχώς διακόπτεται πότε από μια βροχή, πότε από σωματική κούραση, και τότε αναζητούν ένα καταφύγιο. Σε Μπαρ και σε πορνεία (στην πόλη), σε χαλάσματα (στην ύπαιθρο). Τα εφόδιά τους, τα πράγματα - άγκυρες που τους δένουν με τον κόσμο είναι μια ομπρέλα, ένα αδιάβροχο, ένας σάκος, ένα ποδήλατο, που χάνονται ένα-ένα κάπου στη διαδρομή. Οι άγκυρες μία-μία κόβονται. Ο Μπέκετ επικεντρώνει το ενδιαφέρον στους σύντομους διαλόγους που έχουν μεταξύ τους, καθώς μετατοπίζονται ατελέσφορα στον χώρο, στα κομβικά σημεία των τυχαίων και απρόβλεπτων διαδρομών τους. Οδοιπορία -χωρίς σχέδιο- μέσα από τη μνήμη της σάρκας, που έχει σκοπό της να μην αφήνει μια κατοικίδια, σπλαχνική ελπίδα, φωλιασμένη μέσα τους να απελπιστεί, σαν ένα φως να σβήσει. Με εφόδιο ένα ξέφρενο φιλοσοφικό κυνισμό, αναζητούν να βρουν και να αποδώσουν ένα στέρεο νόημα, να καταφέρουν να το εκφράσουν και να εκφραστούν μέσα απ’ αυτό, γεγονός που θα σηματοδοτούσε ένα νέο ξεκίνημα. Κάθε τους βήμα είναι υπόσχεση για μια νέα αρχή - που όμως συνεχώς αναβάλλεται για το επόμενο. Ματαιοπονούν και το γνωρίζουν, αλλά συνεχίζουν να σέρνουν τα βήματά τους, το ένα πίσω απ' τ' άλλο, σε τυχαίες διαδρομές. Δεν θα καταφέρουν, δεν θα τολμήσουν ποτέ ούτε ένα βήμα που να τους πηγαίνει πιο πέρα από μια αρχή. Παρόλα αυτά επιδεικνύουν μια αδάμαστη, αστείρευτη -συγκινητική- επιμονή. Προσπαθούν ξανά και ξανά, ξέροντας ότι αυτό που θα αντικρίσουν για μια στιγμή μέσα στον καθρέφτη της πράξης τους, και την έκστασή της προς ένα νόημα, θα μαραθεί, θα χαθεί την αμέσως επόμενη στιγμή όπως το νερό στην άμμο, αφήνοντας πίσω μόνο ρημάδια μνήμης και απέραντη, αδιαπέραστη ερημιά.

 

Η έλλειψη νοήματος είναι παθολογική: πως να μιλήσεις, και τι να πεις μετά το Άουσβιτς, την απόλυτη φρίκη που αποδείχθηκε ότι είναι μέσα στις δυνατότητες αυτού του κόσμου. Πάνω από την πράξη τους, οι δύο φίλοι, σέρνουν τον κομμένο ομφάλιο λώρο από την μήτρα του τέρατος-κόσμου, χωρίς την ελπίδα κάποτε, κάπου στις τυχαίες διαδρομές τους, στο στροβίλισμά τους μέσα στο χρόνο, να συναντήσουν μια διέξοδο-κόσμου. Οι φράσεις τους, παρ' όλη την εκτυφλωτική τους σαφήνεια και ακρίβεια, ξεστομίζονται κενές, ψόφιες, χωρίς να τους βρίσκεις κανένα "εποικοδομητικό" νόημα, μόνο η κυνική προσποίηση ενός τέτοιου νοήματος υπάρχει. Αλλά η πανουργία του Μπέκετ μας την έχει στημένη, δεν έχει και δεν θέλει να περιμένει τίποτα από στρατευμένες φράσεις σε ένα σκοπό. Τις αφήνει, επίτηδες, όσο πιο κενές περιεχομένου γίνεται: φράσεις τετριμμένες, που δεν έχουν τίποτα να επικοινωνήσουν. Όταν, όμως, συνδυάζονται και συγκρούονται, ανάβουν σπίθες σαν πέτρες που τρίβονται μεταξύ τους. Κάθε σελίδα του “Μερσιέ και Καμιέ” είναι η προετοιμασία ενός σπουδαίου συγγραφέα, προοιωνίζουν τα θεατρικά του και τα άλλα κείμενα που θα ακολουθήσουν. Σαν να ακονίζει μεθοδικά τα όπλα του εδώ. Το σφαχτό του είναι ένας αδιέξοδος κόσμος, που έχει βαλτώσει, και οδηγήθηκε στην απόλυτη φρίκη - η μήτρα του κακού.

