Γιάννης Ψαραύτης
Ι
“Κάποιος
πρέπει να στρωθεί πάλι στη Βιβλιοθήκη
του Βρετανικού Μουσείου, όπως ο Μαρξ,
και να καταστρώσει ένα καινούριο σύστημα,
ένα καινούριο πρόγραμμα”. Αυτό ζητούσε
επίμονα ο Allen Ginsberg το 1965, “Ένας ολόκληρος
αιώνας έχει περάσει”, συνέχισε, “η
τεχνολογία άλλαξε τα πάντα εντελώς,
καιρός λοιπόν για μια νέα ουτοπία”.
Ας
υποθέσουμε τώρα -υπόθεση εργασίας- ότι
η παραίνεση του Ginsberg είχε εισακουστεί,
ότι είχε εμφανιστεί κάποιος, με την
οξύτητα σκέψης, την αναλυτική ικανότητα
και την πολύπλευρη κατάρτιση ενός Μαρξ
(αποτέλεσμα πολύχρονης και πολύμοχθης
προσπάθειας), να αναλάβει να φέρει σε
πέρας αυτό το υπεράνθρωπο εγχείρημα.
Θα είχε ξοδέψει χρόνια και χρόνια, μελετώντας μεθοδικά, για να γνωρίσει
ό,τι πιο σημαντικό μέχρι εκείνη τη στιγμή
έχει γραφτεί. Θα είχε πάρει μέρος σε
ατέρμονες συζητήσεις, θα είχε αφιερώσει
ολονυχτίες στοχασμού και ανάλυσης πάνω
σε ό,τι τώρα μας συμβαίνει. Αργά
και μεθοδικά -όπως το καλό κρασί που
θέλει το χρόνο του- χωρίς να χάνει ούτε
στιγμή από το βλέμμα του τη ζώσα
πραγματικότητα του καιρού μας, θα
κατέβαλε τον υπεράνθρωπο διανοητικό
μόχθο, και θα τα κατάφερνε τελικά να καλύψει το θεωρητικό κενό
ανάμεσα στην εποχή του Μαρξ και τη δική
μας.
Και
από που ν΄αρχίσει και που να τελειώσει
κανείς. Πρώτα-πρώτα θα έχει να αντιμετωπίσει
την πρόκληση όλων όσων έχουν μεσολαβήσει
εν τω μεταξύ, και αναζητούν επειγόντως
τη θεωρητικοποίησή τους. Και αυτό να το
κάνει επιλέγοντας εκείνους με τους
οποίους θα συνομιλεί, αφομοιώνοντας γνώσεις και ενσωματώνοντας ή αποδομώντας θέσεις που
επικρατούν στους διάφορους τομείς,
ικανές οι ίδιες ή η αποδόμησή τους να
τροφοδοτούν/ενισχύουν/συμπλέουν με τη
δική του θεωρησιακή έρευνα. Δεν θα
παρέλειπε και δεν θα αποσιωπούσε φυσικά
όλες τις στρεβλώσεις, παρερμηνείες,
παραχαράξεις τις οποίες γνώρισε το έργο
του προκατόχου του (αυτή είναι η μοίρα
των μεγάλων στοχαστών) από κατώτερους
των περιστάσεων επιγόνους, ενώ θα έδινε
κεντρική σημασία και σε όλα όσα δεν
εξελίχθηκαν καλά ή δεν ακολούθησαν τις
προβλέψεις του ίδιου του Μαρξ.
