Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Περί ευτυχίας


Τελικά αυτό που μας προσδιορίζει είναι οι προτιμήσεις, οι επιρροές μας, ό,τι επιλέγουμε και κρατάμε μέσα στα χρόνια· ό,τι μαζεύουμε με το πάθος ρακοσυλλέκτη, όχι χωρίς κόπο, αλλά όχι και χωρίς απόλαυση, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία και την συγκρότησή μας; Αυτές τις προσηλώσεις ας τις ονομάσουμε εμμονές (όχι με την ιατρικοποιημένη σημασία των ψυχαναγκασμών).

Λοιπόν, αυτό είναι που καταφέρνουμε τελικά να γίνουμε; Πιανόμαστε διαρκώς από αυτά τα αγκίστρια που μας στήνει ο χρόνος και η καλή μας η τύχη, ώστε να μη λοξοδρομούμε και να μη χάνουμε το δρόμο μας; Και ως προς τις εμμονές τι συμβαίνει; Υπάρχουν και εδώ πλούσιοι και φτωχοί; Αυτός είναι ο τρόπος που κατακτούμε κάθε στιγμή το απροσδιόριστο, ομιχλώδες, αβέβαιο για τον εαυτό του "προς τα εμπρός", έτσι καθώς κινούμαστε προς το τυφλό σημείο της ύπαρξης και του δίνουμε σχήμα; Έτσι κάνουμε; Έτσι επινοούμε το καινούριο;

Κοιτάζοντας διαρκώς προς τα πίσω (ακόμη και μέχρι την παιδική μας ηλικία φτάνουμε) - εκεί κρύβεται το μέλλον μας; Είμαστε οι εμμονές μας κατά μία έννοια (θετικές ή αρνητικές); Και μήπως εμείς οι ίδιοι, ο καθένας ξεχωριστά μέσα στη δημιουργική μοναξιά του, δεν ανοίγουμε μόνοι, καταμόναχοι το δρόμο μας; Γινόμαστε ένα με το δρόμο που ξεδιπλώνουμε στο μάκρος του βίου μας, μέχρι να βγει από μέσα μας και η τελευταία ανάσα, εκδηλώνοντας ένα απίστευτο και αστείρευτο πείσμα για ζωή. “Πρέπει να συνεχίζει κανείς”, λένε κάθε τρεις και λίγο οι ήρωες του Μπέκετ, ακόμα και καθισμένοι στον χειρότερο πάτο ή σκαλί εξαθλίωσης. Ένα αδικαιολόγητο πείσμα τους κρατάει γαντζωμένους με νύχια και με δόντια στη ζωή. Κι αυτό να το χρωστάμε άραγε στις εμμονές μας (κάποιος είπε στους δαίμονές μας); Και αυτός ο δρόμος είναι μόνο για μας; Αυτός είναι ο λόγος που δεν συναντούμε ποτέ -καφκικά- συνοδοιπόρους, έστω στις διασταυρώσεις; Με τις εμμονές μας τουλάχιστον περνάμε καλά, δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ.

Ή μήπως αυτός είναι ο τρόπος να χτίζουμε τη φωλιά μας: ανοίγοντας και προσθέτοντας ακατάπαυστα νέες στοές και λαγούμια; Είμαστε ο λαβυρινθικός άνθρωπος του Νίτσε, που δεν αναζητεί το μίτο, παρά μόνο την Αριάδνη του; Γι' αυτό γίνονται όλα; Για μια ψευδαίσθηση ασφάλειας και σιγουριάς; Δίνουμε τα πάντα, κάνουμε τα πιο απίστευτα πράγματα για λίγη ζεστασιά απέναντι στην αγωνία που μας κατατρώει; Για “ένα πουκάμισο αδειανό” ξοδεύουμε τη ζωή μας;

Και η ευτυχία; Δεν είπαμε τίποτα για την ευτυχία· που βρίσκεται μέσα σε όλα αυτά η ευτυχία; Υπάρχει ή είναι σκέτη ουτοπία; Και που βρίσκεται κάθε φορά που την αναζητούμε; Ταξιδεύει μονίμως στη χώρα του πουθενά για δουλειές; Πώς γίνεται και βρίσκεται πάντοτε οπουδήποτε αλλού εκτός από εκεί που εμείς είμαστε,  όπως το θέλει το πιο πολυτραγουδισμένο παράπονο; Είναι μια φενάκη που με την απουσία της σε κάνει να συνεχίζεις; Αν παραμονεύει τόπους-τόπους, σαν αγρίμι, στη διαδρομή, γιατί δεν έρχεται τότε ποτέ να μας κατασπαράξει;

Αλλά τι είναι όμως η ευτυχία; Είναι πρώτα-πρώτα -και αυτή είναι μια βάση που θα συμφωνήσουμε όλοι- ένα αίσθημα υπαρξιακής πληρότητας, ένα αίσθημα ευφορίας που σε κυριεύει ξαφνικά, έστω και για λίγο. Ποια είναι όμως τότε η διαφορά από αυτό που στην μυστικιστική Ανατολή ονομάζουν έκσταση, και του δίνουν διάφορα ονόματα; Ένα κατοικίδιο αίσθημα που προσπαθείς να διατηρείς ζωντανό μέσα στα σπλάχνα σου είναι η έκσταση, που ως προϋπόθεση έχει την πλήρη απομόνωση από το περιβάλλον, να μην επιτρέπεις να σε αγγίζουν οι άσχημες περιστάσεις της ζωής. Αδιαπέραστος. Είναι το αποτέλεσμα κάποιων τεχνικών ή ουσιών, εξάσκησης και αυτοπειθαρχίας, μιας εφαρμοσμένης ασκητικής ή αναχωρητισμού. Αυτή πχ. υπήρξε η λειτουργία του ρεμπέτικου πριν μετατραπεί σε μουσειακό είδος (όσοι παρακάμπτουν για διάφορους λόγους αυτή την αλήθεια, δεν κατανοούν σωστά το ρεμπέτικο).

Με την κατάκτηση της ικανότητας για ευτυχία, όμως, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, χρειάζεται τον κόσμο για να λειτουργήσει. Είναι αυτό που μας επιστρέφεται σε κάποιες σπάνιες και μοναδικές στιγμές καθώς ανοιγόμαστε στον κόσμο. Σε αρπάζει ξαφνικά σύγκορμο εκεί που δεν το περιμένεις, σε πλημμυρίζει, σε μεθάει από ύπαρξη. Στραμμένοι διαρκώς, όπως κάποια άνθη προς τον ήλιο, προσηλωμένοι στους δικούς μας ελκυστές, προς όλα όσα μπορούν και μας συναρπάζουν, ακολουθώντας τις εμμονές μας, έρχονται σαν ευλογία, εκεί που δεν το περιμένεις και μας αρπάζουν οι ευτυχισμένες στιγμές.

Ντρέπομαι που το λέω”, μας εξομολογήθηκε ένας φίλος πριν από αρκετά (πολλά) χρόνια, “θα ακουστεί περίεργο, αλλά εγώ μόνο μέσα στις πιο δύσκολες περιστάσεις της ζωής μου κατάφερα να αισθανθώ και να καταλάβω τι θα πει ευτυχία, όποτε τα πράγματα πήγαιναν ρολόι ένιωθα σκέτη ευχαρίστηση, περνούσα απλά όμορφα”. Εννοείται ότι το πήρα στραβά. Μου είχε φανεί αλλόκοτη και παράδοξη η στάση του. Τόση στοιβαγμένη ηθική θα πέσει να μας πλακώσει. Προβληματίστηκα αν ήταν ο τύπος που του αρέσει να προκαλεί. Σκέφτηκα την περίπτωση να είχε επηρεαστεί από τον “Ξένο” του Καμί, που διαβάζαμε μανιωδώς τότε. Ετοιμαζόμουν να ζητήσω διευκρινήσεις τι είδους δυσκολίες εννοούσε, να καταλάβω, αλλά είπα δεν βαριέσαι, και το προσπέρασα. Και το ζήτημα παρέμεινε εκεί, καταχωνιασμένο χρόνια.

Θυμήθηκα ξανά προχτές, και χωρίς λόγο, αυτό το περιστατικό, αλλά μαζί με τη λύση του αυτή τη φορά. Τώρα, νομίζω είμαι σε θέση να δώσω μια ικανοποιητική εξήγηση. Οι ευτυχισμένες στιγμές έρχονται εκεί που δεν το περιμένεις. Ο αιφνιδιασμός είναι μέσα στη φύση τους. Δεν περιμένουν πότε θα συνωμοτήσει το σύμπαν ώστε όλα στη ζωή σου να εξελίσσονται παραδείσια καλά. Δεν κοιτάζουν την συναστρία σου. Στις δύσκολες στιγμές της ζωής, όμως, τότε είναι που κάνουν πολύ αισθητή την παρουσία τους. Ολόκληρη ορχήστρα. Γαντζώνεσαι επάνω τους όπως ο ναυαγός στο σωσίβιο ή ο πεινασμένος στο ψωμί. Και μπορεί να είναι ένα τίποτα, ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα άγγιγμα, μια συνάντηση, η ζεστασιά ενός χεριού που σου απλώθηκε, μια πλανόδια μουσική, ένα τοπίο του τόπου σου, ένα βιβλίο, ένα τραγούδι που σε κράτησε, αυτό που είδες στη στροφή ενός δρόμου, το αεράκι καταπρόσωπο που σου έφερνε τα αρώματα, ξαφνικά, μιας άνοιξης.

Η ευτυχία είναι πολύ σπάνιο είδος, λίγες αλλά πολύτιμες στιγμές που σε αρπάζουν και σε σηκώνουν την ώρα που πέφτεις. Από απλά και ασήμαντα περιστατικά ξυπνάει η ευτυχία μέσα στα σπλάχνα σου και σε κυριεύει, και σε φέρνει σε κατάσταση έκστασης. Αφορμές στέκονται όλα όσα στη ζωή, σε στιγμές ηρεμίας, περνάνε απαρατήρητα. Απασχολημένοι καθώς είμαστε να κυνηγάμε όλα αυτά που θεωρούμε σημαντικά και μεγάλα, άπληστοι και ματαιόδοξοι, οι μικρές αλήθειες της ζωής που γι' αυτές είμαστε προορισμένοι, φτερουγίζουν για λίγο και χάνονται από έλλειψη χρόνου, και η ευτυχία τότε φεύγει μαζί τους έτσι όπως ήρθε, αθόρυβα, στις μύτες των ποδιών.



Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Σκοτεινή Πράξη


Ευτυχώς που Ελλάδα δεν είναι όλο αυτό που επιπλέει στον αφρό των τηλεοπτικών καναλιών. Σε υπερέκθεση η "ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΡΑΞΗ".
Σε αυτή τη σκοτεινή εποχή, μόνο η αθόρυβη τέχνη, και κάποιες μειοψηφίες που τολμούν να υψώσουν ανάστημα απέναντι σε ευπώλητες βεβαιότητες, μας έχουν απομείνει· όλα τ' άλλα έχουν πουλήσει την ψυχή τους στο διάβολο.
 Χώρος για απαισιοδοξία όμως δεν υπάρχει· παράγονται τα αντισώματα που χρειάζεται ο οργανισμός. Πάνω από την αθλιότητα του παρόντος, σε ό,τι δεν είναι θόρυβος, εργάζεται το μέλλον.


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ /  ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ












Πράσινος Καπιταλισμός


Μελαγχολία. Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες στην ιστοσελίδα τι άλλο μένει από μαύρες σκέψεις.

Οι φωτογραφίες αποτυπώνουν το μέγεθος της καταστροφής που επιχειρείται στα βουνά. Οι ανεμογεννήτριες αποκαλύπτουν, εκθέτοντας σε κοινή θέα την απάτη του λεγόμενου "πράσινου καπιταλισμού". Και όμως υπάρχουν ακόμη αφελείς που πιστεύουν ότι όλα αυτά γίνονται για την "προστασία του περιβάλλοντος".
Πράσινος καπιταλιστής: να κάνεις να νομίζουν οι άλλοι ότι κάτι κάνεις για το περιβάλλον, χωρίς να κάνεις επί της ουσίας τίποτε.

Αλλά υπάρχει και χειρότερο: Οι δράσεις στο όνομα του πράσινου καπιταλισμού λειτουργούν σαν αντιπερισπασμός αυτού που οφείλουμε να σκεφτούμε και να κάνουμε συλλογικά, για να αντιμετωπίσουμε πραγματικά τις προκλήσεις του μέλλοντός μας.
Αυτό που πάντα εμποδίζει -αλλά για πόσο ακόμη θα μπορούμε να κάνουμε ότι δεν το βλέπουμε- είναι ακριβώς η καπιταλιστική λογική. Αυτή η διάσταση στον "πράσινο καπιταλισμό" δεν κρύβεται αλλά και δεν εξωραΐζεται καθόλου με τον επιθετικό προσδιορισμό που πρόσθεσε στο όνομά του. Ο πράσινος καπιταλισμός "επιχειρεί" για να σωθεί ο καπιταλισμός και όχι το περιβάλλον: δηλαδή να διασωθεί το περιβάλλον που ευνοεί τον καπιταλισμό.

Αντίθετα με τις προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί, ο καπιταλισμός δεν είναι το τέλος της ιστορίας.Το τέλος όμως του φυσικού περιβάλλοντος που είναι συμβατό με την ανθρώπινη ζωή εξακολουθεί να είναι μέσα στις δυνατότητές του.
https://katelanos.blogspot.com/2019/11/thliveres-eikones-apo-tis-anemogennitries-sta-akarnanika-oloklirotiki-katastrofi.html?spref=fb&fbclid=IwAR3mZ5Ll4D-QAGaJy8TS3BL0wy7hpOHg4X1oNwupbRda9cZMtlmiQutdYaE








Περί βλακείας


Δίπλα στον βλάκα στριφογυρνάει και ο απατεώνας. 
Μπαλζάκ



I.


Πάντα πίστευα ότι η βλακεία είναι κοινωνικό επιδημικό φαινόμενο. Τώρα έχω και επιχειρήματα. Η βλακεία δεν έχει να κάνει κατ' ανάγκη με την ευφυΐα, αν και γι' αυτό οι γνώμες διίστανται· υπάρχουν απόψεις που θεωρούν ότι μια ιδιαίτερη ευφυΐα καμιά φορά σε κάνει και πιο ευάλωτο και επιρρεπή στη βλακεία. Είναι θλιβερά τα θεάματα της αποβλάκωσης, κατά τεκμήριο ευφυών και ταλαντούχων ανθρώπων που πληθαίνουν τον τελευταίο καιρό.

Η βλακεία εκτός του ότι έχει κοινωνική προέλευση είναι και μεταδοτική. Στις επιδημικές εκδηλώσεις βλακείας θα βρούμε ευπαθείς ομάδες υψηλού κινδύνου, τοξικά μέσα διάδοσης, χρηματοδότες που την θεωρούν χρήσιμη για τους σκοπούς τους· και σε ένα επόμενο στάδιο, από ένα κατώφλι μολυσματικότητας και επάνω, η αποβλάκωση απολαμβάνει ασυλία, νομιμοποίηση, κανονικότητα.

Έτσι όπως δείχνουν τα πράγματα, έτσι όπως αντιδρούμε απέναντι στα προβλήματα, από εδώ και πέρα δεν θα έχουμε πλέον την πολυτέλεια να μιλάμε για λάθη αλλά για πάθη, για τις εκδηλώσεις μιας παθολογίας και μιας τυπολογίας της βλακείας, και κάθε φορά που η βλακεία θα κατακτά ισχύ και εξουσία θα γίνεται ακατανίκητη.

Έχω την εντύπωση, ότι η επιδημία βλακείας -πίσω από αυτήν την γενίκευση κρύβεται μια ολόκληρη τυπολογία- που έχει πάρει πλανητικές διαστάσεις, και έχει ενσκήψει και στη χώρα μας, έχει να κάνει με τη διάρρηξη του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου, που βρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια. Αυτοί που τώρα γεννιούνται δεν θα μπορούν καν να αντιληφθούν αυτή τη διάκριση στην ενηλικίωσή τους. Ελπίζω να μην αποδειχθεί ότι απολαμβάναμε ως ένα βαθμό ιδιωτική ζωή μόνο και μόνο επειδή δεν ήταν τεχνολογικά εφικτή η παραβίασή της.

Δεν είναι μόνο ότι έχουμε αναποδογυρίσει εννοιολογικά αυτήν την διάκριση, ότι έχουμε γυρίσει το μέσα έξω σαν ρούχο μέσω των κοινωνικών δικτύων και της τεχνολογίας· είναι και ο τρόπος που προσεγγίζονται οι δύο χώροι -για όσο καιρό ακόμη θα επιβιώνει αυτή η διάκριση-. Χωρίς να γίνεται αντιληπτό, εκπαιδευόμαστε να αντιμετωπίζουμε τον ιδιωτικό χώρο σαν δημόσιο και τον δημόσιο σαν ιδιωτικό. Αυτή η παράδοξη κατάσταση, υπερέκθεση του ιδιωτικού και αδιαφάνεια του δημόσιου είναι που εκδηλώνεται τώρα διανοητικά ως βλακεία.



II.


Η αναφορά σε επιδημία βλακείας στο προηγούμενο σχόλιο τρέφεται βέβαια από κάποια στοιχεία της επικαιρότητας, αλλά δεν εξαντλείται σ’ αυτήν. Από αυτή την άποψη η βλακεία είναι διαχρονική. Αν επρόκειτο μόνο γι αυτό, για μεμονωμένα δηλαδή περιστατικά, κάθε φορά που θα εκδηλωνόταν θα της δίναμε ένα όνομα -όπως έχουμε αρχίσει να κάνουμε με τα ακραία καιρικά φαινόμενα- και θα περιμέναμε να περάσει. Από στοιχεία της επικαιρότητας -και μερικά αρκούντως γλαφυρά και διασκεδαστικά- που να τεκμηριώνουν το περιεχόμενο της ανάρτησης άλλο τίποτα. Απαριθμώντας όμως, ή εστιάζοντας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, περιορίζεις το θέμα· κινδυνεύει κανείς να καταλήξει να κοιτάζει τα δέντρα και να χάνει το δάσος. Επιπλέον, ελλοχεύει και ο κίνδυνος να αδικήσω και κάποιους παραλείποντάς τους από την καταγραφή. Ένα ανθολόγιο βλακείας, για προσωπική χρήση, με μπόλικα στοιχεία που προσφέρει η επικαιρότητα, γεγονότων που έχουν συμβεί εντός και εκτός της χώρας το τελευταίο διάστημα, δεν είναι νομίζω ιδιαίτερα δύσκολο να καταρτίσει κανείς, εκφράζοντας με τις επιλογές του και τις προσωπικές του προτιμήσεις.

Με τους βλάκες δεν βγάζεις βέβαια εύκολα άκρη. Πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν, και μαθαίνεις να ζεις μαζί τους, δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Οι διαστάσεις επιδημίας που παίρνει πλέον η έκθεση της κοινωνίας στην βλακεία αυτό είναι κάτι το καινούργιο. Η βλακεία λες και έχει αρχίσει να αποτελεί δομικό στοιχείο των σύγχρονων κοινωνιών. Κατά κάποιο τρόπο έχει αυτοματοποιηθεί στις εκδηλώσεις της μέσω μηχανισμών που την προάγουν και την διαχέουν σε κάθε αρμό της κοινωνίας. Και πάντα βέβαια θα ζούμε κάτω από το μόνιμο άγχος, μην τυχόν καταλήξουμε και εμείς οι ίδιοι βλάκες χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε, όπως έχουμε αρχίσει να φοβόμαστε το Αλτσχάιμερ.

Εντέλει έχουμε πολλά κοινά με την δεκαετία του 1930. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, εκείνη την περίοδο είχε γίνει αρκετός λόγος “περί βλακείας” ως κοινωνιολογικό φαινόμενο. Έχω υπόψη μου κείμενα του Μπρεχτ, την περίφημη διάλεξη του R. Musil “Περί βλακείας” (1931), σκέψεις του Walter Benjamin λίγα χρόνια πριν την πνευματική και φυσική του εξόντωση. «...Οι συνθήκες της ζωής, η εξαθλίωση, και η βλακεία υποδουλώνουν” προειδοποιούσε ο Benjamin όταν ακόμη δεν ήταν πολύ αργά.

Ας δοκιμάσουμε να παρακολουθήσουμε μέσα από ένα μόνο, αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα, το πως εκκολάπτεται ο χρήσιμος βλαξ και πως πολλαπλασιάζεται. Ο “μηχανισμός” δουλεύει σαν αλυσίδα παραγωγής, ικανή να δημιουργεί πλειοψηφίες χρήσιμων βλακών, που να αποφασίζουν για τα διάφορα ζητήματα. Ο Χ είναι καταξιωμένος καλλιτέχνης/ δημοσιογράφος/ συγγραφέας/ μουσικός/ επιστήμονας/ επιχειρηματίας/ πρώην ακτιβιστής/ κάτι πρώην. Προσπαθεί να πουλήσει τον μύθο που περιβάλλει το πρόσωπό του, τη φήμη του ή το έργο του όσο-όσο, όσο ακόμα αυτά πουλάνε. Και είναι ικανός να το κάνει λειτουργώντας ακόμη και σε βάρος της ίδιας του της φήμης ή του έργου του. Είναι πολύ εύκολο γι αυτόν. Ό,τι ξεστομίσει ξέρει ότι θα θεωρηθεί ευφυολόγημα, ή θα περάσει ως βαθυστόχαστη σκέψη στο κοινό του. Τον βλέπεις να κινείται σαν νευρόσπαστο όπου φυσάει ο άνεμος κάθε φορά, που φουσκώνει τα πανιά του. Γνωρίζει και αποδέχεται ότι αντίθετα με την σκιά του, άλλοι κινούν, συντηρούν και ελέγχουν το μύθο του· και αφού είναι έτσι, σκέφτεται ως βλαξ που είναι, ας το κάνουν καλύτερα οι κατέχοντες, αρκεί μόνο αυτός να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα και να μαντεύει κάθε φορά σωστά ποιοι θα είναι οι κατέχοντες. Είναι ολόκληρος αντανακλαστικά που του επιτρέπουν να τοποθετείται κάθε φορά στην σωστή πλευρά. Του ζητούν επιχειρήματα για τα φλέγοντα πολιτικά θέματα της επικαιρότητας ακόμη και αν δεν έχει. Δεν χρειάζεται να έχει. Το ευφυολόγημα δίνει φτερά στο επιχείρημα όταν υπάρχει, αλλά όταν ο λόγος είναι κενός περιεχομένου το "ευφυολόγημα" παίρνει τη θέση του επιχειρήματος απαλλάσσοντάς σε και από τον κόπο να σκέφτεσαι. Καμιά φορά ο Χ γίνεται τόσο εξυπηρετικός που καταφέρνει και τρυπώνει στη Βουλή. Γίνεται ο χρήσιμος βλάξ.

Στη βουλή, οι κανονικοί βουλευτές -που ευτυχώς είναι και οι περισσότεροι-, αυτοί που έχουν μοχθήσει για τις ψήφους που έλαβαν, έχοντας συνεισφέρει έμπρακτα στην ανάδειξη και την αντιμετώπιση των προβλημάτων των περιοχών τους, έχουν τώρα να αντιμετωπίσουν και ένα πακτωλό ευτράπελων ομιλιών, από ανθρώπους που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί. Και πώς γίνεται να συνομιλείς -όπως είσαι υποχρεωμένος θεσμικά- με την με κάθε τρόπο και μέσο, και από του βήματος εκφρασμένη, προβεβλημένη βλακεία χωρίς να την αντιγράψεις;

Το πολιτικό μέλλον των βουλευτών εξαρτάται από την παρουσία τους στα τηλεοπτικά μέσα. Μπορεί να μοιράζεται σύμφωνα με κάποιο νόμο τυπικά ο τηλεοπτικός χρόνος, αλλά στην πράξη όλοι παλεύουν για το κάτι παραπάνω που κάνει τη διαφορά. Δίνεται ένας ανελέητος καθημερινός αγώνας επικράτησης στα τηλεοπτικά παράθυρα, όπως ο άνισος αγώνας που δίνουν οι παραγωγοί προϊόντων για να κερδίσουν μια θέση στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Αλλά ακόμη και αν τα καταφέρεις να βρίσκεις πρόσβαση στα μέσα, για να εκθέσεις τις πολιτικές σου απόψεις στους ψηφοφόρους σου, πρέπει να σταθείς και αρκετά τυχερός (αρεστός), ώστε να μην λοιδορηθείς από μικρονοϊκούς απαίδευτους τηλεπαρουσιαστές, περίεργους φωνακλάδες, γραφικούς συνομωσιολόγους, διάφορους απόστρατους, σεξιστές, ρατσιστές, εθνικιστές· όλο το κακό συναπάντημα. Μπαίνεις στον πειρασμό να σκεφτείς ότι τα τηλεοπτικά μέσα μαζεύουν επίτηδες κάθε καρυδιάς καρύδι σ’ αυτές τις εκπομπές, για να πνίξουν σε ένα ουρλιαχτό κάθε δυνατότητα ουσιαστικής συζήτησης, να φτάνει μόνο κάτι σαν τον φόβο απ’ το ουρλιαχτό των λύκων στον ανυπεράσπιστο τηλεθεατή· πώς να μην σκεφτείς ότι το μόνιμο ενδιαφέρον τους δεν είναι άλλο από το πώς να μας μετατρέπουν σε χρήσιμους βλάκες.

Ρώτησαν τον κ. Κοϊνερ, ποιο είναι το μεγάλο μυστικό του βλάκα;
“...Το μεγάλο μυστικό του βλάκα, χμ, για να σκεφτώ λίγο… Ε… μάλλον ότι δεν του περνά καν από το μυαλό, δεν διανοείται ότι μπορεί για μια στιγμή να ‘χει άδικο. Κι αν του περάσει μια στάλα υποψίας από το μυαλό, γρήγορα τη διώχνει. Αυτός βλαξ; Ποτέ των ποτών. Οι άλλοι είναι πάντα. Έτσι γίνεται αδίσταχτα θρασύς, υπέροχα επικίνδυνος, ανυπέρβλητα αλαζονικός. Και πείθει. Γιατί πάντα υπάρχουν αρκετοί βλάκες για να σχηματίσουν μια πλειοψηφία. Αυτό είναι το μυστικό όπλο του βλάκα. Μα γι αυτό ακριβώς πρέπει να εξολοθρεύουμε τη βλακεία, γιατί κάνει βλάκες αυτούς που τη συναντούν” (Ιστορίες του κ. Κόινερ, Μπρεχτ).











Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

Παιδική εργασία


Η παιδική εργασία στον κόσμο παρουσιάζει αυξητικές τάσεις. Η εντύπωση ότι αυτό είναι πρόβλημα των υποανάπτυκτων χωρών είναι λανθασμένη. Ας ψαχτούμε όλοι· πόσα από τα προϊόντα των πολυεθνικών με τα βαρύτιμα logo, πάνω μας ή γύρω μας, έχουν παραχθεί με παιδική εργασία; Επειδή αυτά τα παιδιά με την καταργημένη παιδική ηλικία παραμένουν "αόρατα" για το επίπεδο του πολιτισμού μας, μπορούμε να απολαμβάνουμε και μια ήσυχη συνείδηση.