 

Το 1880, ο κόσμος έχει γίνει ο κόσμος των αστών, που αυτοθαυμάζεται μέσα στη ρηχότητά του, με μια βουλιμία να αισθητικοποιεί καθετί το επίπλαστο, έχοντας αναγάγει σε πρωταρχική αξία το να είσαι ρηχός, το να στέκεσαι και να απολαμβάνεις στην επιφάνεια των πραγμάτων. Για λίγο καιρό ακόμη θα μπορεί να το κάνει απενοχοποιημένα. Κανένα προπατορικό αμάρτημα δεν έχει ακόμη φορτωθεί, κουβαλάει τα σπέρματα του κακού, όμως,  χωρίς να το γνωρίζει. Μέσα στην τόση αφέλεια θετικισμού που είχαν κυλιστεί, σχεδόν κανένας δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί, ότι τόσες και τόσες θαυμαστές επινοήσεις διαπράχθηκαν, για να οδηγηθούμε “στο τέλος του παιχνιδιού” – στους εφιάλτες του Κάφκα και στους ερημότοπους του Μπέκετ. Μήπως όμως ο Φλωμπέρ γι αυτή την εφιαλτική προοπτική -που είχε διαβλέψει- να ξόδεψε αυτά τα δέκα τελευταία παραγωγικά του χρόνια; Την απάντηση την πήρε μαζί του ή την άφησε σε εμάς.

 

Το 1880, ο Φλωμπέρ θα εγκατέλειπε στην τύχη του, μετά από εργώδη και πολύμοχθη προσπάθεια αρκετών χρόνων, το δικό του αρχετυπικό λογοτεχνικό δίδυμο, το παράτησε να βολοδέρνει μέσα στην αφόρητη ανωριμότητά του και στο έλεος των καιρών. Αποσύρθηκε ξαφνικά από τη σκηνή του κόσμου, κληροδοτώντας ένα άλυτο γρίφο για όλους τους μελλοντικούς αναγνώστες. Περί τίνος πρόκειται; Είναι το χρονικό τη πορείας δύο ηλιθίων που από την στιγμή που συναντήθηκαν και έγιναν αχώριστοι, η ηλιθιότητά τους πολλαπλασιάστηκε σαν το είδωλο του καθενός στον καθρέφτη του άλλου; όταν ο ένας αποφασίζει να ξεκινήσει μια έρευνα ή ασπάζεται μια θεωρία, ο άλλος παίρνει αμέσως την παθητική στάση του καθρέφτη μέχρι να έρθει η δική του σειρά. Τι είναι τελικά αυτό το βιβλίο; Είναι απλά μια λεπτομερειακή έκθεση βλακωδών πράξεων, μια διερεύνηση της φύσης της βλακείας - που υπήρξε εξάλλου και το αγαπημένο θέμα του Φλωμπέρ; Είναι βάσιμες αυτές οι απόψεις; Αυτό είναι όλο; Ό,τι δηλαδή κατάφερε να δει η κατεστημένη κριτική στο έργο αυτό (αυτή η ιδιότυπη αστυνομία του γούστου που ταλαιπωρεί κάθε εποχή); Και αυτή η πάνδημη βλακεία από που εκπορεύεται; Είναι ο κόσμος των αστών που είναι ευάλωτος στην βλακεία; Ο λαός στο κείμενο του Φλωμπέρ περνάει απαρατήρητος στο φόντο (σέρνει ξυλοπάπουτσα, χρησιμοποιεί την κατεργαριά, την καπατσοσύνη και την πονηριά σαν μέσα επιβίωσης, οι λαϊκές γυναίκες ξεβρωμίζουν τους αστούς, είναι ξελογιάστρες, χώνουν τη μύτη τους, κρυφοκοιτάζουν, φλυαρούν). Σαν μια μορφή αμίλητου αρχέγονου χορού, ο λαός παρατηρεί τους αστούς "μασουλώντας μια κόρα ψωμιού". Αλλά αυτός ο αθέατος κόσμος, δεμένος με την γη, είναι απρόσβλητος  από την πανδημία βλακείας που προσβάλει -όπως φαίνεται- μόνο τους αστούς. 

 

Οι Μπουβάρ και Πεκυσέ είναι ο δοκιμαστικός σωλήνας του Φλωμπέρ, στη μελέτη του για ένα απάνθισμα επιστημονικής βλακείας που επιχειρεί. Το εγχείρημα που αναλαμβάνει και απαιτεί μια τεράστια έρευνα για τη συγκέντρωση του υλικού, φιλοδοξεί να καταρτίσει μια εγκυκλοπαίδεια της βλακείας, ένα απάνθισμα επιστημονικών βλακωδών πράξεων για αστούς - που χωνεύουν οτιδήποτε κολακεύει τη ματαιοδοξία τους. Οι Μπουβάρ και Πεκυσέ είναι ευάλωτοι απέναντι στη βλακεία γιατί παίρνουν στα σοβαρά όλες αυτές τις θεωρίες. Η φιλοδοξία του Φλωμπέρ ήταν να τρίψει στα μούτρα της εποχής του ένα είδος Πανοράματος, να καταρτίσει ένα Πανδέκτη της βλακείας της. Να φανεί μέσα από ένα έργο, που οδηγούσε ο "ορθολογισμός" και ο αφελής θετικισμός που είχε καταλάβει με την ορμή μιας μανίας την εποχή του. Είναι τα αποτελέσματα της επιστημονικής εξειδίκευσης και μονομέρειας της σκέψης που οδηγούν τον κόσμο των αστών σε κατάρρευση λόγω βλακείας; Ο Φλωμπέρ -έχω την εντύπωση- διαισθάνθηκε την προβληματική των ορίων του ορθολογισμού, που χρειάστηκαν οι εμπειρίες του 20ου αιώνα για να αναπτυχθεί: μπορεί μια θεωρία να τη δεχόμαστε ως ορθολογική, παραβλέποντας το γεγονός ότι η αφετηρία της μπορεί να είναι ανορθολογική και μεταφυσική, εδραιωμένη δηλαδή σε μια τυφλή πίστη. Γι αυτό τον "ορθολογισμό" και μόνο ενδιαφέρονταν οι αστοί του Φλωμπέρ και με το έργο του αυτό τους ετοίμαζε τον Πανδέκτη τους.

 

“Για να καταλαβαίνουν τα σημάδια του καιρού, μελέτησαν τα σύννεφα, σύμφωνα με την κατάταξη του Λουκ – Χάουαρντ. Κοίταζαν εκείνα που μακραίνουν σαν χαίτες, εκείνα που μοιάζουν με νησιά, εκείνα που θα τάπαιρνε κανείς για βουνά από χιόνι, πασχίζοντας να ξεχωρίσουν τους μελανίες από τους θυσάνους, τα στρώματα από τους σωρείτες· οι φόρμες άλλαζαν προτού βρουν τις ονομασίες. Το βαρόμετρο τους ξεγέλασε, το θερμόμετρο δεν τους μάθαινε τίποτα· και καταφύγανε στο τέχνασμα που είχε σκαρφιστεί, στον καιρό του Λουδοβίκου ΙΕ’, ένας παπάς από την Τουραίνη. Μια βδέλλα, μέσα σ’ ένα μπουκάλι, έπρεπε να ανεβαίνει αν ήταν να βρέξει, να μείνει στον πάτο αν θα κρατούσε η καλοκαιρία, να σαλεύει ανήσυχη αν θα πλησίαζε θύελλα. Όμως η ατμόσφαιρα σχεδόν πάντα διέψευδε την βδέλλα. Έβαλαν άλλες τρεις μαζί με την πρώτη. Κάθε μια από τις τέσσερις συμπεριφερόταν διαφορετικά”.

 

Ο Φλωμπέρ αντί να γράψει στο διάστημα των τελευταίων δέκα χρόνων της ζωής του μερικά ακόμη ευπώλητα και σπουδαία μυθιστορήματα, αφιερώθηκε, ξόδεψε όλες του τις δυνάμεις σε ένα έργο που κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει που θα οδηγούσε. Γιατί, δηλαδή, χρειαζόταν όλη αυτή η μανιακή εντρύφηση και καταπόνηση του συγγραφέα στα επιστημονικά δεδομένα της εποχής του, ένα τόσο έντονο ενδιαφέρον που επέδειξε για θεωρίες που η μια αντιμάχεται ή αναιρεί την άλλη, αρκετές στα όρια του φαιδρού και του γελοίου - και αυτό επί παντός επιστητού; Γιατί τελικά όλο αυτό το εξαντλητικό πάθος για τη λεπτομέρεια και την ακρίβεια των δεδομένων του; Ο Φλωμπέρ, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο εκτελεί ο ίδιος, και με το ίδιο πάθος (και ενθουσιασμό;) τις αναζητήσεις που βάζει τους ήρωές του να επιχειρούν. Ήταν ο Μπουβάρ και ο Πεκυσέ μαζί, όπως ήταν και η Μαντάμ Μποβαρύ. Μπορούμε να τον φανταστούμε, καθώς μετακινείται σαν νευρόσπαστο, από τη μια θεωρία στην άλλη, από το ένα γνωστικό πεδίο στο άλλο, να μπαινοβγαίνει σε επιστημονικές βιβλιοθήκες, να μελετά και να κρατά σημειώσεις -αρκετές βρέθηκαν στα κατάλοιπά του-, να αποδελτιώνει ακούραστα και σχολαστικά πληροφορίες από κάθε πηγή, χιλιάδες βιβλία, να γίνεται κολλιτσίδα σε φίλους που είχαν την ατυχία να είναι ειδικοί σε κάποιο τομέα του άμεσου ενδιαφέροντός του, ζητώντας τους να του εκθέσουν -γραπτώς μάλιστα- τις διάφορες θεωρίες, επικρατούσες και μη, που ανήκαν στο πεδίο τους. "Καμιά φορά, χρειάζονταν ένα βιβλίο. Ο Ντυμουζέλ, που είχε κουραστεί να τους εξυπηρετεί, δεν τους απαντούσε πια". 

 

Προχωρώ την ανάγνωση και προς το παρόν δεν μπορώ -δεν δικαιούμαι ακόμα- να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα. Μπορώ μόνο να ελπίζω ότι δεν πρόκειται απλώς για ένα απάνθισμα με τις αλλεπάλληλες γκάφες -διασκεδαστικές ίσως- δύο παθιασμένων ηλιθίων και αφελών. Γιατί αν ισχύει αυτή η εκδοχή, τότε όλο αυτό το λαμπρό εποικοδόμημα που στήνει τόσο μεθοδικά και οργανωμένα για τον αναγνώστη του ο Φλωμπέρ, όλο αυτό το επιστημονικοτεχνικό πανόραμα που καταφέρνει να ζωντανέψει εξαιρετικά μπρος στα μάτια μας, καταρρέει σε "μια απογοήτευση". Όλες οι ερμηνευτικές απόπειρες είναι εν κενώ, χωρίς θεμέλιο. Μένει, λοιπόν, να φανεί στην πορεία και αυτό.

 

Ο σύγχρονος, απαιτητικός αναγνώστης πρέπει να είναι δημιουργικός, εφευρετικός, ρηξικέλευθος, λιγάκι ιερόσυλος, να αποσυναρμολογεί και να συναρμολογεί το κείμενο σαν να πρόκειται για μια μηχανή ή ένα οργανισμό. Ακόμη και να τριγυρνάει άσκοπα στα μονοπάτια της ανάγνωσης δικαιούται, εισάγοντας τους δικούς του σκοπούς, και να χάνει -όταν χρειάζεται- κάθε ευγένεια και να εξοργίζεται απέναντι σε συγγραφείς που έχουν πουλήσει τη γραφή τους στο διάβολο. Η εποχή μας, αναζητεί απελπισμένα αναγνώστες και όχι αναλώσιμους συγγραφείς "χωρίς αιτία" (που δημιουργεί σωρηδόν η μεγάλη φάμπρικα του βιβλίου τις τελευταίες δεκαετίες). Χρειαζόμαστε αναγνώστες ικανούς να ξεσκαρτάρουν όλη αυτή την τεράστια παραγωγή. Παθιασμένους χρυσοθήρες που έχουν να κοσκινίσουν πολύ χώμα στη ζωή τους με την ελπίδα για μερικά ψήγματα, που πρέπει να ανακαλυφθούν και να φροντίσουν να μείνουν μέσα από ένα τέτοιο πληθωρισμό γραφής. Κι αυτό με εντατικούς ρυθμούς, να προλάβουν πριν να πολτοποιηθούν σε μια διαδικασία δημιουργικής καταστροφής, ώστε να δοθεί ο χώρος (με όρους αγοράς και μάρκετινγκ) στην επόμενη γενιά εύπεπτων, ανώδυνων και ευπώλητων βιβλίων. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην παραγόμενη ποσότητα, αλλά στην εμπορική λογική που έχει διαβρώσει τον εκδοτικό κλάδο. Αυτή η επικίνδυνη επιχειρηματικότητα στον κλάδο, μαζί με την προώθηση των καινούριων βιβλίων απαιτεί συγχρόνως και την δημιουργική καταστροφή του παλαιού υλικού, μαζί με τα αριστουργήματα που τυχόν περιλαμβάνει στους κόλπους του, ώστε να μην αποπροσανατολίζει την κατανάλωση. Κλείνω εδώ αυτή τη δυσάρεστη παρένθεση.

 

Η ανάγνωση είναι πρώτα απ’ όλα απόλαυση, και δεν πρέπει να επιτρέψουμε σε καμιά ηθική ή λογοκρισία να ενοχοποιήσει και να καταστείλει στο τέλος. Ποια είναι όμως τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που διεκδικώ ως αναγνώστης; Προχωρούσα, μια μέρα του Ιουλίου που "έσκαγε ο τζίτζικας", προφυλαγμένος κάτω από την παχιά σκιά μιας δενδροστοιχίας στο Μαρούσι, και σκεφτόμουν το ζήτημα. Ποια είναι ακριβώς τα όριά μου ως αναγνώστης; Ένα τέτοιο καθηκοντολόγιο υπήρχε και υπάρχει -ή έστω είναι ζητούμενο- στο πρόσωπο του κριτικού. Γιατί όμως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχω εκχωρήσει σε ένα επαγγελματία αναγνώστη να μην τα απολαμβάνω και εγώ ο ίδιος; Ως πότε, θα επιτρέπουμε να επικαλούνται και να εκμεταλλεύονται την ανωριμότητα που μας αποδίδουν ή τον ερασιτεχνισμό μας; Ως πότε θα “βάζουν στολή” στη σκέψη μας και στο γούστο μας (μετατρέποντάς μας σε στρατευμένους αναγνώστες) οι "Μπουβάρ και Πεκυσέ" που επιδίδονται στην κριτική μέσα από εμμονές, προκαταλήψεις, μεροληψίες και στερεότυπες απόψεις;

 

Ένα βιβλίο υπάρχει σε τόσες εκδοχές όσες οι αναγνώστες του. Τα βιβλία μόνο στην συνάντησή τους με τον αναγνώστη τους και χωρίς μεσάζοντες υπάρχουν πραγματικά. Ένα βιβλίο βρίσκεται κυριολεκτικά στο έλεος του κάθε αναγνώστη. Υπάρχει αληθινά μόνο εκείνη τη μοναδική, μαγική στιγμή της συνάντησης με τον αφοσιωμένο αναγνώστη του. Όταν του δίνει τη δύναμη να ανοίξει τα δικά του φτερά πάνω από τον ορίζοντα του έργου. Υπάρχουν συγγραφείς που ως ένα τρόπο αυτοπροστασίας από απείθαρχους (όπως θεωρούν) αναγνώστες, που δεν είναι του χεριού τους, ή επειδή νομίζουν ότι γνωρίζουν τι περιμένει από αυτούς το αναγνωστικό τους κοινό, δεν αφήνουν τίποτα που να μην το ελέγχουν με τη γραφή τους, κανένα περιθώριο στον αναγνώστη να φανερώσει πόσο δημιουργικός μπορεί να γίνει. Του προσφέρουν μασημένη τροφή. Επιλέγουν μια γραφή που χειραγωγεί και παθητικοποιεί. Αλλά ούτε και έτσι μπορούν να προστατευθούν, όπως νομίζουν, από την ερμηνευτική δεινότητα και έξη του επιτήδειου αναγνώστη. Η σχέση συγγραφέα/αναγνώστη είναι πάντοτε ετεροβαρής ήδη από το γεγονός ότι ο αναγνώστης έχει πάντα τον χρόνο σύμμαχο, ενώ ο συγγραφέας εχθρό του. Οι συγγραφείς μπορούν να υπερασπίζονται το έργο τους μέσα στα στενά βιολογικά τους όρια, ενώ οι αναγνώστες ως είδος είναι αθάνατοι.

 

Κλειστά και ανοιχτά έργα. Τα ανοιχτά έργα τα ολοκληρώνει αναγεννώντας τα ο χρόνος με όργανό του τον αναγνώστη. Οι συγγραφείς κλειστών έργων μπορούν να επικαλούνται παρερμηνεία, κάθε φορά που ο αναγνώστης παρεκκλίνει από την επίσημη γραμμή που έχει χαράξει ο συγγραφέας, αλλά με τίμημα να χάσουν -αργά ή γρήγορα- τη μάχη τους με το χρόνο. Το ανοιχτό έργο αφήνει ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο περιθώριο ελευθερίας στον αναγνώστη του, μετατοπίζοντας τη σχέση του έργου με τον συγγραφέα και τον αναγνώστη σε ακραία όρια, προς την μεριά του τελευταίου. Ο αναγνώστης αυτών των έργων ρίχνεται σε ένα λαβύρινθο χωρίς μίτο και Αριάδνη, και πρέπει να μάθει να τα βγάζει πέρα μόνος του. Ο συγγραφέας που επιτρέπει και περιμένει πολλά από τον αναγνώστη του, που αφήνει το έργο κυριολεκτικά στα χέρια του, να αναγεννάται μέσω δημιουργικής ανάγνωσης, να έχει πάντα κάτι νέο να πει, κάνει κατά ένα τρόπο σύμμαχό του τον χρόνο. Συγγραφείς που το πέτυχαν αυτό θεωρώ ότι είναι π.χ. ο Marx (όσο και αν προωθείται η περί του αντιθέτου άποψη που συγχέει το μαρξικό έργο με τους διάφορους μαρξισμούς, που αποτελούν πράγματι κλειστά συστήματα). Το έργο του Μαρξ αντέχει στο χρόνο, αναγεννάται και εμπλουτίζεται συνεχώς, όσο θα υπάρχουν δημιουργικοί αναγνώστες. Με τον τρόπο του Piere Macherey διατυπωμένο: (σε μια ποικιλία περιπτώσεων)  "Το μαρξικό κείμενο αποδεικνύει τη δυνατότητά του να προεκτείνεται πέραν των αυστηρών ορίων του". Ποιητικά έργα όπως του Baudelaire, του Καβάφη, του Σεφέρη, του Stevens Wallace είναι επίσης καλά παραδείγματα. Ο Κάφκα όμως είναι αυτός που ανήγαγε το ανοικτό έργο στα πιο ακραία του όρια. Δεν διανοήθηκε ποτέ να φορέσει χακί στον αναγνώστη του, να του κάνει τη ζωή εύκολη, ακυρώνοντάς την. Τα κείμενά του θα εξέχουν στο χρόνο για πάντα. Αιώνιες σφίγγες που περιμένουν τον μοναχικό αναγνώστη που θα επιχειρήσει να διαβεί αυτά τα δύσβατα περάσματα, που ξέρουν να φυλάνε καλά το μυστικό τους. Ανταμείβουν όμως εκείνους που θα καταφέρουν να μην αφανιστούν, φέρνοντας ο καθένας την δική του εκδοχή/μαρτυρία, βάζοντας τη δική του σφραγίδα στο έργο. Σε αυτά τα δύσκολα αναγνωστικά τοπία αναμετρήθηκαν οι Μπένγιαμιν, Σαρτρ, Μπλανσό, Καμύ, ο Μπόρχες, οι Ντελέζ/Γκουαταρί και τόσοι άλλοι, που πολλαπλασιάζουν το είδωλο αυτού του έργου επ’ άπειρον, ανοίγοντας διαρκώς νέα μονοπάτια σε ένα λαβύρινθο - νου, που πληθαίνουν διαρκώς τους άλλους μεγάλους λαβυρίνθους, τις βιβλιοθήκες. Κυκλοφορία και για τους Μερσιέ και Καμιέ, που μπορούν να προσθέτουν μόνο διχάλες στο λαβύρινθο, μέσα από ιστορίες συναντήσεων και αποχωρισμών χωρίς τέλος και διέξοδο, μέχρι το τέλος.

 

Περπατώ στους δρόμους της πόλης, που απλωνόταν μπροστά μου σαν ανοιχτό βιβλίο για ένα ολόκληρο μήνα. Διατρέχω τους χώρους όπου συνέβησαν οι περιπέτειες της ενηλικίωσής μου. Οι αλλαγές που έχουν συμβεί είναι τέτοιας έκτασης, που κάνουν εκείνη την εποχή να φαίνεται ακόμη πιο μακρινή, βυθισμένη. Η πόλη που έζησα είναι μια άλλη πόλη θαμμένη από κάτω. Καθώς οι αλλαγές συνέβησαν ως δια μαγείας, όλες μαζί και απότομα μπροστά στα μάτια μου (χωρίς να τις έχω βιώσει στον φυσικό τους χρόνο), είναι ένα θέαμα που ξετυλίγεται κινηματογραφικά. Αλλά οι εικόνες που διατρέχουν η μια την άλλη, είναι για μένα σαν τις τοιχογραφίες που αν ξυστούν, φανερώνεται μια άλλη εικόνα κρυμμένη σε ένα κάτω στρώμα. Η πόλη μου υποβάλλει συνεχώς την εικόνα ενός λαβύρινθου κήπων. Η καλύτερη ώρα για περπάτημα είναι όταν αρχίζει να πέφτει το βράδυ. Μια οργιαστική αρχιτεκτονική κήπων επικρατεί παντού. Όπου και να στρέψεις το βλέμμα, περιποιημένα πάρκα, δενδροστοιχίες και παρτέρια στους δρόμους, δροσίζουν τον περίπατό σου. 

 

Πριν από αυτή τη μανία, είχε προηγηθεί μια μανία ανοικοδόμησης. Ένας οικοδομικός πυρετός που εκδηλώθηκε κατά κύματα μέσα στις δεκαετίες που πέρασαν. Η πόλη αποτυπώνει στο σώμα της διαφορετικές και αντικρουόμενες προθέσεις. Ένα πρώτο κύμα σάρωσε τα νεοκλασικά και τους κήπους τους, και όλα σχεδόν τα αγγειοπλαστεία της πάλαι ποτέ κεραμούπολης που έδωσαν τη θέση τους σε πολυκατοικίες με το σύστημα της αντιπαροχής. Σε ένα δεύτερο κύμα ήρθαν τα γυάλινα κτίρια του Βωβού, τα κτίρια γραφείων των εταιρειών και των εμπορικών κέντρων. Ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα, ολόκληρες περιοχές κατέληξαν δαιδαλώδη συγκροτήματα γραφείων, που τα βράδια μένουν άδεια και ερημώνουν. 

 

Μια γενιά περισσότερο ποιοτικών κατασκευών, με καλύτερες προδιαγραφές στη συνέχεια, ήρθε να κάνει τη διαφορά. Μια προσπάθεια που είχε σκοπό να ελκύσει μικροαστικά και αστικά στρώματα που είχαν εκδηλώσει ζήτηση για την περιοχή. Ο σκανδαλωδώς αυξημένος συντελεστής δόμησης -ευνοϊκός για συγκεκριμένα συμφέροντα-, δημιούργησε τέτοια οικιστική πύκνωση που, από ένα σημείο και μετά, ώθησε τους αστούς με το υψηλότερο εισόδημα να εγκαταλείψουν την πόλη και να μετακομίσουν βορειότερα. Το κενό που άφηναν πίσω τους καταλάμβανε η ανερχόμενη μεσαία τάξη, που έβρισκε εδώ αλλά και στα όμορα προάστια ιδανικές συνθήκες κατοίκησης. Μετακόμιζε μαζικά -ακολουθώντας βέβαια και τα γραφεία και τις υπηρεσίες που είχαν προηγηθεί, και έβρισκαν σ' αυτά απασχόληση. Εγκατέλειπαν σωρηδόν τις περιοχές του Κέντρου, που είχαν υποβαθμιστεί και μετατραπεί σε χώρους "φιλοξενίας" της επίσης ανερχόμενης το ίδιο διάστημα "νέας φτώχειας". 

 

Η λεωφόρος Κηφισίας καθόριζε τη μοίρα της πόλης από πολύ παλιά. Τη χώριζε σαν ποτάμι στα δύο, πολώνοντας και οριοθετώντας -σε βάθος χρόνου- τον πλούτο στο χώρο. Οι πλέον εύποροι έδειχναν την προτίμησή τους για το βορειοδυτικό άκρο της πόλης, με όριο την λεωφόρο. Αυτή η διαφοροποίηση σήμερα έχει αρκετά αμβλυνθεί και έχει χάσει τη σημασία της. Η πυκνότητα δόμησης και η μεγάλη και απότομη αύξηση του πληθυσμού, προκάλεσαν ασφυκτικό συγκοινωνιακό πρόβλημα, που αντιμετωπίστηκε με γενναίες παρεμβάσεις, που χρειάστηκαν αρκετά χρόνια πειραματισμών μέχρι να παγιωθούν. Η πόλη όμως τώρα κατέληξε να λειτουργεί με αλγόριθμους, που δίνουν λύσεις στον οικιστικό και κυκλοφοριακό λαβύρινθο. 

 

Κάποια στιγμή οι κάτοικοι πρέπει να αισθάνθηκαν ότι έτσι όπως έκτιζαν δεν τους απέμενε καθόλου ζωτικός, δημόσιος χώρος. Η πόλη πρέπει να τους έπνιγε. Άρχισαν μανιωδώς να σχεδιάζουν κήπους. Δημοτική αρχή και κάτοικοι. Σε πυλωτές, σε ακάλυπτους πολυκατοικιών, δενδροστοιχίες κατά μήκος των δρόμων, παρτέρια σε πεζοδρόμια και πεζόδρομους, παντού όπου μπορούσε να φυτευτεί κάτι το έκαναν. Βρήκαν ευφάνταστους τρόπους να δημιουργήσουν από το τίποτα μικρές οάσεις πράσινου και μικρών πάρκων. Καθώς οι κήποι γιγαντώνονται, πρασινίζοντας την πόλη, δημιουργούν την εντύπωση μιας επίμονης προσπάθειας να κρυφτεί πίσω από την οργιαστική βλάστηση το οικιστικό έγκλημα που έχει συντελεστεί.

 

Σηκώνω το βλέμμα απ’ το βιβλίο του Φλωμπέρ κατά διαστήματα -κάθε φορά που το ζευγάρι των πρωταγωνιστών έχει ολοκληρώσει ένα κύκλο δραστηριοτήτων και αναζητήσεων και ισάριθμων απογοητεύσεων-, για να το βυθίσω στο βαθύ μουντό πράσινο των κυπαρισσιών, που φορτωμένα τώρα με όλα τους τα τζιτζίκια μου αποσπούν την προσοχή. Οι δύο φίλοι στο βιβλίο του Φλωμπέρ, σύρονται από μια ακόρεστη μανία να περιορίσουν τον κόσμο σε μια εγκυκλοπαίδεια. Τη διατρέχουν απ’ άκρη σ΄άκρη, καβάλα στη μια θεωρία μετά την άλλη σαν να ήταν άλογα σε ένα πολύχρωμο καρουζέλ. Ενεργούμενα διαρκώς μιας θεωρίας, μέχρι τη στιγμή που τα πενιχρά ή καταστροφικά αποτελέσματα της πράξης τους θα προκαλέσουν το μαρασμό του ενδιαφέροντος, για να αφεθούν, χωρίς να χάσουν καιρό, και με ανανεωμένο ενθουσιασμό μικρού παιδιού, στην γοητεία μιας επόμενης θεωρίας, ή ακόμη και να εγκαταλείψουν εντελώς το πεδίο για να πέσουν με τα μούτρα σε ένα επόμενο, και πάντοτε υπό το κράτος του "φόβου των απογοητεύσεων". Όμως "όλα γίνονται θρύψαλα μέσα στα χέρια τους". Τόσος μόχθος και να μην στοιβάζουν παρά μόνο ερείπια και στάχτες, που τους αφήνει πάντοτε με την πικρή απορία, που ανανεώνεται συνεχώς. Μέχρι ποιο σημείο ευθύνονται οι ίδιοι γι’ αυτή τους την κακοτυχία; Τα άλλα μπαλκόνια τώρα χάσκουν σαν άδεια καθίσματα παρατημένα στο φεγγαρόφωτο. 

 

 Βάζω σε λειτουργία την πραγματολογική μέθοδο Φλωμπέρ, αντιγράφω τη μέθοδό του σαν ένα παιχνίδι στην απραξία της βραδιάς. Γιατί παράγουν αυτόν τον ήχο; (τα τζιτζίκια) θα αναρωτιόταν η επιστημοσύνη των Μπουβάρ και Πεκυσέ, που θέλει όλα να τα εξηγεί, να μην αφήνει τίποτε ήσυχο, αλώβητο μέσα στην ποιητική του ύπαρξη και έξαρση. Οι δύο φίλοι θα έπιαναν αμέσως τα χαρακώματα, απολαμβάνοντας το όμορφο βράδυ που πέφτει σ’ αυτό το μπαλκόνι του Μαρουσιού, οχυρωμένοι -όπως πάντα- ο καθένας πίσω από τη θεωρία του. Νομίζω ότι καλούν για αναπαραγωγή, θα ήταν, ας πούμε, η θέση του Μπουβάρ, αλλά προσκαλούν και τους εχθρούς τους μαζί, θα συμπλήρωνε ο Πεκυσέ, και μια μεγάλη ποικιλία από παράσιτα, κολλιτσίδες της φύσης που ψάχνουν να βρουν κάπου να προσκολληθούν. Μια μύγα γεννά πάνω τους τα αυγά τους, και μόλις αυτά σκάσουν θα βγουν τα σκουλήκια τους και το πρώτο που θα βρουν να φάνε θα είναι ο τζίτζικας. Γιατί τελικά, είτε από την αισώπεια λογική, είτε από το πνεύμα των Μπουβάρ και Πεκυσέ, είτε από κάποια μύγα, δεν υπάρχει σωτηρία για πλάσματα σαν κι αυτό, και για κάθε πλάσμα που ελπίζει μόνο στο καλά φυλαγμένο μυστικό του και στον αέναο κύκλο της ζωής, διαπίστωση που θα χαροποιούσε ιδιαίτερα, και θα έβρισκε σύμφωνους τους Μερσιέ και Καμιέ.

 

Ο αστοί του Φλωμπέρ, έχουν χάσει τη μόνη μορφή αθανασίας που μας είναι προσιτή· την αθανασία του ανθρώπου ως είδος, του ανθρώπου που ανήκει σε μια κοινότητα. Την αθανασία αυτή είχαν κατακτήσει όλοι οι προηγούμενοι πολιτισμοί, και από αυτή την πηγή αντλούσαν το νόημά τους. Χωρίς αυτή την εκδοχή αθανασίας, το να σκοτώνεσαι στη μάχη του Μαραθώνα είναι σκέτος παραλογισμός. Οι αστοί του Φλωμπέρ και τα σπέρματά τους έχουν μετατρέψει τη Γη σε διαστημόπλοιο που ταξιδεύει γλιστρώντας ανάμεσα στ' αστέρια. Σε ψυχολογικό επίπεδο η Γη έχει πάψει να αντιμετωπίζεται ως ο μοναδικός προορισμός του  ανθρώπινου είδους. Καταναλώσιμη και αναλώσιμη συνεχίζει από τότε το ταξίδι της στο σύμπαν χωρίς ανθρώπινο σκοπό. 

 

Δεν είμαστε οι μεταπράτες ενός κόσμου που βρήκαμε, που μας δόθηκε άνωθεν, βιβλικά κωδικοποιημένος σε πήλινες πλάκες. Εμείς είμαστε οι δημιουργοί του κόσμου μας, των μορφών κοινωνικής ζωής - που θα μπορούσε να είναι έτσι ή αλλιώς. Ερχόμαστε απ' το χώμα και επιστρέφουμε σ' αυτό, γέννηση - θάνατος (όπου το ένα δίνει στο άλλο το νόημά του), σε ένα αδιάσπαστο αιώνιο κύκλο για να διαιωνίζουμε το είδος μας (κι αυτό απαιτεί μια κοινότητα). Αυτός είναι ο πηλός, και ο προορισμός μας: μ' αυτό τον πηλό, να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο κόσμο, σ΄αυτή τη Γη (δεν υπάρχει άλλη), ή ας χαθούμε. Οι Μερσιέ και Καμιέ δεν είναι παρά τα καναρίνια του ορυχείου.




Ό,τι απέμεινε από το παλαιό αγγειοπλαστείο του Μαρουσιού είναι αυτό το κτίσμα. Περιείχε τον μηχανολογικό εξοπλισμό της σουρωτομηχανής. Ίσως να ξέμεινε εκεί επειδή διευκολύνει τώρα, σαν τροχονόμος, στη ροή των οχημάτων κατά το παρκάρισμα. Το μάτι του καλλιτέχνη δρόμου βρήκε επάνω του την ιδανική επιφάνεια να ξεδιπλώσει αβίαστα και χωρίς άγχος το ταλέντο του. Έτσι το παλαιό κτίσμα, σαν ομφαλός και σύμβολο του κόσμου όλων των αθέατων πραγμάτων, συγκρατεί τώρα και αναπαραγάγει σαν ηχείο, την κραυγή του πάσχοντος κόσμου.

 

Γιάννης Ψαραύτης, Ιούλιος 2020



Σημειώσεις

Stevens Wallace - Εκλογή από τα άπαντα, μετ. Γιώργος Σπέντζος, εκδ. Δωδώνη (2000).

Μερσιέ και Καμιέ (1946), Samuel Beckett, μετ. Άρης Μπερλής, εκδ. Ύψιλον (2006).

Μπουβάρ και Πεκυσέ (1882), Gustave Flaubert, μετ. Αντώνης Μοσχοβάκης, εκδ. Ηριδανός (1990).