(Δοκιμή εφαρμογής της φαινομενολογικής μεθόδου)
Γιάννης Ψαραύτης
Τα
πράγματα χάνουν τη ζεστασιά τους. Μαλακά
αλλά επίμονα, τα αντικείμενα καθημερινής
χρήσης αποδιώχνουν τον άνθρωπο.
…Αναγκάζεται
να εξισορροπεί την ψυχρότητά τους με
τη δική του θέρμη για να μην παγώσει στο
άγγιγμα τους, και να πιάνει τα αγκάθια
τους με απέραντη δεξιοσύνη για να μην
αιμορραγήσει μέχρι θανάτου.
Walter
Benjamin, “Mονόδρομος”, σελ. 58
Μέσα Μαΐου τα
μαγαζιά της παραλίας, ανακαινισμένα,
περιποιημένα, έκαναν τις τελευταίες τους προετοιμασίες, ετοιμάζονταν να υποδεχτούν
τη νέα σεζόν. Απολαμβάνοντας
τον πρωινό μου καφέ
σε ένα από αυτά, περιεργαζόμουν
τις αλλαγές. Μικρά κεραμικά ανθοδοχεία,
πρόσφατα αποκτημένα,
τοποθετημένα στα τραπέζια
κέντρισαν την προσοχή
μου. Το βλέμμα μου έτρεξε
αμέσως, λαίμαργα, περιμένοντας
να αγκαλιάσει την παλιά γνώριμη
ζεστασιά του χειροποίητου κεραμικού
(που τόσο έχουμε στερηθεί στα περιβάλλοντα
όπου κινούμαστε)· πάγωσε,
όμως, την επόμενη κιόλας στιγμή όταν
κατάλαβα ότι επρόκειτο για βιομηχανοποιημένα
κεραμικά, παρόμοια με αυτά
που βρίσκουμε στα ΙΚΕΑ. Γιατί όμως συνέβη
αυτός ο μαρασμός του ενδιαφέροντος;
Απογοητευμένος, άρχισα να επεξεργάζομαι
τώρα αυτή την βιωμένη αίσθηση, που
κατάφερε να ξυπνήσει αυτό που κοιμόταν,
ως φαίνεται, ξεχασμένο, στα βάθη του
εαυτού -που δεν παύει ποτέ να μας
ξαφνιάζει, να μας εκπλήσσει.
Θα
μου αντέτεινε κάποιος στο σημείο αυτό, “γιατί σου έκανε τόση εντύπωση το
γεγονός, δεν είναι κάτι που θα έπρεπε
να το περιμένεις; Το φλιτζάνι του καφέ
γιατί δηλαδή δεν σε ενόχλησε το ίδιο,
μια χαρά σε βλέπω να ρουφάς και να
απολαμβάνεις τον καφέ σου”. Η παρατήρηση
είναι σωστή και δικαιολογημένη, αλλά
και η αντίδρασή μου, η αυθόρμητη αίσθηση
της στιγμής, είναι επίσης μια πραγματικότητα
που προσπαθώ να διαχειριστώ, και δεν
θέλω να την αφήσω να περάσει έτσι, σαν
μια ιδιοτροπία της στιγμής ή παραξενιά.
Ένα ακόμη γεγονός που συνέβη κάποια άλλη στιγμή, και θυμάμαι την εντύπωση που μου είχε προκαλέσει, έχει νομίζω θέση στη συζήτηση. Ανοίγοντας ένα μπουκάλι απορρυπαντικού, μια εξαίσια μυρωδιά, προερχόμενη από το
φυτό μέλισσα που περιείχε στη σύνθεσή
του, πλημμύρισε το δωμάτιο· αμέσως σχεδόν
αναδύθηκε μπροστά μου πολύ έντονα, πολύ
ζωντανά όπως λέμε, η εικόνα της αυλής
του πατρικού μου σπιτιού στη Σίφνο. Στο
κηπάρι της αυλής υπήρχε φυτεμένη μια
μέλισσα που πλημμύριζε με τα αρώματά
της τα καλοκαίρια των παιδικών μου
χρόνων. Με όλες μας τις αισθήσεις ανοιχτές
και διαθέσιμες, δεχόμαστε αδιόρατες
δονήσεις από τον αντικειμενικό κόσμο
-που προορίζονται μόνο για μας. Μικρά
ξαφνιάσματα που πετάγονται σαν ελάφια
μέσα σε ένα δάσος από μικροπράγματα,
ασήμαντες λεπτομέρειες της καθημερινής
μας ζωής που προκαλούν όμως μεγάλες
αναστατώσεις στον ψυχισμό μας, έτσι όπως
συνωστίζονται γύρω μας και μας πολιορκούν,
και διαπλέκονται μαζί μας: μια βουβή συνομιλία
με τον πιο βαθύ εαυτό μας διαμεσολαβημένη
από την επίδραση αντικειμένων. Ας
ονομάσουμε αυτή την διαδικασία "κάλεσμα
του αντικειμένου"· είμαστε για τα
αντικείμενα τα έντομα που πρέπει να μας
έλξουν για να γονιμοποιηθούν με το
βλέμμα μας· πάντα διαθέσιμοι, δεκτικοί
σ’ αυτά που θέλουν να μας πουν, όταν
έχουν κάτι να μας πουν, σε μια γλώσσα
που είναι μόνο για μας, πριν χαθούν όπως
τα όνειρα
το πρωί.
Το
χειραγωγημένο από το υποκείμενο
αντικείμενο γίνεται η σκηνή όπου το
υποκείμενο εκδηλώνεται αποκαλυπτικά
στον εαυτό του -αντίθετα με αυτό που
συμβαίνει στη λειτουργία της "μάσκας",
που τη φοράει κανείς για να κρυφτεί όπως
το ζώο στη φωλιά του, να παραπλανήσει
και να παραπλανηθεί. Τι μου είχε φανερωθεί
όμως στην περίπτωση με τα ανθοδοχεία, απολαμβάνοντας την ευχάριστη αίσθηση της έντονης διαύγειας, μιας υπέροχης
ανοιξιάτικης ημέρας, ανάμεσα σε έναν
κόσμο που μαστόρευε αδιάφορος για όλα
αυτά, γεμάτος προσδοκίες και αισιοδοξία
για την σεζόν που μόλις άρχιζε;
Πρέπει
να επιστρέφω στην αίσθηση της στιγμής
για να εντοπίσω τα ίχνη του στοιχείου που λείπει, αναστοχαστικά,
να προλάβω να το αιφνιδιάσω πριν αρχίσω να αυτολογοκρίνομαι ημερεύοντάς
το, αποκοιμίζοντάς το: αυτά τα αντικείμενα
έμοιαζαν -έτσι τουλάχιστον
μου φάνηκε- τόσο αηδιαστικά
ίδια στην παράταξη που τα είχα μπροστά
μου, επάνω στα άδεια τραπέζια.
Με ενόχλησε σε
αυτά (αλλά όχι στην υπόλοιπη σκευή του
μαγαζιού) η άψογη, ψυχρή τους
τελειότητα· για ένα
είδος που απευθύνεται κατεξοχήν στην
όρεξη της όρασης, ήταν κάτι
που αρνιόμουν πεισματικά να το αποδεχθώ.
Το χειροτεχνικά κατασκευασμένο
αντικείμενο είναι το σημείο μιας
διασταύρωσης. Είναι το σημείο συνάντησης
δύο βλέψεων, του τεχνίτη και του
χρήστη. Στο χειροτεχνικό αντικείμενο
εντυπώνονται οι χειρονομίες του
δημιουργού του: οι έντεχνες χειρονομίες
διάνοιξης της μορφής του, που είναι
ταυτόχρονα και λαβές για το βλέμμα ή τα
χέρια του χρήστη, εξυπηρετικές για τις
λειτουργίες που θα εκτελούνται μέσω
του αντικειμένου. Τα χέρια του αγγειοπλάστη,
συνομιλούν μεταξύ τους χειρονομώντας,
και γίνονται η κατάλληλη μήτρα γέννησης
αντικειμένων πολιτισμού -που ξεπερνούν
την φύση μέσω της ιστορικής διάστασης.
Αντίθετα,
το βιομηχανοποιημένο αντικείμενο
απομακρύνει από το οπτικό μου πεδίο τον "άλλο” ως δημιουργό. Στην θέση του
δημιουργού θα συναντήσω έναν άγγελο
που έχει εκπέσει. Ο χρήστης
βρίσκει ασφαλώς και σ' αυτό λαβές για την (δια)πάλη του με το αντικείμενο να τον
περιμένουν εντυπωμένες σ' αυτό,
αλλά και μια ουσιώδη αλλαγή χειρονομιών: οι χειρονομίες του δημιουργού πάνω στο υλικό έχουν απαλλοτριωθεί από συστήματα μηχανών και έχουν μετατραπεί σε διεκπεραιωτικές και κατασκευαστικές.
Τα
ρεαλιστικά, πλαστικά λουλούδια
στα ανθοδοχεία συμπλήρωναν τον
στολισμό μιας γιορτής για το
βλέμμα που δεν έγινε -ας
προσθέσουμε τώρα και αυτή τη λεπτομέρεια με
τα λουλούδια που έδωσε
τη χαριστική βολή στο αισθητικό
γεγονός· έπιασα κάποια
στιγμή τον εαυτό μου να τα αγγίζει
για να διαπιστώσει
την υφή τους -τόσο πολύ δεν
ήθελα να το πιστέψω.
Ένα μπουκέτο με φυσικά άνθη οπτικοποιεί μια χειρονομία
προσφοράς και απεύθυνσης προς τον άλλο -που δεν κουράζεται να επαναλαμβάνεται,
να ανανεώνεται. Ένα μπουκέτο με φυσικά
άνθη προσεκτικά διαλεγμένα και με
επιμέλεια τοποθετημένα στο βάζο,
αποτελούν ένα σύνολο που δεν προορίζεται
να είναι χρήσιμο· αντικειμενοποιεί
εξωτερικεύοντάς το -σε μια λειτουργία
πιο ουσιαστική από τον απλό συμβολισμό-
το ρευστό ενός ψυχικού αποθέματος
απέναντί μου που πλεονάζει, που πρέπει
να ξοδευτεί, πολιορκώντας όλες μου τις
αισθήσεις.
Τα
ρεαλιστικά πλαστικά λουλούδια -αν δεν
είσαι τόσο ανόητος ώστε να εστιάσεις
στην ομοιότητα, να αντλήσεις όλη σου
την ικανοποίηση από αυτήν, ή τον εφησυχασμό
ότι εδώ δεν θα σε γδάρουν στο λογαριασμό
με περιττές πολυτέλειες- είναι το
αποτέλεσμα μιας υποκριτικής στάσης.
Υποκρύπτεται στην χειρονομία αυτή μια απόπειρα
εξαπάτησης, αποπλάνησης, ξεγελάσματος
του βλέμματος μέσω μιας φτηνής απομίμησης,
που για να λειτουργήσει απαιτεί την
συμπαιγνία εκείνου που για την απόλαυσή
του προορίζεται, που με τη σειρά του
πρέπει να ξέρει να προσποιείται ότι
έχει εξαπατηθεί. Αυτή την σχέση μας
με τον βιομηχανικά
μεσολαβημένο αντικειμενικό κόσμο
ας την ονομάσουμε "πορνογραφική". Το ανθοδοχείο με το
περιεχόμενό του, στην περίπτωση αυτή,
καταλήγει σε κάτι σαν μούμια, προϊόν
αστικής αναυθεντικότητας και προσποίησης
που εκδηλώνεται μέσα από τις δύο
συστατικές ροπές της αστικής κοσμοαντίληψης:
παραγωγικότητα πέρα από τα ανθρώπινα
όρια, μέτρα και κλίμακα· υποκατάσταση
του φυσικού, ακόμη και εκεί που δεν
χρειάζεται, με το τεχνητό. Η μικροαστική
νοοτροπία καλύπτει τα πολιτιστικά και πολιτισμικά της κενά με δάνεια, ταριχεύοντας αυτό που επαναφέρει
μετά μέσω τεχνικών μουσειοποίησης:
αναμνήσεις αξιών, χειρονομιών, έργων.
Ό,τι προηγουμένως έχει φροντίσει να
απαξιώσει, να απονευρώσει ως ζώσα
πραγματικότητα, το επαναφέρει ως
απομίμηση. Με αυτή την έννοια η "πορνογραφία" θα εξαπλώνεται όλο και περισσότερο· βγαίνοντας από την στενή της ειδίκευση και περιθώριο, σε μια προσπάθεια να κυριεύσει κάθε πλευρά της ζωής, επεκτείνει το πεδίο δράσης της επί "παντός του επιστητού". Με την γενίκευση αυτής της πορνογραφικής στάσης απέναντι στον κόσμο, στη θέση αυτών που πρέπει να βιωθούν για να αποκτήσουν τη σημασία τους, θα βρίσκουμε πάντοτε εξομοιώσεις και ομοιώματα.
Οι
μικρές ατέλειες στην κατασκευή
και την διακόσμηση (που δεν σημαίνουν κακοτεχνία) στα χειροποίητα κεραμικά,
οι μικροδιαφορές που παρουσιάζουν, τα
ίχνη του ανθρώπινου χεριού επάνω τους,
προορίζονται να λειτουργούν την ώρα
της χρήσης τους -όταν ο τεχνίτης δεν θα
είναι εκεί μαζί τους· τα ίχνη αυτά που
ακολουθούν τα αντικείμενα πιο πιστά κι
από τη σκιά τους, διασταυρώνονται με το βλέμμα του
χρήστη, και λειτουργούν ως
ενδείκτες· παραπέμποντας
στον τεχνίτη τους, τα εμψυχώνουν. Αυτό
είναι που μας θερμαίνει
στην επαφή μας με τα
χειροποίητα κεραμικά: αισθάνεσαι
σε αυτά τον ανθρώπινο
μόχθο, το μεράκι, την
επιδεξιότητα, τον πυρετό
και τη δύναμη της δημιουργίας
-όλα, δηλαδή, όσα αποτελούν προϋποθέσεις των αντικειμένων να έχουν πάρει
μορφή, να έχουν βρει σε εμάς
τον καθρέφτη
τους για να κοιταχθούν, να έχουν σαρκωθεί.
Στη σκηνή του αντικειμένου
έρχονται όλα εκείνα τα
στοιχεία της ανθρώπινης κατάστασης,
που με καταγωγή στα
πιο αρχέγονα βάθη της ανθρώπινης
ιστορίας, ζεσταίνονται τώρα -με
την επικαιρότητα του αντικειμένου- κάτω
από τον ήλιο, που τα χαρίζει στην όραση.
Αν
η ζωή γίνεται βολική όταν ετεροκαθορίζεται
ακολουθώντας κάποια στερεότυπα, η
αυθεντική ζωή είναι μια διαρκής σύγκριση
με αρχέτυπα και ένα
ξάνοιγμα στο απαράμιλλο. Στη θέση του
απολεσθέντος παραδείσου
της ανθρώπινης δημιουργικότητας, έχουμε
επιτρέψει σε μια απάνθρωπη ψυχρότητα
(μέσω του βιομηχανοποιημένου
αντικειμένου) να εγκατασταθεί στα
σπίτια μας, στα περιβάλλοντα όπου
συμβιώνουμε. Ο Walter
Benjamin το είχε διαισθανθεί
και το κατέγραψε στον Μονόδρομο: “Τα
πράγματα χάνουν τη ζεστασιά τους. Μαλακά
αλλά επίμονα, τα αντικείμενα καθημερινής
χρήσης αποδιώχνουν τον άνθρωπο.
...Αναγκάζεται να εξισορροπεί την
ψυχρότητά τους με τη δική του θέρμη για
να μην παγώσει στο άγγιγμα τους, και να
πιάνει τα αγκάθια τους με απέραντη
δεξιοσύνη για να μην αιμορραγήσει μέχρι
θανάτου”.
Η
παραγωγή αντικειμένων με
βιομηχανικές μεθόδους απέσπασε, σκόπιμα,
τα εργαλεία από τα χέρια του τεχνίτη
ενσωματώνοντάς τα σε μηχανές. Η βιομηχανική παραγωγή θέλει να εξαρτάται όλο και περισσότερο από νεκρή εργασία και γι’ αυτό καταργεί όπου μπορεί την ζωντανή εργασία. Μετέτρεψε
το περιεχόμενο κάθε εργασίας που προϋπέθετε ανθρώπινη επιδεξιότητα σε ανούσια,
βαρετή, ψυχοφθόρα δραστηριότητα. Ενεργοποιήθηκε μια διαδικασία απανθρωποποίησης με την
εξής έννοια: το πολιτιστικά παραγόμενο
προϊόν (δηλαδή μέσα στην ιστορία), το
ιδιαίτερο ανθρώπινο πράττειν σε αρμονία
με τη φύση, έχει αντικατασταθεί από την
παραγωγή μέσω ενός συστήματος που μας
περιέχει, και έχει εγκατασταθεί σαν φύση. Κατά
κάποιο τρόπο, μας απαγορεύεται η άμεση
επαφή με το φυσικό περιβάλλον -χωρίς δηλαδή να
έχει διαμεσολαβηθεί από το βιομηχανικό
παραγωγικό σύστημα.
Δεν
πρόκειται για νοσταλγία.
Καθόλου. Ακολουθούμε τα σημάδια του
μέλλοντός μας, μιας ζωής που καταλήγει
απάνθρωπη, χωρίς κανένα απολύτως
νόημα. Τίποτε δεν παρακινεί πια τους
ερημότοπους που έχουν καταντήσει τα
σώματα· τίποτε άλλο εκτός από τις
προσπάθειες που κάνουμε για να αποκρύψουμε
το γεγονός δεν τα κατοικεί.
Σώματα-δοχεία ικανά να
αισθάνονται μόνο τους
παυσίπονους, παραισθησιογόνους
χυμούς από μιαν ακόρεστη
κατανάλωση προϊόντων βιομηχανικού
σχεδιασμού, που ξεβράζονται με
τα κύματα μιας νεκρής
από ζωή θάλασσας της
επιθυμίας. Επιτρέψαμε στις δυνάμεις
που αντιστρέφουν τα μέσα σε σκοπούς, να
κάνουν τις ζωές μας λειτουργικές -και
πληρώνουμε το τίμημα.
Στη
θέση του νοήματος της ζωής έχει εμφυτευθεί
το καθήκον να θέτουμε σε κυκλοφορία όλη
εκείνη την αχρηστία της βιομηχανικής
παραγωγής που πάνω της στηρίζεται η
συσσώρευση και η κυκλοφορία των κεφαλαίων.
Είμαστε ο ιμάντας αυτής της κυκλοφορίας,
αρκεί να καταφέρνουμε να προσποιούμαστε
ότι ζούμε. Η εκβιομηχάνιση δεν μπορεί
να είναι άλλο από ολοκληρωτισμός που
ολοκληρώνεται σταδιακά, στρατιωτικοποιώντας
κάθε πλευρά της ζωής μας. Βάζει στολή
στις ζωές μας (Kafka).
Φοράμε τη μια μάσκα πάνω στην άλλη για να το αντέξουμε, σε
μια διυποκειμενικότητα όπου όλα
αντιστρέφονται ώστε "το αληθινό να
ταυτίζεται πάντοτε με το ψεύτικο
πρόσωπο” (Flusser).
Η προοπτική των ζωών μας καταλήγει
να είναι ένας ορίζοντας νευρώσεων,
νεκροταφεία επιθυμιών στην αρμοδιότητα
της φαρμακολογίας, και -στο
μέλλον που είναι ήδη εδώ- της γενετικής μηχανικής.
![]() |
René
Magritte
LA RACE BLANCHE
|