Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020


Ξέρει ότι έχει ένα κοινό να συντηρεί, που διασκεδάζει μαζί του, που κάνει όμως τη δουλειά -καλύτερα και από στρατό- όποτε χρειαστεί. Σε αυτό απευθύνεται. Σε άδειες ζωές, σε νεκροζώντανους, σε νεκρές ψυχές ξοδεμένες και λησμονημένες στην αποχαύνωση και στη ματαίωση. Η στρατηγική του είναι η στρατηγική της αράχνης· ξέρει πως και που να πλέκει το ιστό του, πού να στήνει την αρένα του, πώς να παγιδεύει μαγνητίζοντας τις κερκίδες με εικόνες της φίλαυτης παρουσίας του.

Το είδος του πολλαπλασιάζεται όταν στρέψεις το βλέμμα και την προσοχή σου επάνω του. Οι τηλεοπτικές οθόνες έχουν μετατραπεί σε εκκολαπτικές μηχανές. Αυτός, οι όμοιοί του και οι κλώνοι τους, με την δύναμη των νέων μέσων, μετατρέπουν σιγά - σιγά τον τόπο σε μονοθεματικό πάρκο φασιστικών αντιλήψεων και πρακτικών.

Κλώνοι του στήνουν τη δική τους αρένα παντού· κάπου στις θλιβερές ζωές τους θα βρουν να δημιουργήσουν ένα μικρόκοσμο εξουσίας· στην πολυκατοικία που κατοικούν, στη δουλειά τους, στην οικογένειά τους, μέσα από το αυτοκίνητο που οδηγούν, στα κοινωνικά δίκτυα, κάπου.

Τώρα που η πολιτική έχει αποσυρθεί στο παρασκήνιο, έχει γίνει αδιαφανής περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Στην σκηνή, που πριν φιλοξενούσε την πολιτική, απομένει τώρα χώρος μόνο για κλόουν και σαλτιμπάγκους. Μια μηχανή αποπλάνησης, εκμαυλισμού και σαγήνης κινεί φιγούρες στη σκηνή, που αναδεύουν με τις χειρονομίες τους το κενό. Θέαμα πάνω στο θέαμα.

Οικολογία του βλέμματος: Άν έτσι συντονισμένα που κοιτάζουμε, συντονισμένα αποφασίζαμε να αποστρέψουμε το βλέμμα, να κλείσουμε τα αυτιά, θα εξαφανίζαμε το θλιβερό τους θέαμα που βρωμίζει τις αισθήσεις. Μπορούν να υπάρχουν μόνο μέσα στο βλέμμα μας.


Φλοίας 2


Το σπίτι που έζησα τα παιδικά μου χρόνια, βρισκόταν στην αυλή ενός εργαστηρίου αγγειοπλαστικής στο Μαρούσι, που ήταν και ο χώρος εργασίας του πατέρα μου. Τα όρια του κόσμου μας περιορίζονταν στα όρια αυτής της αυλής. Η συνύπαρξη κατοικίας και χώρου εργασίας είχε όμως και τις καλές της πλευρές. Οι δραστηριότητες του εργαστηρίου δεν ακολουθούσαν ωράριο και αργίες, ενώ το ψήσιμο του καμινιού -συχνά περισσότερες από μία φορές τη βδομάδα- ήταν μια ολονύκτια διαδικασία - για να μην ενοχλούνται οι περίοικοι από τον καπνό, όταν κάθονταν στα μπαλκόνια. Ανάμεσα στις εργασίες του απογεύματος, περιμένοντας να έρθει η κατάλληλη στιγμή για την επόμενη, ο πατέρας μου όλο και θα έβρισκε την ευκαιρία να ασχοληθεί μαζί μας, να βρεθεί με φίλους, να απολαύσει ένα καφέ, να ξεκουραστεί λίγο. Επιπλέον, για εμάς τα παιδιά, όταν έφευγαν οι μάστορες και ερήμωνε το εργαστήριο, είχαμε όλη την αυλή δική μας· πόλος έλξης για τα παιδιά της γειτονιάς, μετατρεπόταν τα απογεύματα, σε "αυλή των θαυμάτων". Έρημο, χωρίς τους μαστόρους, τις φωνές και τα παιχνίδια των παιδιών, το εργαστήριο το απόγευμα ήταν ένα πολύ μελαγχολικό μέρος - η ίδια αίσθηση που βρήκα, αργότερα, να απεικονίζεται εικαστικά στους πίνακες του Edward Hopper.
Σε ένα παραδοσιακό αγγειοπλαστείο, εκτός από τη δουλειά στον τροχό που ο χρόνος εργασίας υπολογιζόταν με το κομμάτι, για όλες τις άλλες δραστηριότητες  μετριόταν "με βάση την δουλειά που πρέπει να γίνει". Πάντοτε υπήρχαν εργασίες που πίεζαν να ολοκληρωθούν μέσα στη μέρα: το μέσα έξω με τα σανίδια και το στέγνωμα, το καμίνιασμα, το μπαντάνισμα, το πλούμισμα και το αλοίφωμα, τα σκαλίσματα, η προετοιμασία του πηλού των μαστόρων για την επόμενη μέρα, το ψήσιμο του καμινιού, καλοκαιρινές εργασίες όπως το ανέβασμα του σουρωτού στις απλώστρες ή το μάζεμα και η αποθήκευση του πηλού όταν ήταν έτοιμος στις απλώστρες, τα σουρώματα στη σουρωτομηχανή κ.α. Και κάθε μία από αυτές τις εργασίες έπρεπε να γίνει την κατάλληλη στιγμή, ούτε λίγο πριν ούτε λίγο μετά. Ο καλός μπασπερέτης έπρεπε να είναι μεθοδικός, οργανωτικός, με αναπτυγμένη την ικανότητα να μπορεί να διακρίνει εμπειρικά την αποφασιστική στιγμή που έπρεπε να ξεκινήσει μια εργασία, από αυτές που ήταν σε εκκρεμότητα. Ο φόρτος εργασίας εξαρτιόταν από πολλούς παράγοντες (την εποχή, τις καιρικές συνθήκες, το μέγεθος της παραγωγής, την πίεση των παραγγελιών, κ.α.). Ένας ατελείωτος μόχθος μέχρι να χαθεί και το τελευταίο φως της μέρας. Από αυτή την άποψη, η εργασία του παραδοσιακού αγγειοπλάστη μοιάζει με του γεωργού. Οι δραστηριότητες που πρέπει να γίνουν μέσα στη μέρα δεν τελειώνουν ποτέ, ούτε μπορούν να περιμένουν, δεν περιορίζονται σε ένα ωράριο.
Το εργαστήριο έβλεπε στην οδό Φλοίας. Υπήρχε μεσοτοιχία με δύο ακόμη εργαστήρια. Και τα τρία μαζί καταλάμβαναν σχεδόν ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο. Τη δεκαετία του 1980, λόγω της έντονης αστικοποίησης της περιοχής, η συνύπαρξη εργαστηρίων και αστικών πολυκατοικιών που πύκνωναν γύρω τους έφτασε στο όριό της. Τα εργαστήρια δεν μπορούσαν πια να συνεχίσουν να λειτουργούν εκεί και αναγκάστηκαν να κλείσουν. Δύο από αυτά μετεγκαταστάθηκαν σε άλλη περιοχή, και συνεχίζεται σε αυτά με επιτυχία -και σε καλύτερες συνθήκες- να ασκείται η πατροπαράδοτη τέχνη, που έχει περάσει τώρα σε μια επόμενη γενιά. Στα οικόπεδα των δύο εργαστηρίων -από τα τρία που υπήρχαν στο οικοδομικό τετράγωνο- έχουν κτισθεί πολυκατοικίες εδώ και πολλά χρόνια, τις είδα να κτίζονται όταν ακόμη ζούσα στο Μαρούσι. Το οικόπεδο της Φλοίας όμως, όπως έχω μάθει, δεν έχει κτισθεί. Έχει δοθεί για parking στους περίοικους, ακόμη όμως παραμένουν ερείπια από τις εγκαταστάσεις του εργαστηρίου και του σπιτιού που μέναμε. Οι σκεπές, οι τοίχοι, η εξωτερική μάντρα έχουν πέσει, και από το ύψος του δρόμου μπορείς να δεις τώρα, με μια ματιά, όλο τον ακάλυπτο χώρο που κάποτε ήταν εργαστήριο που έσφυζε από ζωή και δραστηριότητα. Το κτίσμα που στέγαζε την σουρωτομηχανή διατηρείται ακόμη, ίσως και ένα μέρος της εγκατάστασης.
Αραιά και που πηγαίνω στο Μαρούσι, και πάντα ξεκλέβω λίγο χρόνο να περπατήσω στις παλιές διαδρομές. Βέβαια πολύ λίγα πράγματα έχουν μείνει να μου τις θυμίζουν. Πριν από μερικές μέρες βρέθηκα πάλι για λίγο εκεί. Νωρίς το απόγευμα έκανα την καθιερωμένη βόλτα. Περπατούσα ανέμελα ανάμεσα στις εικόνες που μου έφερναν στη μνήμη οι διαδρομές που ακολουθούσα. Κατηφορίζοντας την Κηφισίας σκεφτόμουν ότι τόσα χρόνια, και παρόλο που η οδός Φλοίας βρισκόταν πάντοτε -με μια μικρή παράκαμψη- πάνω στη διαδρομή που ακολουθούσα, δεν είχα περάσει ποτέ απ' την παλιά μου γειτονιά. Τώρα, μου δινόταν πάλι η ευκαιρία (στην επόμενη διασταύρωση θα συναντούσα την Φλοίας στα δεξιά μου). Και την έχασα. Απότομα, σαν συννεφιά, η διάθεσή μου άλλαξε αδικαιολόγητα την τελευταία στιγμή. Δεν έστριψα, προσπέρασα γρήγορα-γρήγορα, ούτε καν γύρισα να κοιτάξω - για να έχω τώρα πάλι όλο το χρόνο να το μετανιώνω. Σήμερα όμως το αποφάσισα, μπήκα στο Google Earth.
Γιάννης Ψαραύτης

Αρχές της δεκαετίας του 1970. Αριστερά ο πατέρας μου Συμεών Ψαραύτης,
δεξιά ο μικρασιατικής καταγωγής τεχνίτης του τροχού Δ. Κιολόγλου
ανάμεσά τους ο βοηθός, ένας μικρός βιοπαλαιστής από την Κρήτη.

Ο Νικόλαος Ψαραύτης, αρχές της δεκαετίας του '70

Τα αδέρφια Νικόλαος και Συμεών Ψαραύτης,
ένας τακτικός επισκέπτης και ο βοηθός.

Μια μικρή αυθαιρεσία σε βάρος της φωτογραφικής ματιάς
του φωτογράφου. Ένωσα δύο φωτογραφίες, 
προσαρμόζοντας λίγο την προοπτική τους, για να έχουμε
μια πανοραμική άποψη της αυλής του εργαστηρίου.
Αρχές της δεκαετίας του 1970. Το εργαστήριο
περιστοιχιζόταν ακόμη από υπέροχα νεοκλασικά.
Μια από τις πρώτες αστικές κατοικίες στην περιοχή
 βρίσκεται στις κολώνες - αριστερά.
Το τεράστιο φουτουριστικό καζάνι στο βάθος,
είναι απομεινάρι από μιαν αποτυχημένη προσπάθεια
χρήσης εναλλακτικού καυσίμου στο ψήσιμο του καμινιού.
Ο πατέρας μου επιτηρεί το στέγνωμα στον ήλιο.
Σε λίγο ο φίλος του θα δώσει ένα χεράκι
να κουβαλήσουν τα σανίδια στο εσωτερικό του εργαστηρίου.

Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας διαβάζουμε:
"15-10-1968. Ενθύμιον της μεγάλης μου
καλλιτεχνικής παραγωγής από το 1958-1968
που βγήκε η φωτογραφία".
Στον κατάλογο των συμμετεχόντων στην
Πανελλήνια Έκθεση Αγγειοπλαστικής του 1968,
εμφανίζονται για πρώτη φορά τα ονόματα
των παραδοσιακών αγγειοπλαστών του Μαρουσιού,
μεταξύ εκείνων που ασκούσαν
την καλλιτεχνική κεραμική.
Είναι πολύ πιθανόν, η φωτογράφηση
των εργαστηρίων εκείνη την περίοδο για την
ανάδειξη της παραδοσιακής αγγειοπλαστικής,
να συνδέεται και με το γεγονός της 
συμμετοχής τους στην Έκθεση.