Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Η Νίκη του Παιωνίου


Μόνος εχθρός μου ο χρόνος
Charlie Chaplin



Γιάννης Ψαραύτης

Χρόνια τώρα μ’ έτρωγε η ιδέα της επίσκεψης στον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας, χωρίς όμως και να καταφέρνω να πραγματοποιήσω. Αυτό που ήθελα να δω από κοντά, περισσότερο από όλα, ήταν βέβαια το περίφημο άγαλμα της Νίκης του Παιωνίου. Το 2013 μου δόθηκε επιτέλους η ευκαιρία να κάνω αυτό το ταξίδι (στο πλαίσιο μιας σχολικής εκδρομής) -και δεν την έχασα.

Το βράδυ, μετά την επίσκεψη στο μουσείο, επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο -με τις εντυπώσεις ακόμη νωπές και ζεστές, κράτησα κάποιες σημειώσεις όπως το συνηθίζω -να στέλνω δηλαδή στον εαυτό μου στο μέλλον εκτός από φωτογραφίες και σκέψεις της στιγμής. Σημειώματα που παρατάς συνήθως στο τέλος σε τσέπες, συρτάρια, κάπου που δεν θυμάσαι μετά, και που καμιά φορά χρειάζεσαι και φαρμακοποιό να τα διαβάσει.

Αυτές τις σημειώσεις τις βρήκα, όμως, σκαλίζοντας, τις συμμάζεψα σε κείμενο, να μην είναι σκόρπιες και ασύντακτες, προσέχοντας ωστόσο και να μην πειράξω τον αυθορμητισμό και τον ανορθόδοξο τρόπο, όπως μου φαίνεται τώρα και μου είχε προκύψει τότε -όσο αυτό βέβαια είναι δυνατόν. (Αυθορμητισμό, που μερικά ποτά στη διαδρομή προς την ολοκλήρωση μιας τέτοιας μέρας, με τόσες προσδοκίες, θα είχαν -σίγουρα- συμβάλλει στο να λυθεί -και δεν το λέω ως δικαιολογία). 



***

Το άγαλμα έχει υποστεί μεγάλη καταστροφή. Λείπει το πρόσωπο -δεν βρέθηκε ποτέ, έχει μείνει άπτερος τώρα πια κι αυτή η Νίκη πάνω στο βάθρο της. Τα χέρια λείπουν επίσης. Τι κρατούσε;

Ο χρόνος -ακάθεκτος, όπως γίνεται πάντα- συνέχισε τη γλυπτική πάνω στο άγαλμα επί τόσους αιώνες, από εκεί που την είχε σταματήσει ο Παιώνιος, από τη στιγμή που χτύπησε με το εργαλείο του για τελευταία φορά πάνω στο μάρμαρο, βγαίνοντας από εκείνη την έκσταση -που καταργεί το χρόνο, βυθισμένος σ' αυτήν όσο καιρό σκάλιζε το μάρμαρο.

Υπάρχει βέβαια ρωμαϊκό αντίγραφο του αγάλματος σε κάποιο μουσείο που μπορεί να δώσει απαντήσεις, για το πως θα ήταν το άγαλμα με την πλήρη του εξάρτηση. Εγώ όμως -τι ιδιοτροπία κι αυτή- γιατί τώρα να μη θέλω να ξέρω; Είναι αλήθεια, πράγματι, κάτω από τη σκιά του αγάλματος δεν με είχε ενοχλήσει καθόλου η απουσία αυτών των μερών της γλυπτικής σύνθεσης – η οριστικότητα της απώλειάς τους.

Το προτιμώ. Δεν θέλω να ξέρω τι είχε βάλει ο Παιώνιος να κρατάει το άγαλμα στα χέρια, πως θα ήταν με εκείνα τα αλλόκοτα φτερά, πως ήταν το πρόσωπο της Νίκης. Δεν μου χρειάζεται να ξέρω, σε σημείο που δεν θα αναζητήσω να δω το αντίγραφο.

Κάποια στιγμή ο γλύπτης καταφέρνει επιτέλους να πει το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο: αυτό είναι -έχω τελειώσει, ότι ήταν να δώσω το έχω δώσει, δεν έχω να του προσθέσω τίποτε άλλο. Του έδωσα ψυχή -και το πιστεύει, μέχρι εδώ που έφτασα κριτής μου ήταν το φως και η σκιά, τώρα το αφήνω στην κρίση του χρόνου.

Τότε μόνο ζει αληθινά ένας γλύπτης, όσο διάστημα σφυροκοπάει -σε κατάσταση έκστασης- το μάρμαρο, αλλά μέχρι πότε μπορεί να το παρατείνει αυτό; Εκείνη την αποφασιστική στιγμή, ο Παιώνιος -ο κάθε Παιώνιος-, παράλογα μελαγχολικός, έχει να σκεφτεί τον μεγάλο του αντίπαλο, ανταγωνιστή, εχθρό του: τον χρόνο.

Θα το σκέφτηκε σίγουρα ο Παιώνιος, σβήνοντας τη χαρά του στη λύπη, ίσως αγγίζοντας, χαϊδεύοντας ταυτόχρονα την επιφάνεια του μαρμάρου -που με τόση τέχνη, κόπο και επιμονή είχε λειάνει· θα το σκεφτόταν όση ώρα άφηνε τη γλυκιά ψύχρα του μαρμάρου να του μουδιάζει το χέρι, να τη ρουφάει σαν σφουγγάρι με το σώμα του -να κυλάει γλυκά μέσα του σαν κρασί. Τώρα πρέπει να το εγκαταλείψω σαν σπίτι που το κατοικούσα. Θα το κατοικήσει ο χρόνος τώρα, θα το ρημάξει ο χρόνος -καθώς μια συννεφιά περνούσε πάνω από το πρόσωπό του.

Ίσως ακόμη και να είχε γαντζωθεί πάνω στο άγαλμα, να αρνιόταν με νύχια και με δόντια να το εγκαταλείψει, να τον τραβούσαν με το ζόρι -σχεδόν εκτός εαυτού, ταλαιπωρημένο, καταβεβλημένο από την τόση προσπάθεια που είχε καταβάλει στο έργο του, εκτεθειμένος σε μια χειρονομία ανάρμοστη για έναν τέτοιο καλλιτέχνη, να έκανε σαν μικρό παιδί. (Η μυθολογία γύρω από το πρόσωπο ενός καλλιτέχνη μπορεί να γίνει απίστευτα επινοητική και ανεξάντλητη).

Ίσως όμως και να μην έγινε έτσι, να παρέδωσε το έργο του με επαγγελματισμό όπως θα λέγαμε σήμερα, στην ώρα του, ίσως δεν ονειρευόταν παρά μόνο τη στιγμή που θα το εγκαταλείψει, να την περίμενε αυτή τη στιγμή σαν λύτρωση, να κρατήσει ζεστό χρήμα στα χέρια του, έχω κι εγώ ανάγκες, στόματα που περιμένουν, να περίμενε με ανυπομονησία να ακούσει -πως και πως- τα ωραία λόγια, να δει το θαυμασμό στα πρόσωπα του κόσμου που θα συνωστίζεται κάτω από σκιά του αγάλματος. Αυτή η δουλειά με γερνάει πρόωρα.

Ο χρόνος άφησε σχεδόν άθικτα τον κορμό του σώματος και τα κάτω μέλη, τον προτεταμένο τέλειο μαστό, τη διαφάνεια και τις πτυχώσεις των ρούχων που διαγράφουν υπέροχα το σώμα, σχεδόν αισθησιακά θα λέγαμε αν δεν γνωρίζαμε τον προορισμό της Νίκης. Αυτά δεν τα πείραξε σχεδόν καθόλου ο χρόνος στο πέρασμά του.

Και τα χέρια καλύτερα που λείπουν. Τι θα υπήρχε άλλωστε εκεί, τι θα είχαν να κρατήσουν; Τι άλλο από εφήμερα, φθαρτά σύμβολα ματαιότητας; Κι εκείνα τα φτερά, τι θα είχαν να μας πουν σήμερα εκείνα τα ορθάνοιχτα φτερά; Ο χρόνος τα αφαίρεσε όλα αυτά, τα ξερίζωσε ανελέητα -όπως και την εποχή, όπως πάντα συμβαίνει. Άφησε μόνο, ανέπαφα σχεδόν, παράξενο παιχνίδι της τύχης, παραδόξως, τα μέρη εκείνα του αγάλματος που δεν συμμετείχαν και σε κάτι περισσότερο από αυτό που βλέπει κανείς και αισθάνεται, κατέστρεψε τα σύμβολα. Διατηρήθηκε δηλαδή στο χρόνο μόνο ό,τι αποτελεί καθαρή έκφραση, ό,τι δεν παραπέμπει παρά μόνο στον εαυτό του, μόνο ό,τι είναι μουσική φωτός και σκιάς: γλυπτική.

Και βέβαια -να έρθω τώρα και σ’ αυτό-, τι θα ήταν όλα αυτά χωρίς εμένα, να σταθώ για μια στιγμή κάτω από τη σκιά του αγάλματος, διαθέτοντας ένα βλέμμα για να το στρέψω επάνω του. Επινοήσεις του χρόνου επίσης -τι άλλο-, όργανα/μέσα απαραίτητα για να υπάρξει κι αυτός με τη σειρά του.

Αλλά εγώ δεν θέλω να ξέρω, καλύτερα να μην ξέρω. Δεν θέλω να βλέπω τα αλλόκοτα απλωμένα φανταχτερά φτερά του αγάλματος. Δεν θέλω να ξέρω τι κρατούσε στα χέρια της η Νίκη του Παιωνίου. Καλύτερα να βάλω τη Νίκη να κρατάει τα δικά μου σύμβολα. Να της δώσω εγώ ένα πρόσωπο.

Ο Παιώνιος, όμως, -να το πούμε κι αυτό- είχε και μιαν ιδιοφυή ιδέα/έμπνευση (όλα τα φέρνει η στιγμή). Έπλασε τη Νίκη του με τέτοιο τρόπο ώστε να γέρνει λίγο προς τα εμπρός, τόσο μόνο όσο χρειάζεται, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Βρήκε -καθώς ήταν τόσο επιδέξιος- την κατάλληλη κλίση των κάτω μελών, την κατάλληλη στάση που έπρεπε να έχει το σώμα του αγάλματος. Θα τον απασχόλησε σίγουρα πάρα πολύ αυτό το ζήτημα, θα του πήρε πολύ χρόνο δοκιμάζοντας σε προπλάσματα μέχρι να καταφέρει στο τέλος -μόνο τα κατάφερε;-, να αποδώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτή την λεπταίσθητη, σχεδόν αδιόρατη κίνηση.

Νιώθεις, λοιπόν, τη Νίκη να γέρνει ελαφρά προς εσένα όταν σε κάνει θεατή της, όταν σε έχει τραβήξει μαγικά τόσο κοντά στη βάση του βάθρου της. Αισθάνεσαι τότε το τεράστιο βάρος του μαρμάρου σε έναν υπέροχο ανάλαφρο, ανεπαίσθητο μετεωρισμό προς εσένα, μόνο για σένα -κάτι που είναι σαφώς καλύτερο από φτερά, που όμως έπρεπε αναγκαστικά να προσθέσει ο Παιώνιος -Νίκη χωρίς φτερά; -και που τελικά καλύτερα που λείπουν τώρα κι αυτά.

Όλη η φθορά που σωρεύτηκε πάνω στο έργο όλους αυτούς τους αιώνες, δεν κατάφερε να πλήξει την έκφραση αυτής της ελάχιστης (για να μην καταλήξει πομπώδης και φλύαρη) κλίσης του σώματος, το ανεπαίσθητο αυτό σκύψιμο πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Ίσα - ίσα, όσο πιο πολύ λυσσομανούσε ο χρόνος στους αιώνες που πέρασαν, τόσο πιο ανεξίτηλα έβγαινε από μέσα, σαν ψυχή, σαν διαύγεια στο φως, εκείνη η καθαρότητα της έκφρασης του αγάλματος που προέρχεται από την αφαίρεση των περιττών.

Έτσι, με μια αποφασιστική χειρονομία πάνω στο υλικό του, ο Παιώνιος τα κατάφερε και εξάντλησε μεμιάς όλο το χρόνο, επινοώντας μιαν ακόμη εκδοχή της αιωνιότητας.

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου