Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Μικρή και Μεγάλη Ιστορία



Στο ημερολόγιο (καλαντάρι) για το 1889, που επιμελήθηκε το Γυμνάσιο Σύρου -με τη συνεργασία «πολλών λογίων»-, ανάμεσα σε άρθρα που δεν παρουσιάζουν σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, περιλαμβάνεται -αναπάντεχα- και έκθεση με τίτλο «Ηκαθόλου ιδέα περί της Ν. Σίφνου». Μια απογραφική αναφορά, που συντάχθηκε το 1828 από τον Μανουήλ Δεκαβάλες.

Το έγγραφο υπήρχε στην κατοχή του  Α. Θ. Μαυρογένη και δημοσιοποιήθηκε με δική του πρωτοβουλία και με τον τρόπο που αναφέραμε. Γνωρίζω ότι από αυτή την πηγή -και όχι από κάποιο κρατικό αρχείο- έχει συμπεριληφθεί στη βιβλιογραφία ερευνών που αναφέρονται στις Κυκλάδες. Την περίοδο εκείνη, παρατηρεί ο Α. Θ. Μαυρογένης, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ανάλογες εκθέσεις συντάχθηκαν και από τα άλλα νησιά. Καμία από αυτές όμως δεν έγινε γνωστή. Έτσι η έκθεση για την Σίφνο είναι ίσως το μοναδικό τεκμήριο για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της Σίφνου (και κατ’ επέκταση και των άλλων νησιών) την περίοδο πριν και κατά την Επανάσταση. Αυτά τo 1889. Από τότε μέχρι σήμερα πρέπει να έχουν έρθει στο φως δύο τρεις ακόμη τέτοιες εκθέσεις.

Στις 14 Απριλίου 1827 η Τρίτη Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας εξέλεξε πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος έπειτα από πολύμηνη περιοδεία σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο στις 7 Ιανουαρίου του 1828. Το Ελληνικό κράτος με τη συνθήκη του Λονδίνου του 1828, περιελάμβανε την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες και τα ενδιάμεσα νησιά. Η κυβέρνηση του Καποδίστρια είχε διάρκεια περίπου 3 χρόνια μέχρι τη δολοφονία του. Οι ιδεολογικές εσωτερικές αντιπαραθέσεις που υπέβοσκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης και εκδηλώθηκαν έντονα την περίοδο 1823-1826 (εμφύλιος, διακινδύνευση της ίδιας της Επανάστασης), αναμόχλευαν τα πάθη και κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Καποδίστρια, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του το 1831.

Η οικονομική κατάσταση της χώρας όταν ανέλαβε ο Καποδίστριας ήταν οικτρή. Είχαν δοθεί ήδη δύο δάνεια από αγγλικές τράπεζες, το 1824 και το 1825. Το 1827 το «κράτος» είχε στην ουσία πτωχεύσει λόγω αδυναμίας καταβολής των τοκοχρεολυσίων αυτών των δανείων. Κατά τη διακυβέρνησή του ο Καποδίστριας προσπάθησε να προωθήσει μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία της κρατικής μηχανής, να ελέγξει τα οικονομικά και να δημιουργήσει το νομικό πλαίσιο που ήταν απαραίτητο σε ένα Δυτικού τύπου κράτος. Στο πλαίσιο της μεταρρυθμιστικής πολιτικής του Καποδίστρια εντάσσεται προφανώς και η έκθεση «Η πρό της μεγάλης ημών Επαναστάσεως και κατ' αυτήν έκθεσις περί της ν. Σίφνου», σύμφωνα με τον τίτλο του άρθρου του Μαυρογένη που αναφέραμε. Με το Ι' ψήφισμα της 13ης Απριλίου 1828, η τότε ελεύθερη Ελλάδα χωρίστηκε σε δεκατρία θέματα ή τμήματα ή επιτροπίες με επιμέρους επαρχίες και έκτακτους επιτρόπους για κάθε ένα από αυτά. Οι Κυκλάδες -που μας ενδιαφέρει-, υποδιαιρέθηκαν σε τρία τμήματα: Βορείων, Κεντρικών και Νοτίων Κυκλάδων.


Η έκθεση απευθύνεται στον Ιακωβάκη Ρίζο το Νερουλό, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν διορισμένος έκτακτος Επίτροπος των Κυκλάδων. Ποια ήταν η πορεία του Ρίζου «την προ της μεγάλης ημών επαναστάσεως και κατ' αυτήν» περίοδο; Τυπική πορεία Φαναριώτη. Είκοσι ετών βρίσκεται κοντά στον ηγεμόνα της Μολδαβίας Κωνσταντίνο Υψηλάντη. Ο Αλέξανδρος Σούτσος (θείος του) που διαδέχτηκε τον Υψηλάντη, τον διόρισε επιτετραμμένο στην Υψηλή Πύλη. Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1806-1812) ο Ρίζος απείχε εσκεμμένα από κάθε διπλωματική δραστηριότητα που θα τον ενέπλεκε στις εξελίξεις. Την περίοδο αυτή ασχολήθηκε με τη συγγραφή: ποιήματα, τραγωδίες, σάτιρες. Να αναφέρουμε ιδιαίτερα την καυστική σάτιρα της γλωσσικής θεωρίας του Κοραή, αλλά και της κυριαρχίας των τοπικών διαλέκτων στον ελλαδικό χώρο: «Κορακιστικά ή διόρθωσις της ρωμέικης γλώσσας», που έγραψε το 1813. Θεωρείται από ιστορικούς σαν έργο πολεμικής που αποσκοπούσε στην πνευματική και ιδεολογική επικράτηση των Φαναριωτών στον υπόδουλο ελληνισμό. Μετά την εξάχρονη σιωπή του -όσο δηλαδή κράτησε ο πόλεμος-, ο ηγεμόνας Ιωάννης Καρατζάς τον ανέβασε στο αξίωμα του Μεγάλου Ποστελνίκου (πρωθυπουργού της Βλαχίας). Ο Καρατζάς αποχώρησε 6 χρόνια αργότερα (το 1818) -στην ουσία δραπέτευσε για να αποφύγει τον αποκεφαλισμό του από τους Τούρκους-. Ο Ρίζος τότε διορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταφραστής του Μεγάλου Διερμηνέα. Το 1819 τον βρίσκουμε και πάλι στη Μολδαβία μαζί με τον ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο, μέχρι και την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. 

Ο Φίνλεϋ, που βέβαια δεν βρήκε να πει καλή κουβέντα για κανέναν από τους συμμετέχοντες στην Επανάσταση, αναφέρεται απαξιωτικά για τους Σούτσο και Ρίζο. Γράφει συγκεκριμένα: «Ο ηγεμών Μιχαήλ Σούτσος και ο πρωθυπουργός αυτού Ρίζος Νερουλός, άνδρες άλλως αγαθοί, αλλ'  άφρονες και φιλόδοξοι, εθώπευον πάσας τας περί επεμβάσεως της Ρωσσίας μωράς ελπίδας του Υψηλάντου…». Με την έναρξη της Επανάστασης, οι Ρίζος και Σούτσος αφού περιπλανήθηκαν άστεγοι και εξόριστοι στην Ευρώπη, κατέληξαν στη Γενεύη. Εκεί ο Ρίζος έγραψε την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως μέχρι το 1825», ενώ παράλληλα παρέδιδε και μαθήματα φιλολογίας. Η γνωριμία του με τον Καποδίστρια πρέπει να έγινε στη Γενεύη, την περίοδο που ο τελευταίος περιόδευε στην Ευρώπη με σκοπό την «διέγερσιν της συμπαθείας της Δύσεως» - το διάστημα ακριβώς των εννέα μηνών από την εκλογή του μέχρι την ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντα του Κυβερνήτη.

Την είδηση για την έκβαση της ναυμαχίας του Ναυαρίνου πληροφορήθηκε ο Καποδίστριας στην Αγκώνα -σταθμό της εννεάμηνης περιοδείας του. Επικρατεί νευρικότητα και αδημονία επίσπευσης του ταξιδιού προς την Ελλάδα. Μεταξύ αυτών που τον συνοδεύουν είναι και ο Ρίζος. Επικρατεί ενθουσιασμός. Αλλά μια ξαφνική κακοκαιρία, θα παρατείνει για αρκετές ακόμα ημέρες το ταξίδι προς την Ελλάδα. Στην Αγγλία ο βασιλιάς Γεώργιος σχολίαζε την είδηση για το Ναυαρίνο με τη φράση «αξιοθρήνητον γεγονός» (η προοπτική να ευνοηθούν από αυτή την εξέλιξη οι Ρώσοι προκαλούσε πονοκέφαλο). Παιχνίδια εξουσίας ένθεν και ένθεν. Ο καιρός βέβαια κάποτε βελτιώθηκε, αλλά το αγγλικό καράβι -που θα μετέφερε τους αποκλεισμένους της Αγκώνα στην Ελλάδα- δεν έλεγε να φτάσει. Η Μεγάλη Ιστορία μπορεί να περιμένει. Στη μικρή, στις ατέλειωτες ώρες της αναμονής μπροστά σε ένα άδειο ορίζοντα - που υψωνόταν σαν τείχος, ο Ρίζος στιχουργεί. Σε στιγμή ποιητικής έξαρσης αποκαλεί το πλοίο με το όνομα ενός από τα έξι ιερά πλοία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας: Πάραλο. Σ’ αυτό το πλοίο όμως -όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης- οι επιβαίνοντες, από τους επιβάτες μέχρι και τον τελευταίο ναύτη, έπρεπε να εμφορούνται από δημοκρατικές ιδέες. Να υπήρχαν άραγε και αυτές οι αντηχήσεις από τον αρχαίο συμβολισμό στο μυαλό του στιχοπλόκου της συντροφιάς, που ήταν έτοιμη να επιβιβαστεί στο όχημα της Μεγάλης Ιστορίας; Και ήταν αυτό το ιδιαίτερο περιεχόμενο του «δι' έρωτα πατρίδος» που μοιράζονταν μεταξύ τους, ή μήπως ο (ευφυής και πολυμήχανος) Ρίζος έριχνε εκείνη τη στιγμή το σπόρο της μελλοντικής «σύγκρουσής» του με τον Καποδίστρια; Δε μπορούμε να το γνωρίζουμε· αν αλλάξουμε όμως κλίμακα, σε εκείνη της Επανάστασης, αυτή η κοινή στέγη του «δι' έρωτα πατρίδος» δεν επέτρεψε -μια χαρά- σε άτομα, φατρίες, αντικρουόμενα συμφέροντα, να προωθούν -στο όνομα της Επανάστασης- τους ιδιαίτερους ιδιοτελείς σκοπούς; Κάθε κοινωνική μερίδα συμμετείχε στον ίδιο πόλεμο, αλλά έβλεπε διαφορετικά την μετά την Επανάσταση εποχή. Η Μεγάλη όμως (επίσημη) Ιστορία καταργεί τις διαφορές όπως η θάλασσα λειαίνει τα βότσαλα της ακτής.

Περιβόλι. Ο πειρασμός είναι μεγάλος, παραθέτουμε ολόκληρο το στιχούργημα του Ρίζου:

Τι τάχα; θα περάσωμεν ερημιτών χειμώνα
Εις όχθην Αδριατικήν, 'στον βροχερόν Αγκώνα;
Από τα ύψη των κρημνών και των χαρακωμάτων
Θα βλέπωμεν 'στο πέλαγος τους λόφους των κυμάτων;
Κι' από την γην θ' ακούωμεν με βάσιν στηριγμένην
Την θάλασσαν 'στα σύννεφα υπερτινασσομένην;
Δεν θέλομεν ασφάλειαν τοιαύτην ολεθρίαν·
Αισχράν μισούμεν των δειλών φιλαύτων ησυχίαν.
Με ηδονήν του θεωρεί κινδύνους καταιγίδος
Όστις ορμά 'στο πέλαγος δι' έρωτα πατρίδος.
Τις ήχος τόσον λιγυρός, μελών τις αρμονία
'Στην ακοήν του φαίνεται τόσον βαθμόν γλυκεία,
Ή όταν τάρμενα ηχούν και τα κατάρτια τρίζουν
Κι' εις τα πανιά οι άνεμοι οι πτερωτοί συρίζουν;

Που είσαι και δεν φαίνεσαι δελφινοδρόμον πλοίον
'Σ' το ιερόν ταξείδι σου το εναντίον ποίον;
Τάχα Κροάτης Αίολος, και αν λυσσά κι' αφρίζη
Την τόλμην σου, την τέχνην σου ποτέ την εμποδίζει;
Οξύπτερον, ατρόμητον, θαλασσινόν ιεράκι
Ωκεανούς δεν τρόμαξες, θα φοβηθής αυλάκι;
'Στον ναύτην τον αγέρωχον της κραταιάς Αγγλίας
Ωσάν λεκάνη φαίνεται ο κομπαστής Αδρίας.
Ελθέ λοιπόν, ω Πάραλε, 'στον Δωρικόν Αγκώνα·
Στήσε και συ μιαν εποχήν 'στον τωρινόν αιώνα.
Ο Ουρανός είν' ευμενής, ο Ποσειδών φιλέλλην.
Κι' ο μέλλων επιβάτης σου πρώτος Ελλήνων Έλλην.

Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα είναι καζάνι που βράζει. Οι απλοί άνθρωποι δεν έχουν βαρεθεί να περιμένουν, ζουν -με το σήμερα-αύριο, κάπου εννέα μήνες- την άφιξη του Κυβερνήτη, είναι γι' αυτούς ο μεσσίας. Ο Καποδίστριας έφτασε, επιτέλους, στο Ναύπλιο στις 7 Ιανουαρίου του 1828, δεν τα κατάφερε όμως να γίνει στο τέλος ο «μπάρμπα Γιάννης».

Από τις πρώτες ενέργειες του Κυβερνήτη ήταν να διορίσει τον Ρίζο έκτακτο Επίτροπο Κυκλάδων. Στη θέση αυτή πρέπει να παρέμεινε για έξι μήνες, γιατί στη συνέχεια ανέλαβε υπουργός των Εξωτερικών. Σε αυτό το εξάμηνο πρέπει να ζητήθηκαν από την Κεντρική Διοίκηση και να συντάχθηκαν οι κατά τόπους απογραφικές εκθέσεις. Για το σκοπό αυτό είχε συσταθεί και ειδική «Πολιτειογραφική Επιτροπή». Πέρα από γενικές κατευθύνσεις που πρέπει να δόθηκαν, την ευθύνη για την ακρίβεια των στοιχείων που αναγράφονταν στις αναφορές είχαν οι τοπικές κοινότητες, οι οποίες, προφανώς, θα ανέθεσαν τη σύνταξή τους σε κάποιο τοπικό λόγιο. Η Πολιτειογραφική Επιτροπή με το υλικό που συγκεντρώθηκε κατάρτισε -μαζί με τα στοιχεία που προέκυψαν από μία επόμενη απόπειρα απογραφής- τρεις πίνακες, από ένα για την Πελοπόννησο, την Στερεά Ελλάδα (για τις περιοχές που είχαν εν τω μεταξύ απελευθερωθεί), και τα νησιά του Αιγαίου). Έτσι, μέχρι το 1830 είχαμε μια πρώτη αποτύπωση της τότε κατάστασης της ελεύθερης Ελλάδας -με την πληρότητα και την ακρίβεια που ένα τέτοιο εγχείρημα μπορούσε να έχει κάτω από εκείνες τις συνθήκες-. Οι ίδιες οι εκθέσεις όμως, ως κείμενα, ένας πλούτος πολύτιμων πληροφοριών που δεν χωρούσαν βέβαια στην τυποποιημένη μορφή των πινάκων, πρέπει να έχουν οριστικά χαθεί εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις - όπως είπαμε. Η Μεγάλη (επίσημη) Ιστορία και η μικρή (των απλών ανθρώπων) αφού διασταυρώθηκαν για λίγο, απομακρύνθηκαν ξανά.

Ούτε για τον Μανουήλ Δεκαβάλες, τον συντάκτη της έκθεσης, γνωρίζουμε κάτι περισσότερο. Το γλωσσικό του ιδίωμα συγγενεύει με εκείνο του Ρίζου. Ως λόγιος, εμποτισμένος με την Φαναριώτικη αντίληψη για τα πράγματα, θα διατηρούσε ασφαλώς κάποιου είδους επαφές και επικοινωνία με Φαναριώτες. Τι να έκανε όμως στη Σίφνο, εκείνη την εποχή, ένας άνθρωπος αυτών των δυνατοτήτων; Πιθανόν να ανήκε στην παροικία των Σιφνιών της Κωνσταντινούπολης και να επανήλθε στο νησί λόγω των γεγονότων της επανάστασης, ή -άλλη εκδοχή- να είχε κάποια σχέση με τη Σχολή της Σίφνου, για την οποία εξάλλου κάνει εκτενή αναφορά στην έκθεσή του. Βρέθηκε όμως ως ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή για να συντάξει την έκθεση και να συνυπογράψει στο τέλος ως «Ο ελάχιστος των Πολιτών» αντί άλλου αξιώματος ή τίτλου.

Η Οικονομία της Σίφνου κατά την Επανάσταση -σύμφωνα πάντα με την έκθεση- έχει καταρρεύσει. Οι αιτίες είναι πολλές: η απώλεια του εισοδήματος που εισέρρεε στο νησί από την παροικία των Σιφνιών της Κωνσταντινούπολης εξαιτίας του πολέμου, η βαριά φορολογία, τα επισφαλή θαλασσοδάνεια, μια γενικευμένη κατάσταση ανομίας και μη αποπληρωμής παλαιών χρεών και τόκων (φαίνεται ότι κανένας δεν εξοφλούσε κανέναν εκείνη την εποχή με πρόφαση τα γεγονότα της Επανάστασης). Σ’ αυτό, λοιπόν, το ασφυκτικό οικονομικό περιβάλλον, οι κοινότητες της Σίφνου εκδήλωσαν αδυναμία χρηματοδότησης ακόμη και αυτής της ιστορικής Σχολής (που λειτουργούσε στο νησί από το 1687).

Ο Δεκαβάλες δεν αρκείται μόνο στην καταγραφή της κατάστασης, εισηγείται και προτάσεις προς την Κεντρική Διοίκηση προς αντιμετώπιση της κατάστασης. Ζητά τη μείωση της βαριάς -πράγματι- φορολογίας, δασμολογικές παρεμβάσεις, την άσκηση πιέσεων για την αποπληρωμή των οφειλομένων από τις κοινότητες των άλλων νησιών. Μέτρα απαραίτητα ώστε να βγουν οι κάτοικοι από το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιέλθει, διαφορετικά «χάνονται». Δε χάθηκαν, χάθηκαν όμως οι προσδοκίες των απλών ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή στη μετεπαναστατική κατάσταση.

Αυτό που ονομάσαμε Μικρή Ιστορία, είναι τελικά οι πράξεις, το «τεύχειν» ανθρώπων που δεν έχουν φορέσει την προβιά κάποιου αξιώματος, που βρίσκονται πάντα στη βάση μιας πυραμίδας, εξόριστοι από τη γλώσσα και τα αρχεία της εκάστοτε εξουσίας, εκτός συστήματος περιγραφής. Η Μικρή Ιστορία είναι καθαρό «πράττειν» - αδιαμεσολάβητο από τη γλώσσα της κυρίαρχης εξουσίας. Εδώ «τεύχειν» και «λέγειν» γίνονται το ένα η αλήθεια του άλλου, το ένα είναι ο καθρέφτης του άλλου. Η Μεγάλη (επίσημη) Ιστορία, αντίθετα, είναι χρησιμοθηρική. Ένα σύστημα επιλογής. Εδώ «λέγειν» και «τεύχειν» γίνονται το ένα η καπηλεία του άλλου, το ένα αποτελεί τη διαστροφή του άλλου. Και τα δύο μαζί ταΐζουν το συλλογικό ψέμα.

Επιλεκτικότητα του μοντάζ της Μεγάλης Ιστορίας. Παραμένει όμως ένα πρόβλημα που θα εμφανιστεί αργά ή γρήγορα. Το διατύπωσε ο Δημ. Καμπούρογλου: «Επειδή δε δια να εύρει κανείς τα χρήσιμα πρέπει να πετάξει τα άχρηστα, επέρχεται, ως φυσικόν συμπέρασμα, ότι πολλάκις τα απορριπτόμενα να είναι χρησιμώτερα εκείνων που κρατούνται και να καταγίνονται ως εκ τούτου οι κατόπιν, να ανεύρουν και να περισώσουν ό,τι διεσκορπίσθη».

Γιάννης Ψαραύτης


Angelus Novus, P. Klee 1910




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ημερολόγιον του 1889, Γυμνάσιον εν Σύρῳ, εκδ. Ρενιέρη Πρίντεζη, 1889, ψηφιακή βιβλιοθήκη ΑΝΕΜΗ.
Σειραί, Δημήτριος Καμπούρογλου, εκδότης: ΤΟ ΒΗΜΑ.




"Περί της νήσου Σίφνου", Μανουήλ Δεκαβάλες 1828




§ Α. Περίληψις
Η Νήσος αύτη έχει μίαν κωμόπολιν, το Κάστρον, και χωρία εξ, τον Αρτεμώνα, το Σταυρί, την Καταβατήν, τα Εξάμπελα, το επάνω Πετάλι, και το κάτω Πετάλι. Μοναστήρια εξ, από τα οποία τα τέσσερα είναι ανδρικά, και τα δύο είναι γυναικεία∙ μίαν Ελληνικήν Σχολήν ανήκουσαν εις την κοινότητα, πλήθος εκκλησιών και μίαν ερημόνησον ονομαζομένην Κυτριανήν, παρακειμένην εγγύς των ανατολικομεσημβρινών παραλίων της.*
Η κοινότης όλη της Σίφνου θεωρείται ως τέσσερα κοινά ως προς τα φορολογικά και κοινά χρέη των, διαιρεθείσα ούτως από το 1810 έτος∙ προς δε τα λοιπά ενωμένη.

§ Β.


§ Γ. Περὶ Κτηματιών
Οι τεταγμένοι εις την κλάσιν των κτηματιών δεν πρέπει μοι φαίνεται να ονομάζονται ούτως, διότι ο μεγαλύτερος τούτων μόλις έχει κατ' έτος χιλίων πεντακοσίων γροσίων εισόδημα, και ο ελάχιστος πεντακόσια, από το οποίον οι Γεωργοί (κολλήγοι) λαμβάνουσι σχεδόν το τριτημόριον δια την γεωπονίαν των και δια την διατήρησιν των αυτών κτημάτων, και συγκομιδήν των καρπών, καθώς και οι δημόσιοι φόροι αφαιρούσι το πεμπτημόριον, ώστε δεν απομένει εις τούτους ούτε το ήμισυ.

§ Δ. Περί Εμπόρων
Οι Έμποροι μ' όλον ότι αριθμούνται 72, κανείς όμως απ' αυτούς δεν κατατάσσεται προσηκόντως εις την εμπορικήν κλάσιν, διότι ο καλλίτερος τούτων εμπορεύεται με δύω χιλ. γρόσια, και ο μικρότερος ήτον των 100· ώστε τα εμπορευόμενα κεφάλαια όλων εν γένει των λεγομένων εμπόρων Σιφνίων δεν φθάνουσιν εις εκατόν χιλ. πραγματικὰ γρόσια απὸ όσα ο επισυναπτόμενος λογαριασμός των προσωρινών πόρων διαλαμβάνει.

§ Ε. Περί Ποιμένων
Οι Ποιμένες λέγονται καταχρηστικώς τοιούτοι, διότι δύο ή τρεις έχουσιν ίδιά των έως εξήκοντα αιγοπρόβατα· τόσον δε αυτοί, όσον και οι λοιποί βόσκουσι των άλλων κατοίκων, τα οποία είναι του μεν 2, του δε 3, 4, 5 και καθεξής.


§ Ι.
Οι Σίφνιοι επορίσθησαν όσα η επανάστασις από τους οποίους είχον πόρους § ΣΤον· τους εστέρησε από την πώλησιν των τιμιωτέρων κινητών πραγμάτων∙ ήτοι από μάλαγμα γυναικείων κόσμων, μαργαριτάρια, και άλλα τίμια είδη, ασημιά των, ασήμια από γαλώνια γυναικών των, χαλκόματα, Πρόντζους, και φορέματα.

§ ΙΑ.
Εκ των κατοίκων τούτων προ της Επαναστάσεως, άλλοι επερχόμενοι εις αλλοδαπείς τόπους, ενασχολούντο εις διαφόρους τέχνας και επαγγέλματα, άλλοι εμπορεύοντο επιτοπίως καθ' όλην την δυνατήν έκτασιν, και επορίζοντο τα προς το ζην αναγκαία έξοδα· τώρα δε εν τη Επαναστάσει περιορισθέντες εις μόνην την Νήσον των ένεκα των περιστατικών μας, εστερήθησαν των πόρων του § ΣΤου δια των οποίων έζων ως τότε, και πωλήσαντες όλα τα τιμιώτερα είδη της κινητής περιουσίας των, ως § Ιος εξοικονόμησαν τα αναγκαία των έξοδα μέχρι της σήμερον· απὸ του νυν όμως και εις το εξής μη έχοντες πλέον ουδένα πόρον μένουν εις αμηχανίαν και ένδειαν, ώστε εάν ἡ Σ. Κυβέρνησις δεν προνοήση τα προς θεραπείαν των, χάνονται.

§ ΙΒ.
Τα προ της Επαναστάσεως Κοινά χρέη, όσα είναι καταγεγραμμένα αριθμούνται υπέρ τας εκατόν πέντε χιλιάδας κεφάλαια∙ οι τόκοι τούτων χρεωστούνται όλοι από την εποχήν της Επαναστάσεως, και μέρος τι ακόμη προ αυτής. Όθεν όλον το της κοινότητος χρέος, πρέπει να είναι, ως έγγιστα, έως διακόσιαι χιλιάδες. Η παραμέλεια των Σιφνίων εις τούτο το χρέος θέλει τους βλάψει μόνον με την αναδιπλασίασιν των τόκων του, των δε δανειστών έφθειρε τας περιουσίας των σχεδόν, πωλήσαντες πολλοί εξ αυτών πολλά είδη των, ή και όλα, δια να εξοικονομήσουν τα απ' αρχής της Επαναστάσεως μέχρι της σήμερον αναγκαία προς το ζην έξοδα. Και οι οποίοι δια της τοιαύτης ελλείψεως του χρηματικού των, δεν εμπόρεσαν να δείξουν τον ένθερμον προς την ελευθερίαν του Έθνους ζήλον των, οσάκις αυτό επροκαλούσε τους ομογενείς όλους να το βοηθήσουν εις τας χρηματικάς ανάγκας του.

§ ΙΓ. Περὶ νέου χρέους
Tο εν τη Επαναστάσει χρέος της Κοινότητος Σίφνου συμποσούται και αυτό έως δέκα χιλιάδες γρόσια, εξοδευθέντα το παρελθόν έτος προς τροφήν της εκτελεστικής δυνάμεως· ήτις ήλθεν εις την νήσον ταύτην και απεδίωξε τους Σφακιανούς και άλλους κακοποιούς και οχληρωτάτους ανθρώπους, η ένδεια δε και αναρχία των εντοπίων δεν εσυγχώρησε μέχρι τούδε την σύναξίν των.

§ ΙΔ. Περὶ Σχολείου
Το Ελληνικόν Σχολείον εσυστάθη απὸ τον παρελθόντα αιώνα από τους τότε κατοίκους της Σίφνου, και διετήρησε το επάγγελμά του μέχρι της αρχής της Ελληνικής Επαναστάσεως, διδαχθέντες εις αυτό πολλοί των εντοπίων και ξένων την προπατορικήν γλώσσαν μας· ο πρώτος πόρος διά του οποίου οι Σίφνιοι επλήρωναν τους μισθούς των διδασκάλων μέχρι της αρχής του παρόντος αιώνος ήτον αι κοιναί κατ' έτος συνεισφοραί των· μετά τούτο δε, ολίγα δύο έτη προ της Επαναστάσεως, προικισθέν από τους σημαντικώτερους της νήσου ταύτης, καθώς και από τον αοίδιμον Βαρβάκην ικανά χρήματα, συνάξαντες δε και από τα κτηθέντα υποστατικά αυτής της Σχολής, ποσότητά τινα χρημάτων, και συμποσοθέντα όλα εις 18.000 γρόσια, και δανεισθέντα εις διάφορα μέρη, ελαμβάνοντο κατ' έτος οι τόκοι των και επληρώνετο ο των διδασκάλων μισθός. Η κακοήθεια όμως των χρεωστούντων ταύτα τα χρήματα, κατακρατήσασα τους από την αρχήν της Επαναστάσεως μέχρι τούδε γενομένους τόκους, εστέρησε τούτον τον σταθερόν πόρον, και έπαυσεν η ενέργεια της Σχολής. Οι Σίφνιοι μ' όλα ταύτα, ηδύναντο δια την εκπαίδευσιν των τέκνων των να εφεύρουν άλλον, μικρόν μεν, ανάλογον δε, με τον οποίον απήτουν τότε μισθόν οι διδάσκαλοι δια την περίστασιν· αλλ' η ιδιοτέλεια έκαμεν αυτούς να αδιαφορήσουν τόσον, ώστε ν' αμαυρωθή και η εύκλεια, την οποίαν έχαιρεν η πατρίς των δι' αυτήν την Σχολήν, να εξοδευθή εις μάτην και τόσος πολύτιμος καιρός των τέκνων των, και να κατεδαφισθή και αυτό το κοινοφελές κατάστημα. 
Σκέψις. Εάν η Σ. Κυβέρνησις δεν είναι προς το παρόν ες καιρόν δια να προικίση εις αυτήν την Σχολήν σταθερόν τινα πόρον διά την διόρθωσιν και ετησίους μισθούς των διδασκάλων της, προβάλλω εις αυτήν (αν εγκριθώσιν) τους εξής πόρους. Να διατάξει τους χρεώστας της να πληρώσουν τους χρεωστουμένους τόκους των δανείων της, ή τον Αρχιερέα και τα Μοναστήρια να συνεισφέρουν εν μέρος εκ των εισοδημάτων των, ή να γράψη εις την Σ. Κυβέρνησιν, να χορηγήση εις την σχολήν ταύτην μέρος του δασμού της νήσου ταύτης, όστις προσεχώς θέλει συνάζεται δια λογ. της Σ. Κ. και να μην αργή η σχολὴ, και ἐξοδεύη εις μάτην τον καιρόν της η εδώ νεολαία.

§ ΙΕ. Περὶ Ενοριακών Εκκλησιών
Αι Ενοριακαὶ Εκκλησίαι αριθμούνται περίπου 43, και εισίν ιδιοκτησίαι των κατοίκων των διαφόρων κλάσεων, εκτός της Μητροπόλεως∙ αι συνιστώσαι δε εκάστην ενορίαν οικογένειαι είναι 10, 20, 30, 40, και δύω μόναι εξ αυτών υπερβαίνουσι διπλασίως τον ύστερον αριθμόν· το κατ' έτος εισόδημα από κάθε ενορίτην διδόμενον εις διαφόρους προσφοράς, είναι πέντε έως έξι γρόσια το οποίον δεν εξαρκεί και να θρέψη τον εφημέριον δια τούτο και είναι ελλειπείς κατά την ανήκουσαν εις αυτάς ευπρέπειαν, και κατά τα απαιτούμενα μέσα προς εκτέλεσιν των ιερών τελετών.

§ ΙΣΤ. Περὶ Παροίκων
Οι περισσότεροι των εις την νήσον ταύτην Παροικούντων ξένων εισί κρήτες, οι λοιποί χίοι, και ολίγοι εκ διαφόρων άλλων μερών· το πλείστον μέρος αυτών είναι εργάται, και 3 ή 4 εμπορεύονται με σμικρότατα κεφάλαια.

§ ΙΖ. Περὶ Μοναστηρίων
Η Σίφνος ως είρηται έχει Μοναστήρια εξ, 4 ανδρικά, και 2 γυναικεία.

Ανδρικὰ
Το α'. το γεννέσιον της Θεοτόκου επονομαζόμενον η Βρύση έχει ιερείς 15, μοναχούς τρεις, προσόδους εκ των κτημάτων του με όσα οι καλόγηροι νέμονται γρόσια πέντε χιλιάδες πεντακόσια. Έχει και ολίγον δάνειον επάνω εις τα κοινά της ιδίας νήσου. Το β'. του Προφήτου Ηλιού έχει ιερείς επτά, ετησίας προσόδους γρ. 3,500 και ολίγον δάνειον επάνω εις τας κοινότητας της ιδίας Νήσου· τούτου του Μοναστηρίου οι πατέρες εκτός των όσα κτήματά του νέμονται δι' ενοίκιον προσέλαβον και όσα οι αποθανόντες συμμονασταί των είχον, και τα νέμονται αυτοί αμισθί, τα οποία εμπορούν, να εξοδεύωνται και αυτά εις το κοινοφελές έργον της Τοπικής Σχολής. Τοὸ γ'. του αγ. Αρτεμίου έχει ιερείς εξ, ετησίας προσόδους γροσ. 450 και δάνειον ολίγων γρ. επάνω εις του Σταυρίου την κοινότητα. Το δ'. τα Εισόδια της Θεοτόκου, επονομαζόμενον του Βουνού είναι νεόκτιστον ατελές εισέτι, και ενδεές απὸ όλα· προσόδους δεν έχει, ειμή μόλις 50 γροσ. και δάνειον επάνω εις την σχολήν γρ. διακόσια πεντήκοντα.

Γυναικεία
Το ε'. του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου επονομαζόμενον του Μουγγού είναι γυναικείον, έχει μοναχάς και δοκίμους· προσόδους ετησίους γρ. 2,500 εκ των οποίων νέμεται το κοινόβιον γρ. 650, τα δε λοιπά 1850 αι μοναχαί· αναπληρούσιν δε αύται το ελλείπον της ετησίας τροφής των από την εργασίαν του βαμβακίου, τεχνουργούσαι αυτό εις πανία, πετζέταις, και άλλα είδη. Το στ'. του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου επονομαζόμενον η Φυτεία, έχει μοναχάς και δοκίμους∙ προσόδους ετησίους γρ. 1000, εἐκ των οποίων το κοινόβιον νέμεται τα 550, και τα 450 αι μοναχαί∙ αναπληρούσι δε αύται τα προς το ζην αναγκαία των με την εργασίαν του βαμβακίου τεχνουργούσαι αυτό ως και αι του Μουγγού. Σημείωσε δε ότι εκ των άνωθεν προσόδων των Μοναστηρίων πρέπει να αφαιρεθώσιν, ως και επί των κτημάτων.


§ ΙΗ. Περ Εκκλησιαστικής Διοικήσεως
Η Νήσος αύτη έχει αρχιερέα με τίτλον «ο Μητροπολίτης Σίφνου» ως καθέδρα της Εκκλησιαστικής επαρχίας συγκειμένης από τας εφεξής ένδεκα Νήσους, την Σίφνον, Μήλον, Κείμηλον, Σέριφον, Μύκωνον, Πολύκανδρον, Σύκινον, Ίον, Ανάφην, Αμουργόν και Αστυπαλαίαν· το ετήσιον εισόδημά των ήτον γρόσ. έως 4,000. Κατά δε το 1824 έτος, η Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος διήρεσεν αυτήν εις δύω και έδωκεν εις τον πρώην Δημητριάδος την Μύκωνον, Ίον, Ανάφην, Αμουργόν και Αστυπαλαίαν· εις δε τον ήδη εις την Μητρόπολιν ταύτην αξιοπρεπώς Αρχιερατεύοντα Πρώην Μοσχονησίων Κύριον Βαρθολομαίον άφησε την καθεδρεύουσαν, την Σέριφον, Μήλον, Κείμηλον, Πολύκανδρον, και Σύκινον των οποίων το ετήσιον εισόδημα είναι σχεδόν δύω χιλιάδες γρόσια∙ και το κτηματικόν (επειδή έχει και τινά κτήματα εις την Νήσον ταύτην) γρ. 225 έχει δε και χρέος η Μητρόπολις αύτη εις τινάς των εδώ κατοίκων (εκτός των όσα αλλαχού χρεωστεί) γρόσ. 6,000, των οποίων και τούτων οι τόκοι απ την εποχήν της Επαναστάσεως ποτέ δεν επληρώθησαν από τινα των τοποτηρητών της Επαρχίας ταύτης, μ' όλον ότι νέμονται τας προσόδους με όλην την προ της Επαναστάσεως επικρατούσαν συνήθειαν.

§ ΙΘ. Παρατηρήσεις
Οι κάτοικοι της Σίφνου αριθμήσαντες  τας οικογενείας των εις το 1810 έτος, καθ' όν καιρόν δηλαδή διηρέθησαν εις 4 κοινότητας, ευρέθησαν 1,000 οικογένειαι, τώρα δε 902.

§ Κ.
Οι Σίφνιοι τελευταίον εσυνήθισαν προπολλών χρόνων της βαρβαρότητος να πανηγυρίζουν εις τινάς εορτάς με συμπόσια πολυέξοδα, ως προς την δύναμίν των, χάριν ως λέγουσιν ευλαβείας. Αι προσφοραί αύται, μ' όλον ότι ως μοι φαίνεται, είναι απρόσδεκτοι εις τον αγ. Θεόν κατά το πνεύμα της ουρανίου ημών Πίστεως, είναι και υπέρ την δύναμιν των Πανηγυριζόντων, τα οποία αυτοί εις αυτάς κάμνουσιν έξοδα, και διά τούτο εμπορούμεν να ονομάσωμεν την τοιαύτην πράξιν, κατάχρησιν. Δύνανται να ήναι και άλλα τινά αξιοσημείωτα ίσως, όχι αναγκαία όμως, κατ' εμήν κρίσιν, εις τους υπρ τού Κοινού συμφέροντος αγαθούς σκοπος της Σ. Κυβερνήσεως, δι' ήν αιτίαν και τα παρέδραμον. Είμαι δε εύελπις ομού με όλους τους αδελφούς συγκατοίκους της Νήσου ταύτης, ότι διά της Φιλογενεστάτης προστασίας και υπέρ των κοινών καλών ζήλου σας. Η Σ. Κυβέρνησις πληροφορηθείσα από την παρούσαν έκθεσιν τα περί της Σίφνου, και κατ' εξοχήν την αθλιοτάτην θέσιν εις την οποίαν οι κάτοικοί της ευρίσκονται, θέλει επιχορηγήσει εις αυτούς Πόρον και μέσα, διά των οποίων να δύνανται και την ηθικήν των διόρθωσιν να επιμελώνται και τας προς το ζην χρείας των να αναπληρώσι. Τα κυριώτερα δε μέσα, δι των οποίων οι Σίφνιοι δύνανται ταχύτερον να μεταβώσιν από ταύτην την δυστυχή των θέσιν, εις ευτυχή και να προοδεύσωσιν εις πάσαν επιστήμην και τέχνην, είναι το να ενασχοληθώσι κατά την φυσικήν των ροπήν, εις την παιδείαν, τέχνας τε και εμπόριον, το οποίον διά να κατορθωθή εν ευκολία, είναι της πρώτης ανάγκης, να διατάξη η Σ. Κυβέρνησις να τους αποδοθώσιν όσα αι Κοινότητες των διαφόρων νήσων τους χρεωστούν, να τους χαρισθή και μέρος εκ τού Τελωνίου και Δασμού, ει δυνατόν δε να τους αφαιρέση το δεύτερον, διά να τα μεταχειρισθώσιν όργανον της υπέρ εαυτών αναγεννήσεως∙ άλλως δέ μοι φαίνεται, χάνονται. Δεχθήτε, Κύριε! ευμενώς την παρούσαν μου ευτελή προσφοράν, ως τεκμήριον του εις το καλόν των συγκατοίκων ομογενών μου ενθέρμου ζήλου μου, και των προς την ευγενείαν σας ανηκόντων βαθέων σεβασμών μου.

Εν Σίφνω τη 15 Ιουνίου 1828


Ο υποκλινέστατος
και ελάχιστος των Πολιτών
ΜΑΝΟΥΗΛ ΔΕΚΑΒΑΛΕΣ




* Αύτη είναι και Εκκλησιαστική Μητρόπολις, και ως τοιαύτη καθεδρεύει εις αυτήν ο Αρχιερεύς φέρων τίτλον, "ο Μητροπολίτης Σίφνου" όστις έχει υπὸ την διεύθυνσίν του άλλας δέκα Νήσους εκ των του Αιγαίου Πελάγους.

Για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου του Δεκαβάλες, παραθέτουμε τις αντιστοιχίες των μονάδων μέτρησης που χρησιμοποιούνταν επί τουρκοκρατίας με αυτές που χρησιμοποιούμε στην εποχή μας.

1 κοίλο = 24 οκάδες = 30,7896 κιλά (παλαιά μονάδα για τη μέτρηση των δημητριακών. 1 οκά = 400 δράμια = 1,2829 κιλά).

1 καντάρι = 44 οκάδες = 56,408 κιλά (παλαιά μονάδα για τη μέτρηση του γενήματος).

Ο Τρύφων Ευαγγελίδης στο βιβλίο του για τον Καποδίστρια εκδ. 1894 σ. 160, αναφέρει ότι ο μισθός του Σπ. Τρικούπη, την περίοδο που διορίστηκε επικεφαλής της «Γενικής Γραμματείας» από τον Καποδίστρια το 1828, ανέρχονταν σε 500 γρόσια=200 δραχμές -αναγωγή προφανώς στη δραχμή που κυκλοφόρησε το 1832. Άρα το ετήσιο εισόδημά του ανέρχονταν σε 6.000 γρόσια. Ο μισθός του «Μητροπολίτη Σίφνου» (Κυκλάδων), σύμφωνα με την έκθεση του Δεκαβάλες ήταν 4.000 γρόσια ετησίως.

1 γρόσι ή κουρούς

1 τουρκική λίρα= 100 γρόσια = 600 φοίνικες (το νόμισμα κατά την περίοδο του Καποδίστρια) = 40 δραχμές (το νόμισμα που αντικατέστησε το φοίνικα το 1832).

1 Φοίνικας. Η αντιστοιχία του φοίνικα προς το γρόσι ήταν 6:1


1 Δραχμή. Αντικατέστησε το φοίνικα το 1832

Θαλασσοδάνειο: Η Ελληνική ναυτιλία επί τουρκοκρατίας γνώρισε τεράστια ανάπτυξη. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος έκανε αδύνατη τη χρήση των δρόμων του εμπορίου μέσω της Τουρκίας. Οι γεωγραφικές ανακαλύψεις δημιούργησαν νέους θαλάσσιους δρόμους και νέες αγορές. Οι εξελίξεις αυτές επιτάχυναν τη διαδικασία παρακμής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες ναυτικοί εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία. Για να συγκεντρωθούν τα τεράστια κεφάλαια που απαιτούσε ένα τέτοιο εγχείρημα, απαιτούνταν δανεισμός σε μεγάλη έκταση από ιδιώτες. Τα δάνεια αυτά είχαν καλή απόδοση για τους δανειστές αλλά ήταν υψηλού ρίσκου. Σε περίπτωση ναυαγίου ή άλλης καταστροφής (που μπορεί να έκρυβαν και κάποια απάτη), τα χρήματα δεν επιστρέφονταν ποτέ στον δανειολήπτη. Την περίοδο της Επανάστασης ένα μεγάλο μέρος του στόλου καταστράφηκε και πολλά δάνεια δεν αποπληρώθηκαν ποτέ.

Για τη Σχολή της Σίφνου. Στη σ. 172 του βιβλίου του Ματθαίου Κ. Παρανίκα, "Σχεδίασμα: Περί της εν τω Ελληνικώ έθνει καταστάσεως των ελληνικών γραμμάτων από της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι των αρχών της ενεστούσης εκατονταετηρίδος" έκδ. 1866, υπάρχει η παρακάτω σύντομη αναφορά στην ιστορία της Σχολής της Σίφνου:




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ημερολόγιον του 1889, Γυμνάσιον εν Συρω, εκδ. Ρενιέρη Πρίντεζη, 1889, ψηφιακή βιβλιοθήκη ΑΝΕΜΗ.