Ρουφώντας
την μπύρα του θα γυρόφερνε στο μυαλό
του τη σκέψη που συχνά πυκνά τον
επισκέπτεται: Άραγε αν ο Μαρξ θα μπορούσε
να το κάνει σήμερα, τι θα έπαιρνε πίσω
από όλα όσα έγραψε; Τον άκρατο θετικισμό/
επιστημονισμό του ίσως; Θα απέφευγε
κάποιες μεταφορικές εκφράσεις και
έννοιες που χάριν απλοποίησης πολύπλοκων
ζητημάτων χρησιμοποίησε, που έδωσαν
όμως λαβές σε κιβδηλοποιούς και
διαστρεβλωτές; Θα έμπαινε κι αυτός με
το μαστίγιο εκτός από το ναό του
εμπορεύματος -όπως έκανε με το έργο του-
τώρα και στο ναό του διανοητικού
φαρισαϊσμού που επικαλείται το όνομά
του; “Η συνηθισμένη μοίρα των καινούριων
αληθειών είναι να αρχίζουν σαν αιρέσεις,
και να τελειώνουν σαν προκαταλήψεις”
έλεγε στα χρόνια του Μαρξ ο Τ. Χαξλεϋ,
το “μπουλντόγκ του Δαρβίνου”. Θα τόνιζε
άραγε τώρα ο Μαρξ περισσότερο από όσο
το έκανε, θα κήρυττε την διαρκή επανάσταση απέναντι
στον εαυτό της; Θα απέδιδε μεγαλύτερο
ρόλο στον απρόβλεπτο και αστάθμητο
παράγοντα στην ιστορία που από τη φύση
του πάντοτε θα αιφνιδιάζει; Οι νομοτέλειες
της ιστορίας, από σχήματα λόγου κατέληξαν σιδερένιοι νόμοι που προδιαγράφουν ένα
χιλιαστικό μέλλον στα στόματα των κιβδηλοποιών.
Και
η οικολογική διάσταση στο έργο του Μαρξ;
Η εποχή του, η ηρωική περίοδος ακραίου ή αφελούς θετικισμού και επιστημονισμού δεν ήταν φυσικά διατεθειμένη
να ακούσει, πόσο μάλλον να καταλάβει.
Ο Μαρξ θα έδινε τώρα σαφώς μεγαλύτερη
προτεραιότητα. Αρκεί όμως να αλλάξουμε
τις παραγωγικές σχέσεις αφήνοντας τις
παραγωγικές δυνάμεις ανέπαφες για να
αντιμετωπίσουμε και τα θέματα που
αναδεικνύει η οικολογία; Θα αλλάξουν
οι παραγωγικές δυνάμεις από μόνες τους, ώστε να απαλειφθούν οι καταστροφικές τους πλευρές και επιδράσεις, αν αλλάξουμε εκ των άνω τις παραγωγικές
σχέσεις; Ή απαιτούνται ταυτόχρονες
αλλαγές και στα δύο επίπεδα προκειμένου
να αντιμετωπιστεί η ανθρωπιστική κρίση
που δεν πρέπει να διαχωρίζεται ούτε καν
μεθοδολογικά από την οικολογική. Χρειαζόμαστε
ξεκάθαρες απαντήσεις σε πολλά και
κρίσιμα ζητήματα. Ο διαχωρισμός
μεταξύ παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών
δυνάμεων, όπως και εκείνος μεταξύ βάσης
και εποικοδομήματος, δημιούργησαν τις
ρηγματώσεις στα τείχη του μαρξικού corpus, που επέτρεψαν
σε μαρξιστές/"στοχαστές" να εισάγουν
τις ευκολίες/ερμηνείες/παρερμηνείες
αυθαίρετων (και επικίνδυνων όπως
αποδείχτηκαν) ντετερμινισμών. Αλλά ο
Μαρξ δεν ήταν μαρξιστής -κατά δήλωσή
του-, και οπωσδήποτε τέτοιος μαρξιστής.
Στον
νεώτερο Μαρξ που αναμένουμε πέφτει και το
βαρύ καθήκον να ξεδιαλύνει κάθε
περίπτωση αμφισημίας στο έργο του
προκατόχου του, ό,τι κατέληξε μήλο της
έριδος μετά το θάνατό του – και να το
κάνει με οξυδέρκεια, αποφεύγοντας την
παγίδα να εκπέσει σε στείρο σχολαστικισμό.
Θα διερευνούσε -οπωσδήποτε αυτό- διανθίζοντας με ιδιαίτερες αναφορές, στις περιπτώσεις εκείνες που ο καπιταλισμός
ως οικονομικοκοινωνικό σύστημα (που ο
Μαρξ με το έργο του είχε ανοίξει τα
μάτια) έμαθε να αντιμετωπίζει.
Πεδίο
δόξης λαμπρό (που απαιτεί όμως και
ικανότητες Δήλιου κολυμβητή να το
διασχίσεις) ανοίγεται για όποιον σηκώσει
στις πλάτες του ένα τόσο απαιτητικό
εγχείρημα. Ο αναμενόμενος, εκείνος που
θα αναλάβει με τη σειρά του να σπρώχνει
-για μια ζωή- την πέτρα του Σίσυφου,
πρέπει να έχει πλήρη επίγνωση των
δυσκολιών που θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει. Μετά τον
Μαρξ γνωρίζουμε όλοι, και οι μετά τον
Μαρξ προφήτες πολύ καλά επίσης, ότι από
την στιγμή που εμφανίστηκε ένα έργο
τόσο καθοριστικό για τον τρόπο που
στοχάζεται κανείς πάνω στην πολιτική,
την κοινωνία, την ιστορία, την οικονομία,
δεν μπορούμε, είναι αδύνατον, ακόμη και να το θέλαμε, να συνεχίσουμε σαν να μην
υπήρξε, να το αγνοήσουμε. Για να το
αντιληφθούμε καλύτερα, μια τέτοια
πρόθεση θα ισοδυναμούσε -διατηρείστε
την αναλογία- με το να επιδιώκουν οι
άνθρωποι, μετά την εμφάνιση της γλωσσικής
ικανότητας στην ιστορία, να την αγνοήσουν
και να επανέλθουν στην προηγούμενη
κατάσταση. Τέτοια έργα καθορίζουν τον
τρόπο που σκεφτόμαστε σαν ένα είδος
μεταγλώσσας. (Η ίδια παρατήρηση
επεκτείνεται επίσης και στο έργο των
Φρόιντ και Δαρβίνου).
Το
αναμενόμενο μεγάλο έργο σ’ αυτή την
τόσο δύσβατη περιοχή, έργο αντίστοιχης
σπουδαιότητας και πνοής με εκείνο του
Μαρξ, είναι επίσης καταδικασμένο από
την φύση του εγχειρήματος να παραμένει
ανολοκλήρωτο, τόσο στα επιμέρους όσο
και στο σύνολο. Θα αφήνει αναγκαστικά
ανοιχτά και αναπάντητα ουσιώδη και
κρίσιμα ερωτήματα και θέματα. Θα υπάρχουν
και πάλι σημεία που πρέπει κατά
προτεραιότητα να θιγούν, άλλα που πρέπει
να μετατεθούν για αργότερα για λόγους
τακτικισμού, να μην ενδώσει στο τέλος σε εκπτώσεις και στρογγυλέματα για όλα εκείνα που κανένας δεν είναι διατεθειμένος να
ακούσει - παραμένοντας κλεισμένος μέσα
στο κλουβί της εποχής του. Σίγουρα -και
δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς αυτό-,
πρόκειται για ένα έργο που ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ
ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΝΟΙΧΤΟ - το ανολοκλήρωτο εδώ
δεν είναι ελάττωμα: κάθε εποχή πρέπει
να το ξαναπιάνει από την αρχή, ξανά και
ξανά, όσο υπάρχει ο κόσμος. Η αξιοποιητική
δύναμη όλου αυτού του μόχθου βρίσκεται
στο εν τω γίγνεσθαι έργο, και όχι στην
τελείωσή του, στην περάτωσή του, στην
ιεροποίησή του με τίμημα να τεθεί εκτός
της ιστορίας. Κατά κάποιο τρόπο πρόκειται
για το βιβλίο της άμμου στην γνωστή αλληγορία
του Μπόρχες.
Έτσι λοιπόν, αν είμαστε για μια ακόμη φορά τυχεροί, ο
σύγχρονός μας Μαρξ θα είχε ξεκινήσει
κι αυτός ως νεαρός πολλά υποσχόμενος,
και θα συνέχιζε αποτυπώνοντας την σκέψη
του μέχρι το τέλος της ζωής του σε ένα
μεγαλειώδες έργο, κατακτώντας αργά και
μεθοδικά την ωριμότητά του. Αν, λοιπόν,
όλα τα παραπάνω και άλλα τόσα που
παραλείψαμε είχαν και πάλι συνδυαστεί
σε ένα ευνοϊκό άστρο, τότε ο διαρκώς αναγεννώμενος
Μαρξ θα κατάφερνε -στον τελικό του
απολογισμό- να προσθέσει μερικούς ακόμη
τόμους, στο μνημειώδες έργο “το Κεφάλαιο”,
και θα έδινε την απαραίτητη νέα πνοή και έμπνευση στις δράσεις του μέλλοντός
μας.
ΙΙ
Ο
Μαρξ της δικής μας εποχής -και σ’ αυτό
θέλω να καταλήξω- θα είχε όμως να
αντιμετωπίσει και ένα ζήτημα που
παρουσιάζει μιαν ανυπέρβλητη -για τα δικά μου μέτρα- δυσκολία. Αυτό το ζήτημα θα
τον έκανε να παραλύσει νομίζω, θα ένιωθε
να μουδιάζει το μυαλό του που μέχρι
εκείνη τη στιγμή πήγαινε ροδάνι. Μπορεί
και να τον έκανε να τα παρατήσει αν δεν
είχε κληρονομήσει το ίδιο πείσμα του
προκατόχου του απέναντι στις δυσκολίες.
Εκεί
που ο Μαρξ έβλεπε τεράστιες μάζες
ανθρώπων προς εκμετάλλευση στο πλαίσιο
της μεγάλης βιομηχανίας, τώρα θα
συναντούσε χώρες με το μεγαλύτερο μέρος
του πληθυσμού τους να μην ξέρουν τι να
το κάνουν, να τους είναι άχρηστο και
βάρος, με την κυριολεξία της λέξης. Το
ποσοστό των εργατών στη βιομηχανία
φθίνει συνεχώς, πράγματι, εντυπωσιακά στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού.
Η περίοδος, όπου μια μερίδα "στοχαστών"
έβλεπαν μέσα από αυτή την εξέλιξη
ευτυχισμένους προλετάριους να μετακομίζουν
στην μεσαία τάξη, οι ίδιοι ή τα παιδιά
τους, δεν κράτησε πολύ. Καλλιεργήθηκε
όμως, και για μεγάλο χρονικό διάστημα
έγινε κυρίαρχη η πεποίθηση, ότι έτσι
όπως εξελίσσονται τα πράγματα η μαρξική
προσέγγιση καθίσταται άνευ αντικειμένου:
από την στιγμή που θα εξέλιπε το συλλογικό
υποκείμενο (ως κρίσιμη μάζα), θα εξέλιπε
επομένως και η ανάγκη περιγραφής ενός
αντικειμενικού κόσμου που το δημιουργεί.
Φυσικά τώρα απέχουμε έτη φωτός από μια
τόσο αφελή εκτίμηση που φαντασιώνεται
το "τέλος της ιστορίας". Στο βιβλίο
της Ναόμι Κλάιν ("Φράχτες και Παράθυρα",
σελ. 193) βρίσκουμε το επόμενο σχόλιο του
Πιερ Πέτιγκριου (υπουργός εξωτερικού
εμπορίου το 2001). “Οι φτωχοί δεν είναι
μόνο θύματα εκμετάλλευσης, αλλά και
κοινωνικού αποκλεισμού. ...ενδέχεται να
μην είσαι πλέον αναγκαίος για την
δημιουργία πλούτου. Το φαινόμενο του
κοινωνικού αποκλεισμού είναι πολύ πιο
ακραίο από το φαινόμενο της εκμετάλλευσης”.
Νομίζω ότι δεν υπάρχει καλύτερη περιγραφή
που να συνοψίζει τη σημερινή κατάσταση,
τις διαστάσεις που έχει πάρει η ανεξέλεγκτη
εξάπλωση της φτώχειας σε ολόκληρο τον
πλανήτη.
Οι
οικονομίες των χωρών αδυνατούν τώρα να
προσφέρουν στην πλειοψηφία μια έστω
και κακοπληρωμένη, μίζερη, και άθλια
εργασία. Οι άνεργοι δεν αξιοποιούνται
από το σύστημα, ούτε καν σαν εφεδρικός
στρατός εργασίας και μοχλός πίεσης για
διεύρυνση της εκμετάλλευσης όσων
εργάζονται. Τεράστιες μάζες ανθρώπων
αντιμετωπίζονται τώρα από τις εξουσίες
με κυνισμό ως περιττό βάρος, για το οποίο
καμιά χώρα δεν είναι διατεθειμένη να
δαπανά πόρους. Άνθρωποι κατά κατηγορίες
στιγματίζονται, στοχοποιούνται,
διώκονται, κατατρέχονται, περιθωριοποιούνται
με χίλιους τρόπους. Κατηγορούνται με
όλα τα μέσα (ΜΜΕ, κ.λ.π.) ως οι υπαίτιοι
όλων των προβλημάτων, οι αιτίες όλων
των δεινών, ενοχοποιούνται ως οι
αποκλειστικά υπεύθυνοι για την ίδια
τους την εξαθλίωση. Πρόκειται για
τεράστιους πληθυσμούς -για να μπορείς
να τους αγνοήσεις- για τους οποίους δεν
υπάρχει η προοπτική, ούτε καν ως στόχευση,
να ενσωματωθούν κάποτε κοινωνικά και
παραγωγικά· δεν υπάρχουν καλύτερες
μέρες γι αυτούς ούτε καν ως ευχολόγιο. Τεράστιες μάζες φτωχών έχουν απέναντί
τους πολιτικούς που την
αδυναμία τους να διαχειριστούν τα
προβλήματα της δομικής φτώχειας -που
προκαλεί το ίδιο το οικονομικό σύστημα από τη φύση του, σύμφωνα με την εξέλιξη που έχει πάρει- την παρουσιάζουν ως την
ικανότητά τους να μην ενδίδουν σε
λαϊκισμούς. Το σύστημα σε παγκόσμια κλίμακα
φαίνεται να έχει επιλέξει την εργαλειοποίηση
της μισανθρωπίας και του οργανωμένου
κοινωνικού μίσους. Οδηγούν σε αποκλεισμούς,
σε κοινωνική περιθωριοποίηση, σε
απόγνωση, και γιατί όχι -η απόσταση δεν
είναι μεγάλη- και στην βιολογική εξόντωση
αργότερα των ακατάλληλων για το σύστημα.
Τα ιδιωτικά βίτσια: ο κυνισμός και ο
ρατσισμός που ξερνάει μια μερίδα του
πολιτικού κόσμου απέναντι σε
φτωχοποιημένους, εξαθλιωμένους ανθρώπους που έχουν παραιτηθεί από πολίτες,
παρουσιάζονται τώρα ως δημόσιες αρετές.
Σε
πλήρη, λοιπόν, αδυναμία απέναντι στα
προβλήματα, το πολιτικό προσωπικό που
μονοπωλεί την εξουσία πάνω στο φόβο,
δεν έχει απομείνει άλλο περιεχόμενο
από το να επινοεί μεθόδους και μηχανισμούς,
να προσαρμόζει τη ρητορική μίσους ώστε
να καθίσταται αποτελεσματική στην
περιθωριοποίηση εκείνου που κάθε φορά
θεωρεί ακατάλληλο στοκ ανθρώπων. Οι
μετά Χριστόν κοινωνίες, επιδείκνυαν
τουλάχιστον αλληλεγγύη απέναντι στους
φτωχούς τους, έστω στο επίπεδο των καλών
προθέσεων. Σήμερα όμως αντιμετωπίζονται
ως είδος που πρέπει να εξαφανιστεί όχι βέβαια μέσω της οικονομίας -αφού η οικονομία
τους δημιουργεί-, ούτε μέσω της φυσικής
εξόντωσης -δεν μπορεί να γίνει μαζικά-,
αλλά απωθώντας τους σε τεράστιες
χωματερές ανθρώπων (γκέτο, παραγκουπόλεις,
καταυλισμοί) και εγκαταλείποντάς τους
στην μοίρα τους.
