Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

Οριακός καπιταλισμός και όρια της θεωρίας



Nowadays it is easy enough to invent new words – they spring to the lips whenever we see a new sight or feel a new sensation – but we cannot use them because the language is old. 
...In order to use new words properly you would have to invent a new language; 
...How can we combine the old words in new orders so that they survive, so that they create beauty, so that they tell the truth?
"Words fail me”, Virginia Woolf, 29 - 4- 1937 

...Να απορρίψουμε με αυστηρότητα κάθε φαντασμαγορική
και μυθική εικόνα της αυριανής κοινωνίας
Jacques Ellul



"Free trade wants the earth", 1888


Ι
Υπόθεση εργασίας: Ο καπιταλισμός, ως οικονομικό σύστημα και ένα κατάλληλο γι αυτόν τεχνικό σύστημα, δεν είναι δυνατόν να (αυτο)περιοριορίζεται ως προς τις εγγενείς ροπές του χωρίς να κινδυνεύει να (αυτο)καταργηθεί. Αν αναγνωρίζει όρια, εμπόδια, φραγμούς στην εκτός ελέγχου πορεία του, είναι για να τα παραβιάζει σε ένα δεύτερο χρόνο, με μια τυφλή, αχαλίνωτη ορμή. Ο καπιταλισμός ευδοκιμεί καλύτερα στις οριακές καταστάσεις, αναγνωρίζει, επιθυμεί και επιβάλλει σύνορα/όρια ως συστήματα αποκλεισμού για οτιδήποτε στέκεται εμπόδιο στο δρόμο του, για όλα όσα διαθέτουν μια ικανότητα αντίστασης στην ιδιοποίηση που τους επιφυλάσσει ως πεπρωμένο, για όλα όσα απωθεί. Ο καπιταλισμός είναι ένα σύμπαν που δεν αφήνει τίποτε απέξω· από μια εσωτερική ανάγκη πρέπει διαρκώς να διαστέλλεται, αλλά και ταυτόχρονα να συμπυκνώνεται, να αυξάνεται συνεχώς η πύκνωσή του, η περιεκτικότητά του τοπικά. Μια σφαιρική ολότητα που βρέχεται παντού απ’ το μηδέν όταν βρίσκεσαι μέσα του, που έχει το κέντρο της παντού και πουθενά. Σε αυτούς τους δύο παραπάνω τροπισμούς -που γνωρίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μιαν αέναη επαύξηση- αντιστοιχεί αυτό που με οικονομικούς όρους ονομάζουμε "ανάπτυξη". Συντηρητικές/διατηρητικές δυνάμεις, με προκρούστεια λογική, δημιουργούν και διατηρούν τις απαραίτητες για το σύστημα συνθήκες. Τίποτα δεν επιτρέπουν να αποκλίνει απ' την προδιαγεγραμμένη πορεία του, από αυτό για το οποίο προορίζεται. Ως αόρατα χέρια, ακοίμητοι φρουροί, επιλαμβάνονται τη διαιώνιση του συστήματος και εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή του. Πίσω από μια φαντασμαγορία (ένα όργιο επικοινωνίας, αυτό στο οποίο η σαγήνη, αλλά και ο πανικός, και ο τρόμος όταν εισβάλουν μετατρέπονται), οι πολίτες χωρίζονται σε μια χρήσιμη μάζα και ένα άχρηστο απόθεμα ανθρώπων. “Αχωριστότητα του καλού και του κακού, αδυνατότητα να προωθηθεί το ένα δίχως το άλλο” (θεώρημα του καταραμένου αποθέματος – Baudrillard). Χάρτης πορείας είναι οι διαφημιστικές εικόνες· με την παρουσία τους παντού, χαρτογραφούν τις επιθυμίες, τις επίκτητες ανάγκες, τα υπεσχημένα απραγματοποίητα. Το σώμα, μέσω των συσκευών με τις οποίες βρίσκεται μονίμως σε σύνδεση, μετατρέπεται σε ένα ελεγχόμενο νευρικό κύκλωμα/δίκτυο παρέχοντας έτσι πρόσβαση και δυνατότητα -εθελούσιου- ελέγχου, μορφές γλυκιάς δεσποτείας, και επί των εγκεφαλικών κυττάρων των χρήσιμων. Με κάθε μέσο που αγιάζει σκοπούς, επιβάλλεται η προοπτική, υπό την οποία μας υποχρεώνουν -και θεσμικά- να προσλαμβάνουμε τα πράγματα. Αυτή είναι -σχηματικά- η διαδικασία που αποδίδουμε με την ιδεολογικά φορτισμένη έννοια της “προόδου”. 

Οι οριακές καταστάσεις αποδείχθηκαν προνομιακά πεδία δράσης για τον καπιταλισμό - στην ιστορία του. Για τις ανάγκες της συλλογιστικής που αναπτύσσουμε, εισάγουμε τη διάκριση σε όρια που έχουν τη ρίζα τους στα αρχέγονα βάθη της πολιτισμικής ιστορίας του ανθρώπου και γίνονται αντιληπτά μέσω της ιστορικής τους προοπτικής (ηθικά, αξιακά, δικαιακά), σε γεωγραφικά, εθνικά, τεχνολογικά, χρονικά, περιβαλλοντικά, πολεοδομικά, φυσικά - που επίσης είναι εκτεθειμένα στην αλλαγή· σε όρια που επιβάλλονται από τη φυσιολογία και το νευρικό σύστημα του ανθρώπου, σε γενετικά όρια τόσο του ανθρώπου όσο και κάθε άλλου έμβιου οργανισμού. Τα όρια που στη διάρκεια μιας ζωής δοκιμάζουν αρκετές φορές τις αντοχές της - κάθε φορά που εξ ανάγκης θα βρεθεί με το ένα πόδι μετέωρο ανάμεσα στη μια και την άλλη πλευρά μιας οριακής κατάστασης πραγμάτων. Μέσω περιορισμών, οριακών καταστάσεων, που λειτουργούν ως εκμαγείο, ο άνθρωπος από μια σκέτη αφαίρεση αποκτά το ιδιαίτερο σχήμα του, η ανθρώπινη ουσία το ειδικό της βάρος. Κάθε φορά που στοχαζόμαστε και τα όρια γίνονται όρια της σκέψης, δεν πρέπει ούτε στιγμή να αφαιρούμε την διάσταση της ιστορικότητας, τη χρονική προοπτική σε αυτά τα πεδία δυνάμεων - δυνάμεων που δοκιμάζονται επίσης και οι ίδιες (στον βαθμό που εξαρτώνται από εμάς και τις πράξεις μας). Τα όρια  μετατοπίζονται, αμβλύνονται ή οξύνονται, αλλά και καταργούνται ενδεχομένως όταν αλλάξουν οι συνθήκες και κάτι άλλο βρεθεί να βάλουμε στη θέση τους. Έτσι όπως αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, βρισκόμαστε στο πεδίο ενδιαφερόντων της Κοινωνιολογίας. Της Κοινωνιολογίας -ας ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση- που πρέπει εφεξής, με την ένδειξη του κατεπείγοντος, να αντικαταστήσει ένα ασυνάρτητο, απονευρωμένο ψυχολογισμό, που εκδηλώνεται αφαιρετικά, ερήμην του κοινωνικού πλαισίου, που έχει καταφέρει να κυριεύσει κάθε έκφανση της ζωής. (Ένα ψυχολογισμό εφάμιλλο με εκείνο που αξιοποιείται στα lifestyle έντυπα - όπου επικρατεί πολύ μεγάλη φασαρία για το τίποτα - αρκεί το δόλωμα να πιάνει την αφέλεια στον αφρό).

Με ένα σύμφυτο με το κυρίαρχο σύστημα επεκτατικό, επαυξητικό ιμπεριαλισμό, χάρη στα κάθε είδους όρια και στην παραβίασή τους, υποτάσσοντας τα πάντα στην οικονομία και στις δικές του ανάγκες, ο καπιταλισμός κατάφερνε και τα καταφέρνει ακόμη να κερδίζει μικρές παρατάσεις ζωής. Έμαθε μέσα από την εμπειρία να συνεχίζει έτσι, απομυζώντας μια πρόσκαιρη ζωτικότητα: μετατοπίζοντας, δρώντας κάθε φορά επιλεκτικά και εκμεταλλευτικά στα όρια - επινοώντας διαρκώς νέους τρόπους παραβίασής τους· δεν υπάρχει απαγόρευση, ιερό, μυστικό, ηθική αξία που να βρίσκεται στο απυρόβλητο, που να μην κινδυνεύει κάποια στιγμή να βρεθεί στο στόχαστρο, να μην κινδυνεύει να τραβήξει επάνω του τους μυζητήρες της καπιταλιστικής υπερεκμετάλλευσης. Το έχουμε δει να συμβαίνει αρκετές φορές στην ιστορία του καπιταλισμού: να αναγεννάται, λίγο πριν γίνει στάχτη στο επόμενο αδιέξοδο, να κερδίζει το καύσιμό του για να συνεχίσει, για λίγο ακόμη, μέχρις ότου κάθε ικμάδα ζωτικότητας να στερέψει και πάλι ως δυνατότητα καπιταλιστικής επέκτασης. Όταν μια κατάσταση ανισορροπίας -που με την κατάλληλη άσκηση βίας σε οριακές καταστάσεις το ίδιο το σύστημα είχε προκαλέσει- εξαντλείται ως δυνατότητα εκμετάλλευσης, και οι συνθήκες έχουν επανέλθει στην ησυχία μιας ισορροπίας, τότε, ένα επιστημονικό, τεχνοκρατικό, πολιτικό κατεστημένο θα δημιουργήσουν τα μέσα και θα δώσουν το σύνθημα, που θα στρέψουν την προσοχή των μηχανισμών στον επόμενο κύκλο.

Αυτό που μοιάζει να εκτυλίσσεται ως γραμμικότητα με ανοικτό τέλος, ως προοδεύουσα κίνηση προς τα εμπρός, προς ένα χιλιαστικό μέλλον για το ανθρώπινο είδος που ο ορίζοντάς του απομακρύνεται όσο νομίζεις ότι πλησιάζεις, αυτό που υπόσχεται μια τελεολογία, αποδεικνύεται στην πραγματικότητα κύκλος αυτοαναφορικότητας - δεν παραπέμπει παρά στον εαυτό του. Το σύστημα από μέσο γίνεται αυτοσκοπός. Μια κυκλική σισύφεια ανάλωση μέσων που έχουν μετατραπεί σε σκοπούς, μια διαδικασία που αναζητά το νόημα ζωής που έχει χαθεί, στην κατασπατάληση, στην ανάλωση, στην ιδιοποίηση κάθε πόρου που συναντά. Η ελπίδα που επενδύει επάνω της το σύστημα έχει την τροχιά της σε μια σπείρα "ανάπτυξης". Είναι αρκετό κάθε φορά να βρίσκεται και να τρέχει στον επόμενο κύκλο της σπείρας, να αυξάνει την ακτίνα της επίδρασής της· να ενεργοποιεί την σπειροειδή εκτύλιξη μιας επιθετικής κατανάλωσης πόρων που το σύστημα θα επιλέγει κάθε φορά να εστιάσει επάνω τους. Η σειρά σ’ αυτή την ακόρεστη απομύζηση και εξάντληση πόρων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αρκεί να επιτελείται ο αυτοσκοπός της διατήρησης του συστήματος, να μπορεί να συνεχίζει να κινεί τον τροχό του χωρίς ο ιμάντας να έχει απαραίτητα να μεταβιβάσει κάτι. Σε καταστάσεις τόσο πολυπαραγοντικές, τα αποτελέσματά τους -μας έχει διδάξει η φύση- εμφανίζονται χαοτικά, τυχηματικά, μη προβλέψιμα. Για ένα πράγμα, όμως, υπάρχει βεβαιότητα: τίποτε δεν πρέπει να αποκλείει κανείς σε αυτή την διαδικασία, τίποτε δεν βρίσκεται εκτός των ενδιαφερόντων του συστήματος. Με μορφή κανόνα: η επιλογή του Α δεν αποκλείει ποτέ την επιλογή του μη-Α - στον κατάλληλο χρόνο γι αυτό. Κάναμε λόγο για την σπειροειδή εκτύλιξη μιας κοντόφθαλμης ελπίδας που όμως συντηρεί το σύστημα - όσο η ακτίνα δράσης της μεγαλώνει. "Μακροπρόθεσμα", όμως, αν ξεχνούσαμε προσωρινά "ότι όλοι τότε θα είμαστε νεκροί", αν διαθέταμε μια τόσο αμερόληπτη ματιά, θα ανακαλύπταμε μια πλανητικών διαστάσεων ενέργεια καταστροφής να ξετυλίγει τη σπείρα της, να αυξάνει επίσης από κύκλο σε κύκλο την ακτίνα δράσης της - μια εικόνα αποκάλυψης του ανθρώπινου πεπρωμένου.

Το καπιταλιστικό σύστημα, στο διάστημα της πλήρους επικράτησής του, από αυτό -ακριβώς- αντλεί τη δύναμή του (όπως άλλωστε συνέβη και με κάθε άλλο σύστημα που εμφανίστηκε ιστορικά πριν από αυτό), από την ίδια πηγή αντλεί επίσης το συντριπτικό του πλεονέκτημα έναντι των ιδεολογιών: παρουσιάζεται σαν ένα σύμπαν, ολοκληρωτικά: δεν αποκλείει τίποτε, γιατί ακριβώς όλα -εν δυνάμει- του ανήκουν, είναι προσδιορισμένα από την χωρίς αντίλογο λογική του, πωρωμένα από αυτό - θα μπορούσαμε να πούμε. Τίποτε δεν μπορεί να ξεφύγει από το σύστημα, παρά μόνο ως ψευδαίσθηση. Μοιάζει με αξίωμα: φυγόκεντρες δυνάμεις, όπου αυτές εκδηλώνονται, συντηρούν ή μετατοπίζουν συνθήκες δυναμικής ισορροπίας, δημιουργώντας μια νέα κατάσταση ισορροπίας εντός του συστήματος. Το να οδηγηθούμε σε ένα χώρο εκτός, σε ένα επέκεινα του συστήματος, όσο το σύστημα λειτουργεί και επικρατεί, μπορεί να λέγεται αλλά είναι κάτι που δεν γίνεται· δεν είναι δυνατόν αυτή η επιθυμία να διαθέτει το νόημα που η ίδια απονέμει στον εαυτό της. Καμιά μορφή απαγωγικού ή επαγωγικού λογισμού, κανένας συντονισμός αποφατικών και καταφατικών συλλογισμών δεν μπορεί να σε βγάλει σε ένα εξωχώριο του συστήματος διάστημα. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει γλώσσα που να το επιτρέπει. Η γλώσσα είναι εν τέλει ο κατασκευαστής και ο συντηρητής του μόνου κόσμου που μας είναι δοσμένος, και μιλάει πάντα γι αυτόν. Η ουσία εκείνου που δεν θα χρωστάει απολύτως τίποτε στο κυρίαρχο σύστημα, όσο απουσιάζει η εμπειρία της διαδικασίας γέννησής του, θα παραμένει βουβή, εκτός περιγραφής, στο άρρητο, ένα παγωμένο  μηδέν· πώς να σκεφτείς "το μη ον"; "Οι λέξεις αποτυγχάνουν", και οδηγούν στην ελαφρότητα των αφελών ή στην απελπισία της Virginia Woolf: "Για να χρησιμοποιήσουμε σωστά το νέο λεξιλόγιο, θα πρέπει να επινοήσουμε μια νέα γλώσσα". Η μετάβαση σε ένα ριζικά διαφορετικό σύστημα ισοδυναμεί πάντοτε με τη γέννηση ενός ολόκληρου νέου κόσμου, που αναδύεται στην ώρα του σύγκορμος, από τις στάχτες εκείνου που προϋπήρχε. Κοσμογονία και οντογένεση από την συμπαντική σκόνη ενός κόσμου που έχει καταρρεύσει. Αυτή η κοσμογονία έλαβε χώρα π.χ. κατά την μετάβαση από το δουλοκτητικό σύστημα στο φεουδαρχικό, και αργότερα από το φεουδαρχικό στο καπιταλιστικό.

Η διαρκής, επίμονη, εξουθενωτική προσπάθεια, που δημιουργεί ρηγματώσεις και καταστροφές στη γλώσσα είναι προετοιμασία του εδάφους. Όπως π.χ. -περιθωριακά- κάνει η ποίηση, ή επιχειρήθηκε από συγγραφείς όπως ο Dostoevsky, o Joyce, η Woolf, o Kafka, ο Beckett (ενδεικτικά να αναφέρουμε), από στοχαστές, από όλους όσοι με τον λόγο τους διαθέτουν εκείνη την σπάνια ικανότητα να προαισθάνονται τα σημάδια των αλλαγών που επέρχονται. Με άγρυπνη τη συνείδηση, δεν έχουμε άλλο απ' το να περιμένουμε την αποφασιστική Πράξη που θα μας κάνει ικανούς να ξεμυτίσουμε απ' το κλουβί που μας κρατάει κλεισμένους, την αστάθμητη, απρόβλεπτη Πράξη που αιφνιδιάζει και έχει την ικανότητα να αλλάζει την πραγματικότητα από τη ρίζα της. Όλα στο μεσοδιάστημα είναι ικανότητα τακτικισμού: να καταφέρνουμε, συνεχώς, μοιραία πλήγματα στην εδραιωμένη γλώσσα, καλές επιδόσεις σε ένα είδος "σημειολογικού ανταρτοπόλεμου" (*). Δεν είναι εποχή για αναχωρητές. Όλοι πρέπει να καταφέρουν να βγουν από την δημιουργική μοναξιά τους - τόσο βολική για όλους. Όλοι όσοι σηκώνουν -ήδη- στις πλάτες τους την αγωνία ενός εκτροχιασμένου κόσμου. Ποιοι συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες, στοχαστές θα κάνουν την αρχή; Να διώξουν τους διασκεδαστές, τους εφησυχαστές, τους σκοταδιστές, τους απατεώνες, τις ευπώλητες συνειδήσεις απ' το ναό. 

Το καινούριο, ως "ριζική ετερότητα" (*), ως αντίδραση απέναντι σε ένα παρόν που έχει γίνει δυστοπικό, επιβάλλει πάντοτε λυτρωτικά, επιτακτικά και αναπόφευκτα την παρουσία του. Έρχεται πάντα στην ώρα του, ούτε λίγο πριν ούτε λίγο μετά. Τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει, να αναστρέψει την πορεία του. Αν δεν αιφνιδιάζει, αν δεν αφήνει άναυδο τον κατεστημένο λόγο, δεν είναι αυτό που υπόσχεται. Η γλώσσα είναι ενέργεια που μετασχηματίζεται για να υπηρετήσει νέες ανάγκες, συνθήκες που έχουν αλλάξει. Νέα κοιτάσματα γλώσσας έρχονται συνεχώς στην επιφάνεια, έννοιες εκκενώνονται από το δοσμένο τους νόημα -με το ένοχο παρελθόν- και νοηματοδοτούνται απ' την αρχή. Κοσμογονία. Με τη γλώσσα σε κατάσταση μάγματος να δημιουργεί νέο έδαφος, λίγο -λίγο, όψεις του καινούριου έρχονται στο φως και διεκδικούν την αλήθεια τους. 

II
Ό,τι κατορθώνει να γεννηθεί, να αρθρωθεί εννοιολογικά, αναδύεται στη νόηση μαζί με την έννοια που το αρνείται. Αν διατυπώσω την πρόταση “ο Αριστείδης είναι δίκαιος”, η εμπειρική αποτίμηση της τιμής αλήθειας της προϋποθέτει ότι έχω ορίσει ένα κανόνα εντός του συστήματος σκέψης, που προσδιορίζει τις καταστάσεις που επιτρέπεται να αποδίδω το κατηγόρημα "δίκαιος". Ο κανόνας αυτός επεκτείνει αυτόματα το σύστημα, ώστε να συμπεριλάβει και το κατηγόρημα “άδικος”. Μέσω των αποφατικών προτάσεων επεκτείνεται ο χώρος και συμπληρώνονται οι κενές θέσεις -εντός του συστήματος σκέψης- με νέες κατονομασίες. Αυτή η δυαδικότητα, η συμπληρωματικότητα, μεταξύ καταφατικής και αποφατικής έκφρασης, αποτελεί μια βασική συνθήκη που ουσιώνει τον “κόσμο μας”, καθώς απλώνουμε το δίχτυ της γλώσσας επάνω του. Είμαστε εγκάθετοι στο κάτεργο ενός συστήματος σκέψης που οργανώνει με τη σειρά του τα εμπειρικά δεδομένα, επίσης, σε σύστημα. Ας επιμείνουμε λίγο ακόμη να είμαστε αριστοτελικοί -όσο χρειάζεται- με παραδείγματα. Αν πω την πρόταση “αυτή η επιφάνεια δεν είναι κόκκινη”, δεν μου δίνεται η δυνατότητα να κατονομάσω απευθείας το χρώμα που αντιστοιχεί στην κατάσταση πραγμάτων (όπως στις περιπτώσεις που το νόημα επαμφοτερίζει μεταξύ δύο καταστάσεων). Η αποφατική πρόταση τώρα δεν παραπέμπει εξ ανάγκης, μονοσήμαντα σε ένα συγκεκριμένο χρώμα αλλά σε ένα φάσμα χρωμάτων, σε ένα εν δυνάμει χρώμα. Το παράδειγμα δόθηκε απλώς και μόνο για να μας προϊδεάσει για αυτό που θα ονομάσουμε "εμπειρία ανάδυσης του μηδενός στη θεωρία". Στο παράδειγμα βέβαια, η ανατροφοδότηση μέσω του εμπειρικού δεδομένου της κατάστασης, μπορεί να κάνει να ησυχάσει, να ξεχαστεί το μηδέν που προς στιγμήν ο στοχασμός έκανε να γεννηθεί. Το κεφάλι της σκέψης χαμηλώνει το βλέμμα, σκύβει στο έδαφος της εμπειρίας, ώστε το "εν δυνάμει" να παραχωρήσει τη θέση του στο συγκεκριμένο. Με αυτή την κίνηση η σκέψη μπορεί να ξεφεύγει απ’ την ακινησία της, να ξεγλιστράει από το αγκάλιασμα του μηδενός· αρκεί να ακολουθεί πιστά σαν σκυλί το εμπειρικά δεδομένο (παραμένοντας πάντοτε εντός των τειχών του περίκλειστου δοσμένου συστήματος).

Υπάρχουν όμως και καταστάσεις που ρίχνουμε το δίχτυ της γλώσσας και δεν καταφέρνουμε να φέρουμε κάτι στην επιφάνεια. Είναι περιπτώσεις όπου η σκέψη αποπειράται να διανοηθεί "το μη ον", περιπτώσεις που  αδυνατεί να κυοφορήσει, ή διαφορετικά, επιτυγχάνει μόνο να γεννηθεί ένα αδιαπέραστο, παγωμένο μηδέν που είναι αδύνατον να το υπερβεί, να προκαλέσει μιαν οντογένεση - εκ του μηδενός. Ο μεταφυσικός φόβος της συνάντησης με το μηδέν είναι που μας κρατάει για πάντα δεμένους στο ησυχαστήριο του απαγωγικού στοχασμού και των λογικών λεκτικών παραγωγών. Κανένα φαντασιακό άλμα δεν μπορούμε να κάνουμε να βγει έξω απ' τον υπνόσακο, να μας ταξιδέψει, αναζητώντας αυτό που ο Καστοριάδης ονόμασε "ριζική ετερότητα"· μόνο Οδύσσεια επιστροφής στα γνώριμα νερά του "ίδιου", που είναι πάντα εκεί και μας περιμένει - ο εκλεισμός στο ταυτό. Γαλουχημένοι όπως είμαστε, δεμένοι στο κατάρτι του δοσμένου συστήματος σκέψης - μέσα στο οποίο υπάρχουμε όπως το ψάρι στο νερό, παραμένουμε άλεκτοι και άφωνοι απέναντι και σ' αυτό το μηδέν. Το άρρητο φωλιάζει μέσα μας, μας κατοικεί, μας εξουθενώνει, χωρίς ποτέ να αγγίζει τις φωνητικές μας χορδές, έστω σαν το ουρλιαχτό του.

Ας υποθέσουμε τώρα -για να το πάμε εκεί που θέλουμε- ότι έχει προδιαγράψει κάποιος ένα οικονομικό σύστημα και έχει προχωρήσει στον τολμηρό ισχυρισμό ότι: “αυτό το σύστημα δεν είναι καπιταλιστικό” (με την έννοια ότι πρόκειται για ένα σύστημα ριζικά διαφορετικό). Η περιγραφή μου θα αποτελείται από μια δαιδαλώδη διαπλοκή συλλογισμών κατηγόρησης, απαγωγών, και επαγωγών, αποφατικών και καταφατικών προτάσεων, όπου τα “είναι” και τα “δεν είναι” αλληλοκαθορίζονται αμοιβαία. Ισχυρίζομαι με τη σειρά μου ότι ένας τόσο φιλόδοξος ισχυρισμός καταλήγει πάντοτε σε δύο αποτελέσματα. Σε μια "εμπειρία ανάδυσης του μηδενός στη θεωρία" (όπως την περιγράψαμε) ή να καταλήξω στην καλύτερη περίπτωση σε μια ταυτολογία, σε ένα σύστημα σκέψης που αντιστοιχεί σημείο προς σημείο στον καπιταλισμό, σε ένα αναγεννητικό μετασχηματισμό του, μιαν αναδόμηση του. Παρόλα αυτά, είναι πιθανόν η επιθυμία, ή ο πειρασμός να συνεχίσει κανείς, να είναι πολύ ισχυρή, να επιμείνει στη θεμελίωση ενός συστήματος που φιλοδοξεί να υπερβεί αυτήν την συνάντηση με το μηδέν που εκμηδενίζει τον λόγο. Επιδεικνύοντας αρκετή εφευρετικότητα, παρακάμπτοντας με κάποιο τρόπο την απουσία ερεισμάτων στην εμπειρία, παρόλα αυτά, μπορεί να αναλάβει το εγχείρημα, να υψώσει ένα λόγο πάνω στην κινούμενη άμμο του "μη όντος". Στο τέλος της διαδρομής δεν θα έχει καταφέρει να επινοήσει κάτι καλύτερο από μιαν ακόμη σαγηνευτική εκδοχή της Ουτοπίας των 0 κατοίκων. 

Ας το κάνουμε κέρματα. Στο πλαίσιο της παραπάνω υποθετικής περιγραφής, θα χρειαστεί να καταπιαστούμε με βασικές για το σύστημα έννοιες όπως "μηχανή", "μισθωτή εργασία", "κράτος", "δίκαιο" κ.λ.π. με γενικούς δηλαδή όρους του υπάρχοντος συστήματος που κληρονομούνται στο μοντέλο του καινούριου - που φιλοδοξούμε να το αντικαταστήσει. Σε μια τέτοια ενασχόληση ανοίγονται δύο προοπτικές. Η πρώτη· να εμπλέκω τις κληρονομημένες έννοιες σε απαγωγικές και λογικές συναγωγές, διατηρώντας άθικτες τις ουσίες τους - όπως ακριβώς τις παρέλαβα από το υπάρχον σύστημα. Αν αυτή είναι η επιλογή μου, τότε θα καταλήξω να μιλάω για θέματα όπως π.χ. "κακή και καλή χρήση της μηχανής", "καπιταλιστική/σοσιαλιστική", κ.ο.κ. Σύμφωνα με την δεύτερη προοπτική φροντίζουμε να αναδείξουμε την ουσία μιας έννοιας, μέσω μιας διαδικασίας που φέρνει στο φως όλα όσα η πρώτη προσέγγιση καταφέρνει να αποκρύψει, να μην τα αγγίζει. Π.χ. τις αρνητικές συνέπειες των μηχανών πάνω στην ζωντανή εργασία ως συνέπεια του σχεδιασμού τους (αλλοτρίωση, επιβολή ανιαρής και ψυχοφθόρας εργασίας, περιβαλλοντικές επιπτώσεις, κ.λ.π.). Αρνητικές συνέπειες βέβαια που προφανώς είναι ανεξάρτητες από το ποιος τις κατέχει (οι καπιταλιστές ή οι προλετάριοι)· εξακολουθούν και παραμένουν στο νέο περιβάλλον αξιοποίησης που θα υιοθετηθούν, ως απότοκα του σχεδιασμού τους - που παρέμεινε αναλλοίωτος. Εφαρμόζοντας το παραπάνω σχήμα με πεδίο εφαρμογής τώρα την "μισθωτή εργασία", καταλήγουμε από άλλη διαδρομή στο ίδιο αδιέξοδο, και στο ίδιο συμπέρασμα. Αν δηλαδή δεν μπω και πάλι στον κόπο της διαύγασης της ουσίας της έννοιας "μισθωτή εργασία", όπως ορίσθηκε για πρώτη φορά στον καπιταλισμό, θα βρεθώ π.χ. να διαπραγματεύομαι για το ύψος του μισθού, για εργασιακά δικαιώματα, κ.λ.π. Όχι ότι όλα αυτά δεν είναι ζητήματα σημαντικά· εξωραϊζω, μετασχηματίζω, διασώζω, εξανθρωπίζω, κάνω πιο υποφερτό το υπάρχον - δεν είναι λίγο. Δεν πρέπει, όμως, να διατηρώ ταυτόχρονα και την αυταπάτη ότι έτσι μπορεί να καταλήξω να αρμενίζω σε ένα επέκεινα του καπιταλισμού. Το περιεχόμενο της "μισθωτής εργασίας" ως έννοια αλλά και η ρυθμιστική κανονικοποίηση που της έχουν επιβληθεί στο τρέχον σύστημα επιμολύνουν το αντικείμενο του στοχασμού μου. 

Το συμπέρασμα μέχρι εδώ είναι ότι δεν μπορείς να σχεδιάζεις όπως ένα αρχιτεκτόνημα, να μιλάς εκ των προτέρων, π.χ., για τον καπιταλισμό, παρά μόνο όταν αυτός έχει κάνει ήδη την εμφάνισή του -έστω σε ένα πρώιμο στάδιο- και όσο διάστημα απολαμβάνει την παντοδυναμία του. Την περίοδο της φεουδαρχίας δηλαδή δεν μπορούσαν γλωσσικά να την αρνηθούν και να μιλήσουν για καπιταλισμό. Όταν ήταν σε θέση να το κάνουν, να περιγράψουν τον καπιταλισμό ως σύστημα ή να αρθρώσουν κριτικό λόγο γι αυτόν, ο καπιταλισμός είχε πια ήδη κάνει την εμφάνισή του σαν ένα σύνολο αδιόρατων, ασυνείδητων τάσεων, πρακτικών και καινοτομιών - όταν δηλαδή εμφανίστηκε μια κρίσιμη εμπειρική βάση που να του ταιριάζει. Μιλώντας τώρα γι αυτόν, περιγράφοντας και ασκώντας κριτική, ενδεχομένως να τον μεταλλάξεις, αλλά δεν θα καταφέρεις ποτέ να βγεις από αυτόν, να ξεφύγεις από την ουσία του, η οποία με την σειρά της θα φροντίζει να ουσιώνει κάθε τι που πετάγεται σαν πάνοπλη Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Είναι σαν το κατηγόρημα “καπιταλιστικός” να έχει κυριεύσει όλες τις σχέσεις των πραγμάτων, να κατηγορεί (γλωσσικά) καθετί το υπαρκτό.  

ΙII
Μια ιδεολογία ανήκει επίσης στο σύστημα, δεν γίνεται διαφορετικά. Από την τριβή της με το σύστημα, από τις σπίθες που παράγονται προσδιορίζεται ως προς τα επιμέρους της. Μιλάει την γλώσσα του αναγκαστικά -γιατί πέρα από αυτήν απλώνεται σιωπή-, χρησιμοποιεί την λογική του -έστω για να της αντιπαρατεθεί-, αξιοποιεί τους θεσμούς του -έστω για να τους αλλάξει-. Όμως η βασική συνθήκη που περιγράψαμε για το επικρατούν οικονομικό σύστημα, δεν ισχύει στις ιδεολογίες, και αυτό είναι που κάνει τον καπιταλισμό να δείχνει ακατανίκητος: Μια ιδεολογία είναι ένα σύστημα εννοιολογικό που προσδιορίζεται και κρίνεται πάντοτε σε σχέση με αυτό που δογματικά και αξιωματικά αποκλείει, που αφήνει απέξω. Βρίσκεται διαρκώς εκτεθειμένη στον κίνδυνο κάποια στιγμή να αναιρεθεί, να ξεπεραστεί. Αντίθετα ο καπιταλισμός δεν σχετικοποιείται, συγκρινόμενος με κάτι "άλλο" που παραμονεύει απέξω να αρπάξει την ευκαιρία του. Ο καπιταλισμός μόνο την κατάργησή του από ενδόρρηξη μπορεί να περιμένει. Η πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση π.χ. δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κάτι άλλο από ένα alter ego του καπιταλισμού, μία από τις μεταμορφώσεις του. Κάθε μορφή αντικαπιταλιστικού λόγου, καταλήγει να αποτελεί συστατικό, δομικό επιμέρους του συστήματος, να του ανήκει ολοκληρωτικά, αργά ή γρήγορα ενσωματώνεται στον κυρίαρχο λόγο· αποβαίνει τελικά μια πρώτης τάξεως ευκαιρία επέκτασης και εμπλουτισμού, όταν ο κυρίαρχος συστημικός λόγος έχει χάσει την γονιμότητά του, τον δυναμισμό του. Οι οριακές καταστάσεις που ο αντικαπιταλιστικός λόγος κατάφερε να εκφράσει εννοιολογικά και να τις αναδείξει, αποδεικνύονται τώρα πρόσφορα πεδία εφαρμογής και πλαίσια δράσης/επιχειρείν. Αυτό συνέβη -για παράδειγμα- με τον λόγο των περιβαλλοντιστών που αναπτύχθηκε εδώ και κάμποσες δεκαετίες, για να αφομοιωθεί και να ενσωματωθεί τελικά στον "Πράσινο Καπιταλισμό" - που μετατρέπει κάθε προσπάθεια διάσωσης του φυσικού περιβάλλοντος σε διάσωση του καπιταλιστικού συστήματος.

Αυτό λοιπόν το σύστημα, που παρουσιάζεται σαν ένα σύμπαν που διαρκώς πρέπει να διαστέλλεται και να συμπυκνώνεται, δείχνει τώρα ότι έχει εξαντλήσει το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ικανότητάς του καθώς βρίσκεται σιγά - σιγά αντιμέτωπο, ολοένα και με μεγαλύτερη ένταση, με τα ανυπέρβλητα όρια που θέτει ο πλανήτης, ο υλικός φορέας πάνω στον οποίο παρασιτεί, πάνω στον οποίο απλώνει και επεκτείνει τον ιστό του. Δεν απομένουν πια γεωγραφικά όρια να ξεπεραστούν. Η καταστροφή του γεωγραφικού χώρου μέσω του χρόνου έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Το υπέδαφος σε σπάνια μέταλλα και ορυκτά καύσιμα έχει σχεδόν εξαντληθεί. Η υπερσφαίρα που επιτρέπει τις γεωστατικές τροχιές των δορυφόρων έχει κορεστεί. Απομένει όμως ακόμη η δεύτερη ροπή του συστήματος· να αυξάνει διαρκώς την περιεκτικότητά του, την πυκνότητά του. Ο γιγαντισμός της οργάνωσης και των δομών, οι τεχνολογίες σμίκρυνσης των συσκευών και των εργαλείων, η εκμετάλλευση της υπεραισθητής χρονικής διάρκειας - ό,τι δεν είναι εκμεταλλεύσιμο σε ανθρώπινη κλίμακα και στα όρια της φυσιολογίας του ανθρώπου. Πρόκειται δηλαδή για τεχνολογίες που με κάποιο τρόπο απωθούν τον άνθρωπο· δημιουργούν τεράστια κοπάδια ανθρώπων που εξωθούνται στα όρια της επιβίωσης. Η αντικειμενοποίησή τους με τον παλιό "καλό" τρόπο, έστω με σκοπό την εκμετάλλευσή τους, δεν ενδιαφέρει πια το σύστημα. Το σύστημα αντικειμενοποιεί τώρα περιθωριοποιώντας κατά κατηγορίες εκείνους που θεωρεί μη χρήσιμους και δυσλειτουργικούς - χρησιμότητα και λειτουργικότητα που αποφασίζει και απονέμει το ίδιο. Η διαχείριση της απώθησης εκτός ιστορίας ολόκληρων στρατιών δυστυχισμένων ανθρώπων, που το σύστημα δεν ξέρει πια τι να τους κάνει, φαίνεται να είναι το μοναδικό περιεχόμενο της πολιτικής που έχει μείνει στη θέση του. Υπάρχει βέβαια ακόμη ένα τελευταίο άβατο, ένα όριο να αλωθεί, που περιμένει υπομονετικά να ωριμάσουν οι συνθήκες που θα το επιτρέψουν. Το γονιδίωμα τόσο του ανθρώπου όσο και κάθε άλλου οργανισμού είναι το τελευταίο απαραβίαστο όριο, το τελευταίο οχυρό. Η ανθρώπινη ουσία κινδυνεύει τώρα από την ίδια την παραβίασή της. Το τελευταίο όριο που μας συγκρατεί στην ανθρώπινη κατάσταση, η ουσία του ανθρώπου τείνει να γίνει κατασκευάσιμη.

Το νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις. Οι τεχνολογικές εξελίξεις που περιμένουμε ότι θα γενικευθούν, και εκείνες που αναμένονται στο μέλλον, θα δημιουργήσουν συνθήκες ασύμβατες με τον καπιταλισμό. Ένας καπιταλισμός χωρίς εργασία και με ενεργοποιημένους μηχανισμούς κατασκευής άβουλων αλλά χρήσιμων πλειοψηφικών μαζών είναι σχήμα οξύμωρο. Είναι συνθήκες -αν επικρατήσουν- για μια νέα δυστοπία - το διάδοχο οικονομικό και τεχνικό σύστημα. Εκτός εάν όλα τελειώσουν σε μια κραυγή. Εκτός εάν..., αλλά αυτό δεν μπορούμε να το πούμε εμείς χωρίς τον κίνδυνο να ακυρωθούμε.

Γιάννης Ψαραύτης


Σημειώσεις
Σημειολογικός ανταρτοπόλεμος”, διατύπωση που χρησιμοποίησε ο Uberto Eco στο κείμενό του “Για ένα σημειολογικό ανταρτοπόλεμο”.
"Words fail me”, Virginia Woolf, 29 - 4- 1937, ομιλία της Woolf στην ομότιτλη σειρά του BBC.
"Ριζική ετερότητα", όρος δανεισμένος από το έργο του Καρνήλιου Καστοριάδη "Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας".













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου