Στο ημερολόγιο (καλαντάρι) για το 1889, που
επιμελήθηκε το Γυμνάσιο Σύρου -με τη συνεργασία «πολλών λογίων»-, ανάμεσα σε
άρθρα που δεν παρουσιάζουν σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, περιλαμβάνεται -αναπάντεχα-
και έκθεση με τίτλο «Ηκαθόλου ιδέα περί της Ν. Σίφνου». Μια απογραφική
αναφορά, που συντάχθηκε το 1828 από τον Μανουήλ Δεκαβάλες.
Το έγγραφο υπήρχε στην κατοχή του Α. Θ. Μαυρογένη και δημοσιοποιήθηκε με δική
του πρωτοβουλία και με τον τρόπο που αναφέραμε. Γνωρίζω ότι από αυτή την πηγή
-και όχι από κάποιο κρατικό αρχείο- έχει συμπεριληφθεί στη βιβλιογραφία ερευνών που αναφέρονται στις Κυκλάδες. Την περίοδο εκείνη, παρατηρεί ο Α. Θ. Μαυρογένης,
μπορούμε να υποθέσουμε ότι ανάλογες εκθέσεις συντάχθηκαν και από τα άλλα νησιά.
Καμία από αυτές όμως δεν έγινε γνωστή. Έτσι η έκθεση για την Σίφνο είναι ίσως
το μοναδικό τεκμήριο για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της Σίφνου (και
κατ’ επέκταση και των άλλων νησιών) την περίοδο πριν και κατά την Επανάσταση. Αυτά τo 1889. Από τότε
μέχρι σήμερα πρέπει να έχουν έρθει στο φως δύο τρεις ακόμη τέτοιες εκθέσεις.
Στις 14 Απριλίου 1827 η Τρίτη Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας εξέλεξε πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος έπειτα από πολύμηνη
περιοδεία σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο στις 7 Ιανουαρίου του 1828. Το
Ελληνικό κράτος με τη συνθήκη του Λονδίνου του 1828, περιελάμβανε την
Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες και τα ενδιάμεσα νησιά. Η κυβέρνηση του Καποδίστρια είχε
διάρκεια περίπου 3 χρόνια μέχρι τη δολοφονία του. Οι ιδεολογικές εσωτερικές
αντιπαραθέσεις που υπέβοσκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης και εκδηλώθηκαν
έντονα την περίοδο 1823-1826 (εμφύλιος, διακινδύνευση της ίδιας της
Επανάστασης), αναμόχλευαν τα πάθη και κατά την περίοδο της διακυβέρνησης
Καποδίστρια, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του το 1831.
Η
οικονομική κατάσταση της χώρας όταν ανέλαβε ο Καποδίστριας ήταν οικτρή. Είχαν
δοθεί ήδη δύο δάνεια από αγγλικές τράπεζες, το 1824 και το 1825. Το 1827 το «κράτος»
είχε στην ουσία πτωχεύσει λόγω αδυναμίας καταβολής των τοκοχρεολυσίων αυτών των
δανείων. Κατά τη διακυβέρνησή του ο Καποδίστριας προσπάθησε να προωθήσει
μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία της κρατικής μηχανής, να ελέγξει τα οικονομικά και
να δημιουργήσει το νομικό πλαίσιο που ήταν απαραίτητο σε ένα Δυτικού τύπου
κράτος. Στο πλαίσιο
της μεταρρυθμιστικής πολιτικής του Καποδίστρια εντάσσεται προφανώς και η έκθεση
«Η
πρό της μεγάλης ημών Επαναστάσεως
και κατ' αυτήν έκθεσις περί της ν. Σίφνου», σύμφωνα με τον τίτλο του άρθρου του
Μαυρογένη που αναφέραμε. Με το Ι' ψήφισμα της 13ης Απριλίου 1828, η τότε
ελεύθερη Ελλάδα χωρίστηκε σε δεκατρία θέματα ή τμήματα ή επιτροπίες με
επιμέρους επαρχίες και έκτακτους επιτρόπους για κάθε ένα από αυτά. Οι Κυκλάδες -που μας ενδιαφέρει-, υποδιαιρέθηκαν σε τρία τμήματα: Βορείων,
Κεντρικών και Νοτίων Κυκλάδων.
Η έκθεση απευθύνεται στον Ιακωβάκη Ρίζο το Νερουλό, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν διορισμένος έκτακτος Επίτροπος των Κυκλάδων.
Ποια ήταν η πορεία του Ρίζου «την προ της μεγάλης ημών επαναστάσεως
και κατ' αυτήν» περίοδο; Τυπική πορεία
Φαναριώτη. Είκοσι ετών βρίσκεται κοντά στον ηγεμόνα της Μολδαβίας Κωνσταντίνο Υψηλάντη. Ο Αλέξανδρος Σούτσος (θείος του) που διαδέχτηκε τον Υψηλάντη, τον διόρισε επιτετραμμένο στην Υψηλή Πύλη. Κατά
τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1806-1812) ο Ρίζος απείχε εσκεμμένα από κάθε
διπλωματική δραστηριότητα που θα τον ενέπλεκε στις εξελίξεις. Την περίοδο αυτή
ασχολήθηκε με τη συγγραφή: ποιήματα, τραγωδίες, σάτιρες. Να αναφέρουμε ιδιαίτερα
την καυστική σάτιρα της γλωσσικής θεωρίας του Κοραή, αλλά και της κυριαρχίας
των τοπικών διαλέκτων στον ελλαδικό χώρο: «Κορακιστικά ή διόρθωσις της ρωμέικης
γλώσσας», που έγραψε το 1813. Θεωρείται από ιστορικούς σαν έργο πολεμικής που
αποσκοπούσε στην πνευματική και
ιδεολογική επικράτηση των Φαναριωτών στον υπόδουλο ελληνισμό. Μετά την εξάχρονη σιωπή του -όσο δηλαδή κράτησε ο πόλεμος-, ο ηγεμόνας Ιωάννης
Καρατζάς τον ανέβασε στο αξίωμα του Μεγάλου Ποστελνίκου (πρωθυπουργού της Βλαχίας). Ο Καρατζάς αποχώρησε 6 χρόνια αργότερα (το 1818) -στην ουσία δραπέτευσε για να αποφύγει τον αποκεφαλισμό του από τους Τούρκους-. Ο Ρίζος τότε διορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη
μεταφραστής του Μεγάλου Διερμηνέα. Το 1819 τον βρίσκουμε και πάλι στη Μολδαβία
μαζί με τον ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο, μέχρι και την έναρξη της Ελληνικής
Επανάστασης.
Ο Φίνλεϋ, που βέβαια δεν βρήκε να πει καλή κουβέντα για κανέναν από
τους συμμετέχοντες στην Επανάσταση,
αναφέρεται απαξιωτικά για τους Σούτσο και Ρίζο. Γράφει συγκεκριμένα: «Ο ηγεμών Μιχαήλ Σούτσος και ο πρωθυπουργός αυτού Ρίζος Νερουλός, άνδρες άλλως αγαθοί, αλλ' άφρονες και φιλόδοξοι, εθώπευον πάσας τας περί επεμβάσεως της
Ρωσσίας μωράς ελπίδας του Υψηλάντου…». Με την έναρξη της Επανάστασης, οι Ρίζος και Σούτσος αφού περιπλανήθηκαν
άστεγοι και εξόριστοι στην Ευρώπη, κατέληξαν στη Γενεύη. Εκεί ο Ρίζος έγραψε την «Ιστορία της
Ελληνικής Επαναστάσεως μέχρι το 1825», ενώ παράλληλα παρέδιδε και μαθήματα φιλολογίας. Η
γνωριμία του με τον Καποδίστρια πρέπει να έγινε στη Γενεύη, την περίοδο που ο
τελευταίος περιόδευε στην Ευρώπη με σκοπό την «διέγερσιν
της συμπαθείας της Δύσεως» - το διάστημα ακριβώς των εννέα μηνών από την εκλογή του μέχρι την ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντα του Κυβερνήτη.
Την είδηση για την έκβαση της ναυμαχίας του
Ναυαρίνου πληροφορήθηκε ο Καποδίστριας στην Αγκώνα -σταθμό της εννεάμηνης περιοδείας του. Επικρατεί νευρικότητα και αδημονία
επίσπευσης του ταξιδιού προς την Ελλάδα. Μεταξύ αυτών που τον συνοδεύουν είναι
και ο Ρίζος. Επικρατεί ενθουσιασμός. Αλλά μια ξαφνική κακοκαιρία, θα παρατείνει για αρκετές ακόμα ημέρες το
ταξίδι προς την Ελλάδα. Στην Αγγλία ο βασιλιάς
Γεώργιος σχολίαζε την είδηση για το Ναυαρίνο με τη φράση «αξιοθρήνητον γεγονός»
(η προοπτική να ευνοηθούν από αυτή την εξέλιξη οι Ρώσοι προκαλούσε πονοκέφαλο).
Παιχνίδια εξουσίας ένθεν και ένθεν. Ο καιρός βέβαια κάποτε βελτιώθηκε, αλλά
το αγγλικό καράβι -που θα μετέφερε τους αποκλεισμένους της Αγκώνα στην Ελλάδα- δεν
έλεγε να φτάσει. Η Μεγάλη Ιστορία μπορεί να περιμένει. Στη μικρή, στις
ατέλειωτες ώρες της αναμονής μπροστά σε ένα άδειο ορίζοντα - που υψωνόταν σαν τείχος, ο Ρίζος
στιχουργεί. Σε στιγμή ποιητικής έξαρσης αποκαλεί το πλοίο με το όνομα ενός από
τα έξι ιερά πλοία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας: Πάραλο. Σ’ αυτό το πλοίο όμως -όπως
αναφέρει ο Θουκυδίδης- οι επιβαίνοντες, από τους επιβάτες μέχρι και τον τελευταίο
ναύτη, έπρεπε να εμφορούνται από δημοκρατικές ιδέες. Να υπήρχαν άραγε και αυτές οι
αντηχήσεις από τον αρχαίο συμβολισμό στο μυαλό του στιχοπλόκου της συντροφιάς, που ήταν έτοιμη να
επιβιβαστεί στο όχημα της Μεγάλης Ιστορίας; Και ήταν αυτό το ιδιαίτερο περιεχόμενο
του «δι' έρωτα πατρίδος» που μοιράζονταν μεταξύ τους, ή μήπως ο (ευφυής και πολυμήχανος) Ρίζος έριχνε εκείνη τη
στιγμή το σπόρο της μελλοντικής «σύγκρουσής» του με τον Καποδίστρια; Δε μπορούμε να το γνωρίζουμε· αν αλλάξουμε όμως κλίμακα, σε εκείνη της Επανάστασης, αυτή η κοινή στέγη του «δι' έρωτα πατρίδος» δεν επέτρεψε -μια χαρά- σε άτομα, φατρίες, αντικρουόμενα συμφέροντα, να προωθούν -στο όνομα
της Επανάστασης- τους ιδιαίτερους ιδιοτελείς σκοπούς; Κάθε κοινωνική μερίδα συμμετείχε στον ίδιο πόλεμο, αλλά έβλεπε διαφορετικά την μετά την Επανάσταση εποχή. Η Μεγάλη όμως (επίσημη) Ιστορία
καταργεί τις διαφορές όπως η θάλασσα λειαίνει τα βότσαλα της ακτής.
Περιβόλι. Ο πειρασμός είναι μεγάλος,
παραθέτουμε ολόκληρο το στιχούργημα του Ρίζου:
Τι τάχα; θα περάσωμεν ερημιτών χειμώνα
Εις όχθην Αδριατικήν, 'στον βροχερόν Αγκώνα;
Από τα ύψη των κρημνών και των χαρακωμάτων
Θα βλέπωμεν 'στο πέλαγος τους λόφους των κυμάτων;
Κι' από την γην θ' ακούωμεν με βάσιν στηριγμένην
Την θάλασσαν 'στα σύννεφα υπερτινασσομένην;
Δεν θέλομεν ασφάλειαν τοιαύτην ολεθρίαν·
Αισχράν μισούμεν των δειλών φιλαύτων ησυχίαν.
Με ηδονήν του θεωρεί κινδύνους καταιγίδος
Όστις ορμά 'στο πέλαγος δι' έρωτα πατρίδος.
Τις ήχος τόσον λιγυρός, μελών τις αρμονία
'Στην ακοήν του φαίνεται τόσον βαθμόν γλυκεία,
Ή όταν τάρμενα ηχούν και τα κατάρτια τρίζουν
Κι' εις τα πανιά οι άνεμοι οι πτερωτοί συρίζουν;
Που είσαι και δεν φαίνεσαι δελφινοδρόμον πλοίον
'Σ' το ιερόν
ταξείδι σου το εναντίον ποίον;
Τάχα Κροάτης Αίολος, και αν λυσσά κι' αφρίζη
Την τόλμην σου, την τέχνην σου ποτέ την εμποδίζει;
Οξύπτερον, ατρόμητον, θαλασσινόν ιεράκι
Ωκεανούς δεν τρόμαξες, θα φοβηθής αυλάκι;
'Στον ναύτην τον αγέρωχον της κραταιάς Αγγλίας
Ωσάν λεκάνη φαίνεται ο κομπαστής Αδρίας.
Ελθέ λοιπόν, ω Πάραλε, 'στον Δωρικόν Αγκώνα·
Στήσε και συ μιαν εποχήν 'στον τωρινόν αιώνα.
Ο Ουρανός είν' ευμενής, ο Ποσειδών φιλέλλην.
Κι' ο μέλλων επιβάτης σου
πρώτος Ελλήνων Έλλην.
Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα είναι καζάνι
που βράζει. Οι απλοί άνθρωποι δεν έχουν βαρεθεί να περιμένουν, ζουν -με το
σήμερα-αύριο, κάπου εννέα μήνες- την άφιξη του Κυβερνήτη, είναι γι' αυτούς ο μεσσίας. Ο Καποδίστριας έφτασε, επιτέλους, στο Ναύπλιο στις 7 Ιανουαρίου του
1828, δεν τα κατάφερε όμως να γίνει στο τέλος ο «μπάρμπα Γιάννης».
Από τις πρώτες ενέργειες του Κυβερνήτη ήταν να διορίσει τον Ρίζο έκτακτο Επίτροπο Κυκλάδων. Στη θέση αυτή πρέπει
να παρέμεινε για έξι μήνες, γιατί στη συνέχεια ανέλαβε υπουργός των
Εξωτερικών. Σε αυτό το εξάμηνο πρέπει να ζητήθηκαν από την Κεντρική Διοίκηση και
να συντάχθηκαν οι κατά τόπους απογραφικές εκθέσεις. Για το σκοπό αυτό είχε
συσταθεί και ειδική «Πολιτειογραφική Επιτροπή». Πέρα από γενικές κατευθύνσεις
που πρέπει να δόθηκαν, την ευθύνη για την ακρίβεια των στοιχείων που αναγράφονταν στις αναφορές είχαν οι τοπικές κοινότητες, οι οποίες, προφανώς, θα ανέθεσαν τη σύνταξή τους σε
κάποιο τοπικό λόγιο. Η Πολιτειογραφική Επιτροπή με το υλικό που συγκεντρώθηκε
κατάρτισε -μαζί με τα στοιχεία που προέκυψαν από μία επόμενη απόπειρα απογραφής- τρεις πίνακες, από ένα για την Πελοπόννησο, την Στερεά Ελλάδα (για τις περιοχές που είχαν εν τω μεταξύ
απελευθερωθεί), και τα νησιά του Αιγαίου). Έτσι, μέχρι το 1830 είχαμε μια πρώτη
αποτύπωση της τότε κατάστασης της ελεύθερης Ελλάδας -με την πληρότητα και την ακρίβεια που ένα
τέτοιο εγχείρημα μπορούσε να έχει κάτω από εκείνες τις συνθήκες-. Οι ίδιες οι
εκθέσεις όμως, ως κείμενα, ένας πλούτος πολύτιμων πληροφοριών που δεν χωρούσαν βέβαια στην τυποποιημένη μορφή των πινάκων, πρέπει να έχουν οριστικά χαθεί εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις - όπως είπαμε. Η Μεγάλη (επίσημη)
Ιστορία και η μικρή (των απλών ανθρώπων) αφού διασταυρώθηκαν για λίγο, απομακρύνθηκαν
ξανά.
Ούτε για τον Μανουήλ Δεκαβάλες, τον συντάκτη της έκθεσης, γνωρίζουμε κάτι
περισσότερο. Το γλωσσικό του ιδίωμα συγγενεύει με
εκείνο του Ρίζου. Ως λόγιος, εμποτισμένος με την Φαναριώτικη αντίληψη για τα
πράγματα, θα διατηρούσε ασφαλώς κάποιου είδους επαφές και επικοινωνία με Φαναριώτες. Τι να έκανε
όμως στη Σίφνο, εκείνη την εποχή, ένας άνθρωπος αυτών των δυνατοτήτων; Πιθανόν
να ανήκε στην παροικία των Σιφνιών της Κωνσταντινούπολης και να επανήλθε στο
νησί λόγω των γεγονότων της επανάστασης, ή -άλλη εκδοχή- να είχε κάποια σχέση με τη
Σχολή της Σίφνου, για την οποία εξάλλου κάνει εκτενή αναφορά στην έκθεσή του. Βρέθηκε
όμως ως ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή για να συντάξει την έκθεση και
να συνυπογράψει στο τέλος ως «Ο ελάχιστος των Πολιτών» αντί άλλου αξιώματος ή
τίτλου.
Η Οικονομία της Σίφνου κατά την Επανάσταση
-σύμφωνα πάντα με την έκθεση- έχει καταρρεύσει. Οι αιτίες είναι πολλές: η
απώλεια του εισοδήματος που εισέρρεε στο νησί από την παροικία των Σιφνιών της
Κωνσταντινούπολης εξαιτίας του πολέμου, η βαριά φορολογία, τα επισφαλή
θαλασσοδάνεια, μια γενικευμένη κατάσταση ανομίας και μη αποπληρωμής παλαιών
χρεών και τόκων (φαίνεται ότι κανένας δεν εξοφλούσε κανέναν εκείνη την εποχή με
πρόφαση τα γεγονότα της Επανάστασης). Σ’ αυτό, λοιπόν, το ασφυκτικό οικονομικό περιβάλλον, οι
κοινότητες της Σίφνου εκδήλωσαν αδυναμία χρηματοδότησης ακόμη
και αυτής της ιστορικής Σχολής (που λειτουργούσε στο νησί από το 1687).
Ο Δεκαβάλες δεν αρκείται μόνο στην καταγραφή της κατάστασης, εισηγείται και προτάσεις προς την Κεντρική Διοίκηση προς αντιμετώπιση της κατάστασης. Ζητά τη μείωση της βαριάς -πράγματι- φορολογίας, δασμολογικές παρεμβάσεις, την άσκηση πιέσεων για την αποπληρωμή των οφειλομένων από τις κοινότητες των άλλων νησιών. Μέτρα απαραίτητα ώστε να βγουν οι κάτοικοι από το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιέλθει, διαφορετικά «χάνονται». Δε χάθηκαν, χάθηκαν όμως οι προσδοκίες των απλών ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή στη μετεπαναστατική κατάσταση.
Αυτό που ονομάσαμε Μικρή Ιστορία, είναι τελικά οι πράξεις, το «τεύχειν» ανθρώπων που δεν έχουν φορέσει την προβιά κάποιου αξιώματος, που βρίσκονται πάντα στη βάση μιας πυραμίδας, εξόριστοι από τη γλώσσα και τα αρχεία της εκάστοτε εξουσίας, εκτός συστήματος περιγραφής. Η Μικρή Ιστορία είναι καθαρό «πράττειν» - αδιαμεσολάβητο από τη γλώσσα της κυρίαρχης εξουσίας. Εδώ «τεύχειν» και «λέγειν» γίνονται το ένα η αλήθεια του άλλου, το ένα είναι ο καθρέφτης του άλλου. Η Μεγάλη (επίσημη) Ιστορία, αντίθετα, είναι χρησιμοθηρική. Ένα σύστημα επιλογής. Εδώ «λέγειν» και «τεύχειν» γίνονται το ένα η καπηλεία του άλλου, το ένα αποτελεί τη διαστροφή του άλλου. Και τα δύο μαζί ταΐζουν το συλλογικό ψέμα.
Επιλεκτικότητα του μοντάζ της Μεγάλης Ιστορίας. Παραμένει όμως ένα πρόβλημα που θα εμφανιστεί αργά ή γρήγορα. Το διατύπωσε ο Δημ. Καμπούρογλου: «Επειδή δε δια να εύρει κανείς τα χρήσιμα πρέπει να πετάξει τα άχρηστα, επέρχεται, ως φυσικόν συμπέρασμα, ότι πολλάκις τα απορριπτόμενα να είναι χρησιμώτερα εκείνων που κρατούνται και να καταγίνονται ως εκ τούτου οι κατόπιν, να ανεύρουν και να περισώσουν ό,τι διεσκορπίσθη».
Γιάννης Ψαραύτης
![]() |
Angelus Novus, P. Klee 1910 |
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ημερολόγιον του 1889, Γυμνάσιον εν Σύρῳ, εκδ. Ρενιέρη Πρίντεζη, 1889, ψηφιακή βιβλιοθήκη ΑΝΕΜΗ.
Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, Αναστάσιος Ν. Γούδας, 1870.
Ιστορία του Ιωάννου Καποδιστρίου κυβερνήτου της Ελλάδος, Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου, 1866.
Σειραί, Δημήτριος Καμπούρογλου, εκδότης: ΤΟ ΒΗΜΑ.