Αλλά
η αλάνθαστη μέθοδος, η καλύτερη, είναι
να καθιστάς τον πληθυσμό που δυστυχεί αόρατο. Ό,τι δεν
εμφανίζεται στις οθόνες της κοινωνίας
του θεάματος δεν υπάρχει. Για να εμφανιστεί
ο φτωχός στις οθόνες στις οποίες μια
πολιτικά ενεργή μειοψηφία έχει μεταβιβάσει
την ικανότητά της να σκέφτεται και να
μορφώνει γνώμη, υπάρχουν δύο προϋποθέσεις:
να εμφανίζεται ατομικά, με το μικρό του
όνομα, χωρίς να αντιπροσωπεύει κάτι
περισσότερο από την δική του περίπτωση
δυστυχίας. Να έχει όμως και κάτι να
καταμαρτυρήσει, κάτι που να στρέφεται
εναντίον μιας κατηγορίας στοχοποιημένων
ανθρώπων. Αν για παράδειγμα ο φτωχός
κάτοικος υποβαθμισμένων δυτικών
προαστείων τύχει να ληστευτεί από ένα
αλλοδαπό, έχει ληστευτεί από όλους τους
αλλοδαπούς. Πρέπει επίμονα και μονότονα
να διαχέεται με όλα τα μέσα η ψευδαίσθηση
ότι δεν μοιράζονται όλοι οι φτωχοί και
οι απόκληροι την ίδια μοίρα. Ιεραρχική
διαβάθμιση ακόμη και στην εξαθλίωση.
Έτσι
όπως εξελίσσονται τα πράγματα, η φτώχεια
και η εξαθλίωση έχουν λάβει πλανητικές
διαστάσεις. Μπορούμε να ισχυριστούμε
ότι όπως ακριβώς το κεφάλαιο και οι
θέσεις εργασίας έτσι και η φτώχεια δεν
περιορίζονται από σύνορα και φράκτες.
Για το κεφάλαιο αποϋλοποιημένο μέσω
της ψηφιακής τεχνολογίας, άρα αόρατο,
δεν υπάρχουν φραγμοί και σύνορα. Οι
φτωχοί και οι πρόσφυγες από την πλευρά
τους καθώς δεν έχουν τίποτα να χάσουν
πολιορκούν τα σύνορα των χωρών όπου
ελπίζουν ότι θα βρεθούν νησίδες πλούτου.
Η ικανότητά των φτωχών να διεισδύουν
και να παραβιάζουν τα σύνορα και τους
φράχτες είναι η τεράστια αριθμητική
τους υπεροχή. Όσες απώλειες και να
υπάρξουν μεταξύ των φτωχών πάντα θα
προσπαθούν και θα επιχειρούν να περάσουν τα σύνορα που βρίσκουν μπροστά τους πολλοί περισσότεροι. Οι θέσεις
εργασίας (όσες απομένουν κάτω από τον
έλεγχο του μεγάλου κεφαλαίου) επίσης
μεταναστεύουν συνεχώς, όχι όμως και οι
εργαζόμενοι ή οι άνεργοι, όσοι δεν έχουν ακόμη χάσει την ελπίδα τους για εργασία. Τελικά τα
σύνορα σε καιρό ειρήνης -που είναι ως
γνωστόν και αυτή μια μορφή πολέμου με
άλλα μέσα- στέκονται εμπόδιο μόνο γι
αυτούς που με την υπεραξία που παράγουν
συντηρούν μια τοπική ελίτ προνομιούχων, και είναι εκείνοι που σε καιρό πολέμου είναι πάντοτε
πρόθυμοι να σκοτωθούν για να διαιωνίσουν
την εργαζόμενη μιζέρια τους.
Η
παραγωγική περίοδος του Hugo, δεν απέχει
χρονικά πολύ από εκείνη του Μαρξ. Ο
φτωχός και ο εξαθλιωμένος, ο περιθωριακός,
υπήρξαν τα υποκείμενα της δράσης απ’
άκρη σ΄άκρη στο έργο του Hugo. Ο επαναστατημένος
αστός -που υπήρξε ο Hugo μέχρι το τέλος-,
υιοθέτησε, για να παρατηρεί τα πράγματα, την οπτική γωνία των απόκληρων και των
εξαθλιωμένων των παλαιών μοναρχικών
καθεστώτων. Η επαναστατική αστική τάξη
για την επικράτησή της έστρεψε τις μάζες
των απόκληρων εναντίον των παλαιών
καθεστώτων, για να τους μεταμορφώσει
στη συνέχεια σε προλετάριους - μέσω της
κατοχής των μέσων παραγωγής. Ο Μαρξ
παρέλαβε τον αναγεννημένο σε προλετάριο
πληβείο την περίοδο ακριβώς που άρχισε
να στρέφεται εναντίον του καινούριου
του εκμεταλλευτή. Εστίασε λοιπόν στην
προλεταριακή τάξη, θεωρώντας ότι βρήκε
σε αυτήν το συλλογικό υποκείμενο που
αναζητούσε στη θεωρία του - που λόγω
κατάστασης και θέσης μπορούσε και όφειλε
να αλλάξει τον κόσμο. Αυτό υπήρξε το
αρχιμήδειο σημείο για να κινήσει την
θεωρία του· το συλλογικό υποκείμενο
που διέθετε όλες τις προϋποθέσεις και
την ικανότητα να μοχλεύσει την ανατροπή
ενός ιδιοποιημένου από την μεγαλοαστική
τάξη κόσμου.
Την
εποχή του Μαρξ οι φτωχοί ήταν δυνάμει
εργαζόμενοι, καθώς είχαν να αντιμετωπίζουν
διαρκώς περιόδους ανεργίας, μικρότερης
ή μεγαλύτερης διάρκειας. Αντιμετώπιζαν
βέβαια διαφορετικό βαθμό εκμετάλλευσης
ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες,
τις αρπακτικές διαθέσεις και δυνατότητες
του κεφαλαίου να αυξήσει την εκμετάλλευση·
και σιγά σιγά κατάφεραν, όχι χωρίς
θυσίες, με βήματα μπρος και βήματα πίσω,
να κατακτήσουν μια σειρά από προνοιακά
και εργασιακά δικαιώματα. Άνεργοι κατά
περιόδους, μπορούσαν έστω και περιστασιακά
στην πλειοψηφία τους να μπαινοβγαίνουν
στην εργασία, χωρίς να είναι αναγκασμένοι
να ξεριζώνονται από τον τόπο τους, να
ρισκάρουν διασχίζοντας σύνορα και
αντιμετωπίζοντας αφιλόξενους τόπους,
τρέχοντας πίσω από την εργασία που
μεταναστεύει από χώρα σε χώρα.
Επομένως
τι συμβαίνει; Έχουμε επιστέψει στην
περίοδο των φτωχών πριν την προλεταριοποίησή
τους από την επαναστατημένη αστική
τάξη; Στις συνθήκες που αποθανάτισε
μοναδικά ο Hugo στα έργα του; Οι φτωχοί
αυξάνονται με απίστευτο ρυθμό ώστε
δεν είναι πλέον διαχειρίσιμοι, και
εγκαταλείπονται. Η διαδικασία φτωχοποίησης
έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις ώστε δεν
μπορεί πλέον να κρύβεται από το γεγονός ότι αυτοί που
την υφίστανται δεν έχουν φωνή. Οι
μεγαλοαστικές τάξεις όλων των χωρών
δείχνουν να μπορούν ακόμη να φαντασιώνονται
ότι μπορούν να επιβιώσουν χωρίς εκείνους
που πετάνε στο περιθώριο σε αριθμούς που αυξάνονται γεωμετρικά. Οι πιο
νοήμονες όμως μεταξύ των πλουσίων έχουν
αρχίσει ήδη να πανικοβάλλονται από τις
τεράστιες πλειοψηφίες των απόκληρων,
και αρχίζουν να αισθάνονται την αναπνοή τους στο
σβέρκο τους, να πολιορκούν τα κεκτημένα
τους.
Ο
Μαρξ δεν είχε αμφιβολία για το ζήτημα·
οι φτωχοί και οι απόκληροι, εκείνοι που
δεν προσδιορίζεται από την εργασία
τους, δεν θα μπορούσαν να κρατάνε στα
χέρια τους το μίτο που βγάζει έξω από
τον λαβύρινθο. Θα
απασχολούσε φυσικά αυτό το ζήτημα αρκετά και τον
πολυαναμενόμενο συνεχιστή του Μαρξ. Θα
ξόδευε κι αυτός ατελείωτες ώρες χωρίς
να βγάζει άκρη, κοιτάζοντας το ταβάνι
στην πιο μεγάλη βιβλιοθήκη που υπάρχει,
την βιβλιοθήκη των βιβλιοθηκών - τόσο φιλόξενη
στο τιτάνιο έργο του. Ίσως τελικά, μπροστά
στη δυσκολία αυτού του Δήλιου προβλήματος,
να είναι υποχρεωμένος να δεχθεί, εκ των
πραγμάτων, την "ιστορία σαν διαδικασία
χωρίς υποκείμενο" (όπως πρότεινε ο
Αλτουσέρ). Ίσως αυτή η θέση να ξεμπερδεύει το μπλεγμένο κουβάρι. Μια διαδικασία ανοιχτή
προς το μέλλον, χωρίς ένα ορίζοντα
τέλους. Ήδη από την εποχή του Μαρξ οι
άνθρωποι-υποκείμενα γίνονται αντιληπτοί
ως ενεργούμενα των κοινωνικών σχέσεων, ακόμη και όταν φαίνονται ότι πράττουν
μέσα στον αυθορμητισμό τους. Η ιστορία
είναι απρόβλεπτη στις κατευθύνσεις που
θα πάρει, συνεχίζει να είναι το περιστασιακό αποτέλεσμα
της πάλης των τάξεων (αρκεί όμως να διατηρούμε σε μαγματώδη κατάσταση το ανάφορο της έννοιας τάξη, καθώς και τη μη προβλεψιμότητα των τεκτονικών ρηγματώσεων, κατά μήκος των οποίων παράγονται συγκρούσεις). Οι μορφές που παίρνει αυτή η αέναη, χωρίς τέλος διαπάλη δεν πρέπει -ο πειρασμός είναι μεγάλος- να δεσμεύουν το μέλλον, να δίνουν μόνο τις εναρκτήριες ώσεις για την κατάκτησή του.
Αν
το φάντασμα του Μαρξ μπορούσε να
πλανάται πάνω από τους νυχτερινούς δρόμους
των σύγχρονων μητροπόλεων,
θα ψιθύριζε σκύβοντας στο προσκέφαλο
ενός άστεγου σκεπασμένου από παγωμένη
σαν χιόνι αδιαφορία: "Πότε θα σταματήσουν
επιτέλους να μου χρεώνουν όλα όσα οι
ίδιοι δεν έκαναν: να σκεφτούν την εποχή
τους"; Και θα έστρεφε, αγκαλιάζοντας με το βλέμμα του
συμπονετικά, στοργικά ίσως, το πνευματικό του παιδί, που αν και αυτό μπορούσε να
υπάρξει, και θα ήταν όπως το είχε ονειρευτεί, θα δυσκολευόταν τώρα τόσο πολύ
να πάει ένα βήμα πιο πέρα από το "Και
τώρα τι κάνουμε";
Ο πίνακας είναι έργο του Jean-Michel Basquiat
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου