 |
Ι. Δελαβίνιας, αφιέρωμα στο περιοδικό "Γυναίκα", 3-8-1960 |
Τα συναντούσες κατά μήκος της "δημοσίας οδού" -αν
ακολουθούσες τις οδηγίες της κοσμοπολίτικης αρθρογραφίας την δεκαετία του 1950-
καθώς πλησίαζες το προάστιο, "από το ύψος του Παραδείσου Αμαρουσίου και πάνω". Δεξιά
και αριστερά της Λεωφόρου Κηφισίας σε περίμεναν τα εργαστήρια και τα εκθετήρια
κεραμικής, "διακεκοσμημένα με τα πολύχρωμα καλλιτεχνήματά των", "γραφικά", "γουστόζικα", "συμπαθητικά".
Ένα ποτάμι ιστορίας υπήρξε για το Μαρούσι η Λεωφόρος, που
στις όχθες του δεν είχες παρά να απλώσεις τα δίχτυα σου, να σαγηνεύσεις τα
βλέμματα των περαστικών, πίσω από τα τζάμια των λιμουζίνων, καθώς ανηφόριζαν
για τα αναψυκτήρια και τα κοσμικά κέντρα της Κηφισιάς και των γύρω περιοχών. Παραπλεύρως
της Λεωφόρου, με την πάροδο του χρόνου, αναπτύχθηκαν στη σειρά, από καθαρή τύχη
-που την φτιάχνουμε μόνοι μας-, και άνθισαν, μέσα σε πολύ δύσκολα χρόνια, τα
εργαστήρια και τα εκθετήρια κεραμικής και αγγειοπλαστικής. Θα γνωρίσουν καλές
και κακές μέρες, ενώ η φήμη κάποιων από αυτά θα κορυφωθεί, και θα απλωθεί στο
λεκανοπέδιο τη δεκαετία του 1950 και του 1960.
Όλα τα μεγάλα γεγονότα εμφανίζονταν στους κατοίκους του
αραιοκατοικημένου τότε προαστίου διασχίζοντας αυτή την κεντρική οδική αρτηρία.
Μια αίσθηση που είχε οξυνθεί τους βοηθούσε να αντιλαμβάνονται το εξαιρετικό
στην ιστορία, κάθε φορά που πλησίαζε ορμητικά να αναταράξει τις ήσυχες ζωές
τους. Ένιωθαν τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα να πλησιάζουν στο προάστιο -με μια
σχεδόν μεταφυσική αίσθηση- στην κυκλοφορία των οχημάτων αυτού του δρόμου. Δεν
ήταν παρά μια ανεπαίσθητη, αδιόρατη για τους άλλους αλλαγή στην οδηγητική
συμπεριφορά, στην πύκνωση ή στην αραίωση και σε κάποιες ιδιαίτερα τραγικές στιγμές στο
σταμάτημα της κυκλοφορίας. Έπιαναν τα γεγονότα στον σφυγμό της Λεωφόρου - στις
ανεπαίσθητες δονήσεις αυτής της ευαίσθητης χορδής.
Ο δρόμος χώριζε την πόλη στα δύο. Κατέληξε να είναι και
ένα σύνορο πλούτου. Αυθόρμητα έγινε, ή πιο σωστά κάποιοι έκαναν την αρχή και
γενικεύθηκε. Οι πιο εύποροι κάτοικοι έδειχναν μια προτίμηση εγκατάστασης στο
βορειοδυτικό τμήμα της πόλης με σύνορο τη λεωφόρο, και πάνω από τον παλαιό
σταθμό του "Θηρίου" (*).
“Ελπίζω να γνωρίζετε ότι το Μαρούσι έχει γίνει τελευταίως
το κέντρον μιας βιοτεχνίας καλλιτεχνικής και συμπαθούς από τις πιο
ενδιαφέρουσες της πρωτευούσης”, “εργαστήρια αγγειοπλαστικής υπήρχαν στο
προάστιο αυτό από χρόνια πολλά, αλλά τελευταίως επυκνώθησαν και εξελίχθησαν”.
Είναι τα λόγια του δημάρχου Αμαρουσίου (Ιωάννη Βορρέ), τη βραδιά των εγκαινίων της
έκθεσης κεραμικής που οργανώθηκε για πρώτη φορά το 1955. Είχε τη χαρά μικρού
παιδιού που δεν κρύβεται εκείνο το βράδυ ο Δήμαρχος, που αποτυπώθηκε στην
ομιλία του, και αποδόθηκε γλαφυρά μέσα από τις κοσμικές στήλες των εφημερίδων
της επόμενης ημέρας.
Ένα όμορφο βράδυ του καλοκαιριού του 1955 έγιναν τα
εγκαίνια. “Ανάμεσα σε λουλούδια και παρτέρια”, ανάμεσα σε ”ντάλιες,
τριανταφυλλιές και πρασινάδες”, μέσα στο "δροσερό παρκάκι", το μικρό πάρκο της
πλατείας Πίνδου, δίπλα από τον εγκαταλειμμένο σταθμό του Θηρίου είχε στηθεί το
“κομψότατο” περίπτερο της έκθεσης. Το Θηρίο είχε σταματήσει να λειτουργεί από
το 1938, αλλά όπως επίσης προαναγγέλθηκε εκείνο το βράδυ, σύντομα θα έδινε τη
θέση του σε “έναν ολοκαίνουριο σταθμό του ηλεκτρικού τραίνου”. Αυτός ο σταθμός
θα εγκαινιαστεί το 1957. Χάρη στη διορατικότητα του Βορρέ, και την επιρροή που
μπορούσε να ασκεί, προτάθηκε και υιοθετήθηκε η λύση της υπέργειας γέφυρας για
το σταθμό του ηλεκτρικού τραίνου, και αποφεύχθηκε έτσι ένας ακόμη κίνδυνος διάσπασης του ενιαίου πολεοδομικού ιστού του Μαρουσιού και μάλιστα στην καρδιά του ιστορικού του κέντρου αυτή τη φορά.
 |
Ι. Δελαβίνιας, αφιέρωμα στο περιοδικό Γυναίκα, 3-8-1960 |
"Με την έκθεσιν εκδηλούται η πρέπουσα φροντίς δια τους
τόπους που καλλιεργείται η λαϊκή τέχνη", τόνισε ο Δήμαρχος που δεν άφησε την
ευκαιρία να πάει χαμένη για να ξεδιπλώσει τις οραματικές του ιδέες "για μια γωνίτσα
Ευρώπης". Η βιοτεχνική αγγειοπλαστική, που "η τύχη το έφερε να αναπτυχθεί εις
το δικό μας προάστιον", θα είναι "ουσιώδης παράγων τουριστικής αναπτύξεως".
"Σειρές από λιμουζίνες με πράσινες πινακίδες", έγραφε η Αθηναϊκή της επομένης, με
αφορμή την έκθεση, "αράζουν κάθε μέρα μπροστά στου Καρδιακού, στη γέφυρα του
Μαρουσιού. Και μελίσσι από υπερατλαντικές πελάτισσες διαλέγει βάζα, γλάστρες,
κας-πο, φλυτζάνια, καφετιέρες, καντηλέρια".
Οι παραπάνω πληροφορίες βοηθούν, οπωσδήποτε, να σχηματίσουμε
μια εικόνα για εκείνη την εποχή. Όμως αν συνεχίσουμε την ανάγνωση στο ίδιο
άρθρο της Αθηναϊκής, οι επόμενες φράσεις επιτρέπουν να εισχωρήσουμε λίγο πιο
κάτω από το λούστρο της επιφάνειας: "Τα προϊόντα της μαρουσιώτικης
αγγειοπλαστικής έχουν σημειώσει ραγδαία εξέλιξι σε ποιότητα και γούστο. Πελάται
και κατασκευασταί συνεργάζονται για να τα βελτιώνουν από μέρα σε μέρα. Υπάρχουν
στο Μαρούσι αγγειοπλάσται φιλοπρόοδοι και καλαίσθητοι. Αλλά υπάρχουν και
πελάται με γούστο και ωραίες ιδέες, που δίνουν ειδικές παραγγελίες και προάγουν
έτσι την μαρουσιώτικη τέχνη".
Η αναφορά αυτή αφορούσε αποκλειστικά τα εργαστήρια
παραπλεύρως της Κηφισίας, που τη δεκαετία του 1950 είχαν στραφεί, για να
επιβιώσουν, σε μία διακοσμητική και σε κάποιες περιπτώσεις με καλλιτεχνικές
αξιώσεις, κεραμική. Το παραπάνω σχόλιο μπορεί να έχει γραφτεί στο πλαίσιο ενός
κοσμικογραφήματος, αποδεικνύεται όμως για τον σύγχρονο αναγνώστη, και παρά τις
προθέσεις του αρθρογράφου, ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό. Ρίχνει φως στους λόγους μιας
αρνητικής κριτικής που περιστρέφεται γύρω από την Πανελλήνια Έκθεση Κεραμικής, που οργανώνονταν από το 1959 σε ετήσια βάση στο Μαρούσι. Οι αντιπαραθέσεις με πρωταγωνιστές πάντοτε δημοσιογράφους-τεχνοκριτικούς θα κρατήσουν ολόκληρη
τη δεκαετία του 1960.
Το 1968, όταν όλα
είχαν δραματικά αλλάξει, ο Μίλτης Παρασκευαΐδης, αρθρογράφος στον Ελεύθερο Κόσμο, εντοπίζει τον κίνδυνο για την
εξέλιξη της κεραμικής του Μαρουσιού στην αρνητική επίδραση του γούστου του
μικροαστικού αγοραστικού κοινού αλλά και του τουρισμού. Η εξυπηρέτηση αυτών των αναγκών προωθήθηκε με τη μορφή "υπεύθυνων κρατικών κατευθύνσεων". "Με την ανάπτυξη του τουρισμού
άρχισε να επιδεικνύεται από τους ξένους τουρίστες εμπορικόν ενδιαφέρον…
Ασκήθηκαν καθοδηγητικές επιδράσεις και εδόθηκαν από το 1958 υπεύθυνες
κατευθύνσεις, των οποίων τα επιζήμια αποτελέσματα βλέπουμε σήμερα στην
πλειονότητα των έργων που εκτίθενται στην έκθεσι...".
Σιγά - σιγά η στάση μερίδας των κριτικών πήρε τις
διαστάσεις μιας ελιτίστικης, υπεροπτικής, απαξιωτικής αρνητικής κριτικής απέναντι
σε μια τέχνη που προσπαθούσε εμπειρικά και στα τυφλά να βρει τον βηματισμό της,
σε ένα κόσμο που άλλαζε τόσο πολύ και τόσο γρήγορα. Η κριτική στάση αυτή συντηρούνταν από
προχειρολόγους τεχνοκριτικούς αστικών εφημερίδων, που υπήρξαν αρκετά αμήχανοι
απέναντι σε μια δραστηριότητα που δυσκολεύονταν να κατατάξουν - αλλά που δεν
μπορούσαν και να αγνοήσουν. Ασκούσαν κριτική χωρίς γνώση και κατανόηση των
ιδιαιτεροτήτων του αντικειμένου, εμφορούμενοι από ξεπερασμένες και
αναχρονιστικές αντιλήψεις περί τέχνης. Επί της ουσίας, μετέφεραν μηχανιστικά
και στο πεδίο της κεραμικής τις χεγκελιανές περί αισθητικής αφαιρέσεις και
γενικεύσεις, που ήταν κατάλληλες για ένα χρηματιστήριο τέχνης, που αποδίδει ή
απονέμει αισθητική αξία στα έργα, και κύρος στους καλλιτέχνες. Για “αισθητική που
είχε αρχίσει να ζέχνει με ορολογία παρωχημένη”, έκανε λόγο η Ελένη Βακαλό το 1951, μία από τις λίγες φωνές, εκείνη την
εποχή, που ξεχωρίζουν για την ευθυκρισία και την ποιότητα του λόγου τους.
 |
1963. Ε' Πανελλήνια Έκθεση Κεραμικής (αρχείο ΕΡΤ)
|
Σε μια σύντομη συνολική αποτίμηση αυτής της
δημοσιογραφίας, έχουμε να κάνουμε με βιοποριζόμενους κριτικούς της τέχνης, που είχαν
τη δύναμη να ελέγχουν και να καθορίζουν την εξέλιξη του γούστου, τη δύναμη να
ανεβάζουν και να κατεβάζουν από το βάθρο τους καλλιτέχνες (σε μια εποχή που τα
συγκροτήματα τύπου είχαν τη δύναμη να κάνουν το ίδιο σε κυβερνήσεις).
Λειτουργούσαν περισσότερο σαν μια αστυνομία του γούστου, παρά με την αγωνία να
συμβάλλουν στην προσπάθεια μιας δραστηριότητας, βιοτεχνική κατά βάση, να βρει το βηματισμό της στις νέες συνθήκες. Έδιναν την εντύπωση ότι
ενδιαφέρονταν περισσότερο να κρατήσουν καθαρή την αυλή τους, από εκείνους που
θεωρούσαν παρείσακτους, νεόκοπους εισβολείς και παρίες της τέχνης. Υπήρξαν όμως
και αντικειμενικές, εποικοδομητικές, γόνιμες παρεμβάσεις στη συζήτηση (όπως της
Ελένης Βακαλό, αλλά και του Πάνου Βαλσαμάκη, κ.α.).
Το 1967, η κριτική δεν έβλεπε στην Πανελλήνια Έκθεση
Κεραμικής τίποτε άλλο εκτός από “ωραιοπαθή αριβισμό” (Κώστας Δαρρίγος), και τον
εκφυλισμό της σε μια “οικογενειακή υπόθεση” (Π. Βαλσαμάκης), κριτική που
εξηγεί, ίσως, την απουσία του εκείνη τη χρονιά από τα περίπτερα της Έκθεσης.
Έβλεπε, πλέον, ένα θεσμό που "έχει ξεφύγει από τον προορισμό του - και έπρεπε να σωθεί". Διέβλεψε τον κίνδυνο από την "προσπάθεια
των λεγόμενων "αρτιζάν" να φτάσουν εκεί που δεν τους επιτρέπει ακόμα η
καλλιτεχνική τους κατάρτισις". Ο Γιώργος Φωκάς έβλεπε "ρηχότητα της δουλειάς τους",
"χαμηλή αισθητική ποιότητα", "εξεζητημένο πριμιτιβισμό" και "αλληλοαντιγραφή
ξένων έργων". Στον οικονομικό ταχυδρόμο, το 1967, ο/η Σ.Φ,
εστιάζει τόσο σε μια σειρά τεχνικών προβλημάτων, όσο και στην ποιότητα των
εκθεμάτων. Τα χρεώνει κυρίως στην "έλλειψιν επαρκούς συμπαραστάσεως κατά το
παρελθόν. Μόνοι τους μοχθούν". Αμφισβητήθηκε, επίσης, αρκετά η καταλληλότητα της
επιτροπής που αναλάμβανε την οργάνωση και το στήσιμο της Έκθεσης. Τονίστηκε η
ανάγκη σύστασης “ελλανόδικης επιτροπής” από προσωπικότητες εγνωσμένου κύρους,
που με αξιοπιστία θα αναλάμβανε τόσο την επιλογή των εκθεμάτων όσο και την
αξιολόγησή τους.
 |
1963. Ε' Πανελλήνια Έκθεση Κεραμικής (αρχείο ΕΡΤ)
|
Αυτή η “κριτική” θα επανέρχεται σταθερά μαζί με το
φθινόπωρο, με την ευκαιρία του απολογισμού της καθιερωμένης πια ετήσιας Πανελλήνιας Έκθεσης
Κεραμικής. Η αντιπαράθεση, αφού γνωρίσει ένα κρεσέντο έντασης, θα συνεχίσει να
υποβόσκει, να κυλάει υποδόρια το διαβρωτικό της υγρό, την βρίσκουμε διαρκώς
μπροστά μας όλα τα επόμενα χρόνια. Αν θα θέλαμε να συνοψίσουμε κάτω από ένα
γενναίο τίτλο: την αντιπαράθεση ενεργοποιούσε μια διαφορά αντιλήψεων, στον απόηχο πάντοτε του προβληματισμού της γενιάς του '30 πάνω στο ευρύτερο ζήτημα αναζήτησης
της "ελληνικότητας" μέσω των εικαστικών και πλαστικών τεχνών. Ήταν η εξειδίκευση του ζητήματος στην αναζήτηση ταυτότητας της νεοελληνικής κεραμικής τέχνης. Αλλά ήταν σίγουρα ένα ζήτημα από εκείνα που δεν εγείρονται για να επιλυθούν – που
επιλύει τελικά η ίδια η ζωή. Η συζήτηση θα τερματιστεί όταν πια δεν θα έχει
κανένα απολύτως νόημα και σημασία η συνέχισή της.
Αλλά το 1955 χάραζε μια αισιόδοξη εποχή ανοικοδόμησης με
τους καλύτερους οιωνούς, όπου όλοι άρχισαν να βλέπουν “με συμπάθειαν τας
προσπαθείας των προαστίων”. Η αστική τάξη είχε αρχίσει να αισθάνεται την Αθήνα
σαν στενό ρούχο. Το Μαρούσι είχε αρχίσει να προβάλλεται προς τα έξω
-“κληρονομικώ δικαιώματι” όπως έλεγε ο Δήμαρχος- ως το “κέντρον μιας βιοτεχνίας
καλλιτεχνικής από τις πιο συμπαθείς και ενδιαφέρουσες της πρωτευούσης”, που
παρά τον “μεγάλον συναγωνισμόν των πλαστικών υλών ευρίσκεται εις άνθισιν”. “Μια
πηγή εθνικού εισοδήματος και μια ασφαλής αντλία εισροής ξένου συναλλάγματος. Το
αγγείο θα το πάρει ο ξένος, αρχίσαμε και εμείς οι ντόπιοι να προσέχουμε το
σπίτι μας. Ένα τασάκι ένα κασπώ δεν θεωρείται πλέον περιττή πολυτέλεια”.
 |
1963. Ε' Πανελλήνια Έκθεση Κεραμικής (αρχείο ΕΡΤ)
|
Ο τουρισμός και η αγγειοπλαστική "πηγαίνουν μπράτσο",
σημείωνε ο κοσμικογράφος της δεκαετίας του 1950. "Το αγγείο είναι το πρώτο που
μπορεί να πάρει ο ξένος ως ανάμνηση από τον τόπο μας λόγω της φθήνειας του".
"Μέλλον λαμπρό ανοίγεται για την βιοτεχνία αγγειοπλαστικής και το Μαρούσι που
θέλει να την πατρονάρει". Ο τουρισμός αναζητά και ανακαλύπτει σιγά - σιγά την
ελληνικότητα και μέσα από τον πριμιτιβισμό της εγχώριας κεραμικής. "Να
αναζητήσουν και να βρουν στην τέχνη τους τις γνήσιες πηγές της ελληνικής
παραδόσεως. Να φτιάσουν κάτι που οι ξένοι δεν θα το βρουν αλλού". "Να βρουν
σχήματα, διακοσμήσεις όχι μόνο καλαίσθητες και πρωτότυπες αλλά και ιδιότυπες
ελληνικές". "Πηγή εθνικού εισοδήματος και μια ασφαλής αντλία εισροής ξένου
συναλλάγματος" (Αθηναϊκή, 1955).
Με τέτοιες στερεότυπες και απλοϊκές απόψεις σχολίαζαν και
κανοναρχούσαν το γούστο οι κοσμικές στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών
"ποικίλης ύλης" της εποχής. Το 1961, το 67% των επισκεπτών της Πανελλήνιας
έκθεσης κεραμικής στο Μαρούσι ήταν "ξένων εθνών", γράφει ο Σπύρος Μελάς στην
Εστία. Στον ελληνικό τύπο του 1960 αναπαράγεται το σχόλιο της Philaderhia Inquarer: "Έχουν αρχίσει εξαγωγές σε Αμερική, Κύπρο και Μέση
Ανατολή". Ο σχολιασμός αναφερόταν σε μια εξαγωγική προσπάθεια του Κεραμεικού
που βρισκόταν εκείνη την εποχή σε εξέλιξη. “Μανία κατέλαβε τις αμερικανίδες δια
τα ελληνικά κεραμικά έργα”. “Κεραμικά που πωλούνται αθρόως εις τα μεγάλα "Στορ
Ντηπάρτμεντ" . "Οι μικροί αμφορείς με τας αρχαϊκάς παραστάσεις, τα διακοσμητικά
πιάτα τοίχου με τα ζωηρά εντυπωσιακά χρώματά των έγιναν αιφνιδίως οι
διαφημισταί της Ελλάδος", και ακολουθεί ο προβλέψιμος λιβανωτός από τον
ελληνικό τύπο της εποχής.
 |
1965. Η' Πανελλήνια Έκθεση Κεραμικής (αρχείο ΕΡΤ)
|
“Η Παραγωγή περιορίσθη τα τελευταία χρόνια στα
διακοσμητικά αποκλειστικά, αφού τα οικιακής χρήσεως κεραμικά εξετοπίσθησαν
ολοσχερώς πλέον από τα προϊόντα της βιομηχανίας πλαστικού, αλουμινίου κι
νάιλον”. “Υποχρεώθηκαν να καλλιεργήσουν του λοιπού τις διακοσμητικές των
ικανότητας και να επιτύχουν την επιβίωσιν ορισμένων κεραμικών ειδών που θα
εξακολουθήσουν να πλασσάρονται απρόσβλητα από τον βιομηχανικόν συναγωνισμόν και
την τεχνικήν πρόοδον”. Όταν ο Παύλος Κριναίος, το 1955, έγραφε τα παραπάνω
σχόλια στη Βραδυνή, δεν περίσσευε κάτι να πει -και αυτό προκαλεί εντύπωση
σήμερα- για τα είδη λαϊκής αγγειοπλαστικής που δεκάδες εργαστήρια εξακολουθούσαν
να παράγουν στο προάστιο. Θεώρησε ότι κι αυτά ανήκουν στα προς εξαφάνιση είδη; Τα θεωρούσε
ανάξια λόγου και αναφοράς; Έγραψε αποκλειστικά για τα είδη που θα ενδιέφεραν το
μικροαστικό κοινό της στήλης του, που ο πριμιτιβισμός του δεν έφτανε μέχρι του σημείου
να τα συμπεριλάβει; Εξυπηρετούσε την ανάγκη ενός κοινού που προσπαθούσε να
ξεχάσει την καταγωγή του; Ενδιαφερόταν μόνο για εκείνες τις παραγωγές που θα μπορούσαν να έχουν ένα μέλλον σε εκείνο το βιομηχανικό και τεχνολογικό περιβάλλον;
Ο Κριναίος μνημονεύει ξεχωριστά την τύχη που
είχαν οι πήλινοι κεσέδες του γιαουρτιού. Είναι το παράδειγμα που αναζητούσε η επιχειρηματολογία του. "Τα μικρά κύπελλα γιαούρτης που
παρήγαγαν κατά χιλιάδας μέχρι προ διετίας, ανήκουν στο παρελθόν, δεδομένου ότι
η βιομηχανία του νάιλον κατασκευάζει τα είδη αυτά σε ευτελή σχεδόν τιμήν και με
ανωτέραν αισθητική εμφάνισιν". "Τα παλαιά κεραμικά κύπελλα επεστρέφοντο ως
γνωστόν εις τον γαλακτοπώλην, ενώ από πλαστικήν ύλην, νάιλον καταστρέφονται
(ένα ακόμη πλεονέκτημα υγειινής) μετά την κατανάλωσιν του περιεχομένου των".
Κάθε εποχή έχει και μια τυφλή περιοχή στην όρασή της, που βρίσκεται πέρα από
εκείνο που μπορεί ή είναι διατεθειμένη να δει – ήταν η εποχή του Κριναίου που
μόλις ανακάλυπτε τα προϊόντα μιας χρήσης.

 |
1967. Η χούντα είχε τους μηχανισμούς της, τα πλοκάμια της. Ο
πολιτισμός είχε φορέσει κι αυτός στολή, είχε περάσει σε άλλα χέρια. Είναι σαν σκηνή ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Πίσω και
πέρα από το όλο συγκατάβαση αλλά και επισημότητα, προσηλωμένο βλέμμα με το οποίο παρακολουθούν τον
νεαρό τεχνίτη του τροχού της επόμενης φωτογραφίας οι φορείς της εξουσίας, καραδοκεί αθέατη, και δρα εκτός
κάδρου η ιστορία: Ο κόσμος των εργολάβων, σε επιτομή, απεικονίζεται εδώ - σε μια φωτογραφία: Έχει επινοήσει το κράτος
του, έχει επιβάλλει την αισθητική του και κινεί με νήματα ανθρώπινες μηχανές - μαριονέτες.
|
 |
1967. Θ' Πανελλήνια Έκθεση Κεραμικής (αρχείο ΕΡΤ) |
Σαν τα μανιτάρια όταν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος
και συνθήκες, ξεφύτρωναν εδώ και εκεί στο προάστιο, εκείνη την ευνοϊκή εποχή, και εργαστήρια
που ασκούσαν την τέχνη του πηλού με τον παραδοσιακό τρόπο, παράγοντας λαϊκές
και λαϊκότροπες φόρμες. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, σαν αποτέλεσμα ενός ιδιότυπου νομαδισμού, νησιώτες
αγγειοπλάστες, κυρίως Σιφνιοί, παρακινώντας και ενθαρρύνοντας ο ένας τον άλλο, αποίκησαν με την
τέχνη τους και τον κυκλαδίτικο πολιτισμό που έφερναν μαζί τους το "δροσερό
προάστιο". Τα εργαστήρια αυτά θα ξεχαστούν από τη βιομηχανική επανάσταση, θα καταφέρουν
να της ξεφύγουν σχεδόν για τρία τέταρτα του αιώνα, του 20ου. Σε
πείσμα των καιρών θα παραμείνουν στο προάστιο, μέχρι να τα εκτοπίσουν η έντονη
αστικοποίηση και τα σχέδια ανοικοδόμησης της περιοχής.
Αυτή η ομάδα εργαστηρίων, αντίθετα από την άλλη, αποζητούσε
την απομόνωση, μέσα στη βλάστηση, στις ρεματιές, πέρα από τα σπίτια, πέρα από
τα όρια του κεντρικού δρόμου, πέρα από εκεί που έφταναν τα βλέμματα των αστών
και τα λίγα βήματα που τους επέτρεπε το πολύ κοντό σκοινί που τους έδενε με την
Λεωφόρο. Η φρενίτιδα αναζήτησης άγνωστων εκφράσεων πριμιτιβισμού (κυρίαρχος
αστικός συρμός για ολόκληρη τη δεκαετία του 1950), δεν περιελάμβανε ακόμη την
παραδοσιακή λαϊκή αγγειοπλαστική.
Αποτελούσαν ένα αθέατο κόσμο. Περίπου 800 αγγειοπλάστες
υπολογίζεται ότι εργάζονταν σε παραδοσιακά αγγειοπλαστεία τη δεκαετία του ‘50,
διασκορπισμένοι σε Αθήνα, Πειραιά και προάστια, με τα περισσότερα εργαστήρια -γύρω στα 150-, να συγκεντρώνονται στο Μαρούσι. Το 1952 ένας αρθρογράφος
στην Ελληνική Ημέρα ανακάλυπτε στο Μαρούσι αυτόν τον αθέατο κόσμο που μοχθούσε
κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, με “πρωτόγονα εργαλεία” και παντελώς ξεχασμένος
από το επίσημο κράτος. Για τον έκπληκτο δημοσιογράφο ήταν σαν να είχε ανακαλύψει μια άγνωστη φυλή στα βάθη του Αμαζονίου. Τους βρήκε
“σκυμμένους πάνω στον αναχρονιστικό τροχό τους”, που είναι ίδιος -σχολιάζει- με
εκείνο από όπου βγήκαν “τα αριστουργήματα της αρχαιοελληνικής κεραμικής”.
“Μεγάλη η συγκίνηση του επισκέπτη μπροστά στο θέαμα του αρχέγονου αυτού τρόπου
εργασίας”. “Εργαστήρια όχι βέβαια τύπου Κεραμεικός που δουλεύουν τα φαγεντιανά,
με πιο συγχρονισμένες μεθόδους”. Και ξεχειλίζει από μέσα του χειμαρρώδης ο
πριμιτιβισμός -κυρίαρχη τάση τότε-, έχοντας ανακαλύψει τη λαϊκότητα μιας τέχνης αμόλυντης,
στην αρχέγονη πηγή της: "Μα τι τέχνη χρειάζεται και για τα απλά αυτά
αντικείμενα καθημερινής χρήσης, τι μαεστρία, και τόση δροσιά και χάρις μετά την
έψησι της στάμνας" σημειώνει.
Το 1966, ο ζωγράφος Γιώργος Ιωάννου, σε δημοσιογραφική
αποστολή, έκανε και αυτός με τη σειρά του το καθιερωμένο οδοιπορικό στην
"κεραμούπολι". Δεν σταμάτησε στις προσόψεις της Κηφισίας. Προχώρησε
αρκετά πιο μέσα, στα ενδότερα του προαστίου, "εκεί που πληθαίνουν οι ελιές και
αραιώνουν τα σπίτια", όπως γράφει χαρακτηριστικά. Κρυμμένα από τα ανυποψίαστα
βλέμματα, ανακάλυψε ένα πλήθος εργαστηρίων, που οι Αθηναίοι αστοί και οι
αλλοδαποί τουρίστες δεν έφταναν ποτέ μέχρι την πόρτα τους. Σ’ αυτά τα
εργαστήρια δούλευαν αποκλειστικά τις χρηστικές λαϊκές φόρμες, ανεπηρέαστοι από
μορφικούς και άλλους νεωτερισμούς. Τα είδη που παρήγαγαν ήταν κιούπια, πιθάρια,
λεκάνες ζυμώματος, μπακαλόβαζα, στάμνες, κανάτες, κουμπαράδες, θυμιατά,
γλάστρες, κ.α. Οι παραγωγές αυτών των εργαστηρίων απευθύνονταν σε ένα λαϊκό
αγοραστικό κοινό. Η δημοσιογραφική έρευνα μεταφέρει τις απόψεις τους: “Εμείς
δεν μάθαμε γράμματα, αυτό μάθαμε από τους πατεράδες μας, και αυτό συνεχίζουμε”,
οι “άλλοι στη λεωφόρο είναι μορφωμένοι”, μπορούσαν να δοκιμάσουν να κάνουν και
άλλα πράγματα.
Οι περισσότεροι αγγειοπλάστες του Μαρουσιού είχαν
καταγωγή από την Σίφνο. Τσικαλάδες και σταμνάδες που είχαν αναγκαστεί για λόγους
βιοπορισμού να εγκαταλείψουν το νησί τους. Όταν έκλεισαν τα τσικαλαριά της
Σίφνου, και "το μέταλλο είχε νικήσει τον πηλό" (όπως χαρακτηριστικά έλεγαν),
βρήκαν στο Μαρούσι συνθήκες κατάλληλες για να συνεχίσουν την τέχνη τους. Ανακατεύτηκαν με αγγειοπλάστες που προέρχονταν από άλλα νησιά, καθώς και με μικρασιάτες που ήρθαν μετά την καταστροφή. Ο Αλέκος Καρδιακός καταγόταν από την Αμοργό, ο
Ιωάννης Δελαβίνιας από την Κύθνο, τα αδέρφια Πήλικα από την Εύβοια, ο Ι. Ζήκος και ο Ε. Παντολιός ήταν ντόπιοι απ' το Μαρούσι.
Στο Μαρούσι οι αγγειοπλάστες βρήκαν σκληρές συνθήκες
δουλειάς, δυσκολίες επιβίωσης και προσαρμογής. Οι Σιφνιοί μοχθούσαν και το καμίνι της
νοσταλγίας για τον τόπο τους έκαιγε μέσα τους. Ο ισχυρός δεσμός της καταγωγής
που διατηρήθηκε μεταξύ τους, τους βοήθησε να αντέξουν και να προσαρμοστούν στο
νέο αστικό περιβάλλον. Έλαμπε το πρόσωπό τους κάθε φορά που συναντούσαν, ένα
συμπατριώτη τους στο δρόμο ή στο καφενείο. Στα καφενεία που σύχναζαν τα
σαββατόβραδα, οι εμπειρίες και οι ιστορίες από το νησί μονοπωλούσαν τις
συζητήσεις. Αυτές οι ιστορίες που δεν κουράζονταν να επαναλαμβάνουν, και να
χρωματίζουν με την μουσικότητα του σιφνέικου ιδιώματος, λειτουργούσαν σαν
δείκτες πορείας και προσανατολισμού στο νέο περιβάλλον.
Όλα όσα χρειάζεται ο λαϊκός τεχνίτης, τα αντλεί μέσα από
την παράδοση, μέσα από αυτήν αντλεί τους κανόνες του για την τέχνη και τη ζωή
του – που δεν διαχωρίζονται. Αυτή είναι η δύναμη του λαϊκού τεχνίτη, να μην
έρχεται ποτέ σε ρήξη με παραδομένους κανόνες. Αν δεν λειτουργήσει έτσι χάνει
την ψυχή του, χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Μια καινοτομία μορφολογική
ή τεχνική (και υπήρξαν αρκετές), ενδεχομένως, εμπλουτίζει την παράδοση, αθροίζεται,
χωρίς ποτέ να αναιρεί, να αφαιρεί τίποτα - γίνεται μέρος της παράδοσης.
Το χώμα τους τράβηξε εδώ έλεγαν. "Μυρίσανε το χώμα" στην
περιοχή "και έστησαν τους τροχούς τους και τα καμίνια". "Χώμα δυνατό κόκκινο
από την Καλογρέζα, κόκκινο αμμουδερό από το Μπογιάτι, και ασπρόχωμα από το Νέο
Ηράκλειο". Στην παραδοσιακή μέθοδο του σουρωτού πηλού γινόταν ανάμιξη σε
κατάλληλη αναλογία αυτών των δύο ειδών χώματος, ώστε ο παραγόμενος πηλός να
αποκτά την βέλτιστη πλαστικότητα. Αλλά η μέθοδος της αντιπαροχής στην οικοδομική αποκτούσε μια
πρωτοφανή επέκταση, και σιγά-σιγά ολοκλήρωνε το σκοπό της. Μια φρενίτιδα
ανεξέλεγκτης ανοικοδόμησης θα κυριεύσει τα πάντα - στερώντας την αγγειοπλαστική
του Μαρουσιού από τις καλύτερες χωματερές της. Οι αυτοκινητιστές βέβαια που
συνεργάζονταν με τα εργαστήρια, έμαθαν να ξεχωρίζουν το καλό χώμα για την
αγγειοπλαστική, έμαθαν κι αυτοί “να το μυρίζουν” καθώς έβγαινε από τις εκσκαφές
των νεόδμητων πολυκατοικιών, και ήξεραν που να το πουλήσουν. Όταν τα πάντα στις
γύρω περιοχές είχαν κτισθεί και το ασπρόχωμα έγινε δυσεύρετο, έψαξαν και το
βρήκαν σε περιοχές κοντά στη Χαλκίδα.
Εκτός από το χώμα, σημαντικό ρόλο για την πρώτη
εγκατάσταση έπαιξε και η μεγάλη ζήτηση για στάμνες και κανάτια τα πρώτα χρόνια,
που ήξεραν να τα φτιάχνουν από το νησί τους. "Μην ξεχνάτε ότι όλη η καλή Αθήνα”
έπινε ύδωρ Αμαρουσίου", "Είχαμε το καλύτερο νερό", έλεγε με καμάρι ο δήμαρχος
Ι. Βορρές. Αυτό κράτησε μέχρις ότου "οι στάμνες να εκτοπιστούν από την εποχή
των ψυγείων με δόσεις". Οι παραδοσιακοί αγγειοπλάστες συνέχισαν τότε με τα άλλα
είδη που είχαν ακόμη ζήτηση από τα λαϊκά στρώματα που ωθούσε μαζικά η εσωτερική
μετανάστευση στην πρωτεύουσα: κιούπια για λάδι, λεκάνες ζυμώματος, μπακαλόβαζα,
κουμπαράδες, θυμιατά, καντήλια, κεσέδες του γιαουρτιού, γλάστρες.
Η εκβιομηχάνιση -για κάποιους λόγους βέβαια- δεν έπληξε
κατευθείαν τον κλάδο της εγχώριας βιοτεχνικής αγγειοπλαστικής, όπως συνέβη
-κατά κανόνα- σε άλλους κλάδους. Το έκανε όμως έμμεσα, μέσω της βιομηχανικής
ανάπτυξης σε άλλους τομείς, της ανάπτυξης της μεταλλουργίας, και των νέων πεδίων εφαρμογής της χημείας του
πλαστικού. Αν η ματαιοδοξία της μεγαλοαστικής τάξης ήθελε να περιστοιχίζεται
από έργα τέχνης που αντανακλούσαν τον πλούτο και την ισχύ, η μικροαστική τάξη
επινόησε το κιτς για να βάλει στη θέση τους. Ο μικροαστός, ό,τι άγγιζε με τα
χέρια του και το βλέμμα του το μετέτρεπε σε κιτς. Στις δεκαετίες του ‘50 και
του ‘60, η αθρόα αστικοποίηση βρήκε την έκφρασή της στον εισαγόμενο
μοντερνισμό, στα φουτουριστικά οράματα που υποσχόταν η τεχνολογία, και στις
διάφορες μόδες που προωθούνταν από τα περιοδικά και τα κινηματογραφικά
επίκαιρα. Έτσι, δεν υπήρχε χώρος για τις χοϊκές δημιουργίες του παραδοσιακού
αγγειοπλάστη. "Τα χωματένια πράγματα δεν είχαν μεγάλη απήχηση στον Έλληνα" έγραψε το καλοκαίρι του ‘56 η Μαίρη Τατάγια στις κοσμικές στήλες του
Ταχυδρόμου. Παρ’ όλα αυτά, η παραδοσιακή αγγειοπλαστική του Μαρουσιού άντεξε
γιατί μπορούσε να καλύπτει ακόμη κάποιες ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων. Η
ανοικοδόμηση μέσω της αντιπαροχής, που εξαφάνιζε κήπους και νεοκλασικά,
δημιουργούσε την επιθυμία για μερικές γλάστρες, για λίγη ομορφιά στα μπαλκόνια,
να αναπαύεται το βλέμμα. Και τα λίγα λιόδεντρα που όλοι λίγο πολύ άφηναν πίσω
στο χωριό, δημιουργούσαν την ανάγκη για αποθηκευτικά κιούπια και πινιάτες, να
αποθηκεύουν το λάδι της χρονιάς, και οι παλαιές νοικοκυρές θεωρούσαν ακόμη αναντικατάστατες τις πήλινες πλουμιστές λεκάνες ζυμώματος.
Τη δεκαετία του 1980, το ένα μετά το άλλο τα παραδοσιακά εργαστήρια
έκλεισαν. Δεν μπορούσαν πια να συνεχίσουν να λειτουργούν τα ξυλοκάμινα στον πυκνό αστικό πολεοδομικό ιστό που είχε απλωθεί γύρω τους. Με την ανύψωση των αντικειμενικών αξιών έγινε συμφέρουσα η λύση να δίνονται τα ακίνητα των εργαστηρίων αντιπαροχή, και η εγκατάσταση των εργαστηρίων να γίνεται σε άλλες περιοχές με φτηνή γη, εντός της Αττικής, όπου θα μπορούσαν να συνεχίσουν να λειτουργούν χωρίς εμπόδια. Το προάστιο και η τέχνη του αφέθηκαν στη βουλιμία εργολάβων
και εργοληπτών. Μια δεκαετία αργότερα ήρθε η εποχή των μεγαλοεργολάβων και των πολυεθνικών. Αυτοί
ανηφόρισαν για το κατ’ ευφημισμό τώρα "δροσερό προάστιο", διασχίζοντας όπως όλα
τα μεγάλα, τραγικά γεγονότα τη Λεωφόρο Κηφισίας. Μόνο που τώρα οι κάτοικοι, παλαιοί και νεόκοποι, είχαν χάσει την ικανότητα να αφουγκράζονται τον κίνδυνο που πλησίαζε πάνω
στην ευαίσθητη χορδή της Λεωφόρου. Σχεδόν όλα τα εργαστήρια, όσα είχαν
απομείνει, και όλα τα εκθετήρια κατά μήκος της Λεωφόρου εξαφανίστηκαν μέσα στο
πανδαιμόνιο αυτής της δεκαετίας.
Γιάννης Ψαραύτης
---------------------------------------------
* Το
“Θηρίο”: Ατμοκίνητος σιδηρόδρομος, που έκανε την διαδρομή Πειραιά - Κηφισιά από
το 1885 μέχρι το 1938.