Γιάννης Ψαραύτης
Πολύ τυχηρόν το κακομοιριασμένον!
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης
«Δειλός, συνεσταλμένος, εισήλθον ένα δειλινόν
εις το μεγαλοπρεπές μέγαρον των Εκδοτικών Καταστημάτων Κορομηλά, επί της Πλατείας
του Συντάγματος. Διελθών αμέσως την αίθουσαν του βιβλιοπωλείου, όπου έφτανον ως
βρονταί μακρυναί οι βόμβοι των εις τα υπόγεια εργαζομένων πιεστηρίων…
... Παρ' αυτήν έγραφεν εκείνην την ώραν ο
Διευθυντής της Εφημερίδος Δ. Κορομηλάς.
...Ένας νέος εκεί κοντός και παχουλός έγραφεν-έγραφεν, ήκουον μάλιστα το πτερύγισμα της πέννας του σαν χελιδονιού πτερύγισμα. Μου έρριψε μια
ματιά, ετοποθέτησε την πένναν του
παρά το
δεξιόν αυτού ωτίον, εκεί όπου
τα ανταμάκια της Πλάκας
συνείθιζον να
τοποθετούν το
γαρύφαλον... (Ο
νέος είναι ο Ι. Καμπούρογλου, αρχισυντάκτης τότε στην εφημερίδα του Κορομηλά).
…-Κύριε αρχισυντάκτα
της Εφημερίδος, ιδού ο συνεργάτης σου!
-Ο κολλαμποραταίρ!
…Και μου έδωκεν (ο
Κορομηλάς) ένα μεγάλο μαύρο χαρτοφυλάκιον οπού το έχω ακόμη, επάνω εις το οποίον έγραψα όλα τα Διηγήματά μου και ό,τι άλλο.
Πολύ τυχηρόν το κακομοιριασμένον!»
Περιγράφει ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Προς το
τέλος της πορείας του, και με τελετουργικό τρόπο αναθυμάται την είσοδό του στη
δημοσιογραφία. Η ευκαιρία να εργαστεί ως δημοσιογράφος του δόθηκε το 1872, την περίοδο που νεαρός επαρχιώτης αναζητούσε την τύχη του στην πρωτεύουσα. Η Χώρα δεν έχει καταφέρει ακόμη να αποκτήσει σχήμα, είναι γεμάτη αγεφύρωτες αντιθέσεις εξαιτίας των ιδιοτροπιών της γεωγραφίας και της Ιστορίας. Η δημοσιογραφία, στην
ηρωική της περίοδο, έχει ήδη αποκτήσει επίγνωση της δύναμής της και προσπαθεί να επηρεάσει τις
εξελίξεις. Ο Χαρίλαος Τρικούπης προετοιμάζει την είσοδό του στην πολιτική σκηνή με όχημα ακριβώς τον Τύπο. Η αστική τάξη, στην προσπάθειά της να οργανωθεί ιδεολογικά και να αυτονομηθεί πολιτικά, αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον πολιτικό εκφραστή της.
Ο Μωραϊτίδης, από το 1880 ως το 1907, δημοσίευσε σε εφημερίδες και περιοδικά ταξιδιωτικές εντυπώσεις, που εκδόθηκαν αργότερα
σε μια εξάτομη έκδοση υπό τον γενικό τίτλο «Με του βορηά τα κύματα». Στον πρώτο τόμο
της σειράς, με υπότιτλο: «Σμύρνη - Διά του Αιγαίου - Σύρος - Νικομήδεια -
Αιδηψός - Ελληνική Ακτοπλοΐα» (1), Αθήναι Εκδότης Ιωάννης Ν. Σιδέρης, 1922, υπάρχει εκτενής αναφορά στη Σύρο του τέλους του 19ου αιώνα.
Την εποχή που ο Μωραϊτίδης
επισκέφθηκε δημοσιογραφικά τη Σύρο, η βιομηχανική δραστηριότητα ήταν ακόμη σε
ακμή. Ως «ελληνικόν Μάντσεστερ» την αποκαλεί στο κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στις πιο σημαντικές βιομηχανίες της. Χαρακτηρισμός που κεντρίζει περισσότερο το ενδιαφέρον αν συσχετιστεί με εκείνον της γειτονικής Άνδρου ως «Μικρά Αγγλία», (από όπου προερχόταν η ναυτική ισχύς η απαραίτητη για να στηρίξει τη βιομηχανική ανάπτυξη της Σύρου).
Αξίζει σήμερα να ξαναδιαβάσουμε κείμενα όπως
αυτό που ανασύρουμε στη συνέχεια, κείμενα που προέρχονται από συγγραφείς εκείνης της
περιόδου που σήμερα θεωρούνται ελάσσονες. Θα συλλάβουμε εξ απροόπτου σε αυτά τη ματιά της εγχώριας αστικής τάξης στον
αγώνα της και την αγωνία της να συσταθεί ως ιστορικό υποκείμενο. Η αστική τάξη, με ιδεολογικό
εφόδιο έναν θετικισμό/επιστημονισμό τύπου Ιουλίου Βερν (που κυριαρχούσε τότε
στην Ευρώπη χωρίς να έχει ενοχοποιηθεί ακόμη
για τίποτε), ένα πολιτικό ρομαντισμό τύπου Βερανζέρου και Λαμαρτίνου (όπως έχει σχολιάσει ο Κ. Μοσκώφ), και όπλο -«πρώτης γραμμής»- την «πέννα»/δημοσιογραφία. Στο διεθνές
περιβάλλον, η αποικιοκρατία έχει αρχίσει να χάνει σιγά-σιγά την προωθητική της δύναμη, στην
οποία στηριζόταν μέχρι τότε η καπιταλιστική επέκταση, δίνοντας τη θέση της σε
πρώιμες μορφές ιμπεριαλισμού.
Ο Μωραϊτίδης ανήκει σε μια γενιά που είχε να
διαχειριστεί μια σχιζοφρενική πραγματικότητα και έναν επώδυνο εθνοποιητικό
μετασχηματισμό, που συνέβαινε ετεροχρονισμένα (σε σύγκριση με την υπόλοιπη
Ευρώπη). Είναι μια γενιά διχασμένη, που αποπροσανατολίζεται/εμποδίζεται από κέντρα εξουσίας που βυσσοδομούν ασύστολα. Οι διανοούμενοι/λόγιοι εκείνης της γενιάς και πολλών επόμενων σπαταλήθηκαν σε παιχνίδια συμβιβασμών, συγχρωτισμούς με αυταρχικές και
ανερμάτιστες εξουσίες (που προέρχονταν από τα σημαντικότερα κέντρα του
καπιταλισμού της εποχής και πρακτορεύονταν, εννοείται, από τις εγχώριες
παραφυάδες τους). Γενιές συγγραφέων που μόχθησαν πολύ με τις κούφιες λέξεις
μιας γλωσσικής αλλοτρίωσης που καταδίκασε αρκετούς σε αφόρητη ρηχότητα, σε έργα
που σκεπάστηκαν από την άμμο του χρόνου και που ανάγκασε ένα λαό να υπάρχει εκτός
Ιστορίας.
Η γλωσσική αλλοτρίωση σε αυτή την περίοδο
παίρνει τη μορφή μιας διγλωσσίας και ενός διχασμού: μια γλώσσα στην οποία «αλλιώς
μιλάς και αλλιώς γράφεις». Μια γλώσσα/γραφή και μια γλώσσα/ομιλία. Διχασμός που
δεν άργησε να γίνει Εθνικός. Μια τεχνητή γλώσσα/γραφή που ανήκει στην εξουσία: νόμοι,
συμβόλαια, χρεόγραφα, συμφωνητικά. Δομές εξουσίας με διανοούμενους/υπαλλήλους που
βλέπουν το υπαλληλίκι του άλλου χωρίς να βλέπουν το δικό τους, προωθούσαν τις γλωσσοκατασκευές
τους που δεν ήταν άλλο από μηχανισμοί αποπλάνησης/απόκρυψης: προβολή κάθε φορά μιας
ιδιαίτερης ιδεολογίας στο σύνολο.
Σ’ ένα σταυροδρόμι, κάπου σ’ αυτή τη
Βαβυλωνία, χώρισαν οι δρόμοι των δύο Αλέξανδρων. Ο ένας Αλέξανδρος πήρε στα σοβαρά
τη φενάκη της δημοσιογραφίας και πέρασε τη ζωή του με «ἕνα μεγάλο μαῦρο
χαρτοφυλάκιον»: το συγγραφικό απωθημένο. Βιοπορισμός, περισπάσεις του βίου: «Και που να ήξευρα ότι η εφημερίς εκείνη έμελλε να με καθηλώσει επάνω εις ένα γραφείον, άλλον Προμηθέα δεσμώτην, και να με καταστήσει
αιχμάλωτον μιας αδυσωπήτου πέννας, ανοικτίρμονος και ανηλεούς!». Παρόλα αυτά ο
τελικός απολογισμός κρίνεται από τον ίδιο θετικός: «Πολύ τυχηρόν το κακομοιριασμένον!».
![]() |
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης |
Ο άλλος Αλέξανδρος ακολούθησε το δύσκολο, «αυτοκτονικό»
δρόμο, άγιασε στη γλώσσα. Ο ιδιότυπος αναχωρητισμός του τον προστάτευσε από
εναγκαλισμούς, ιδιοποιήσεις, χειραγωγήσεις από κάθε μορφή εξουσίας (Αναχωρητισμός
όχι με τη θρησκευτική έννοια του όρου, αλλά σαν η απαραίτητη απόσταση ώστε να
μπορείς να βλέπεις καθαρά).
«Ένα βράδυ πάλι, ύστερ’ από καιρό, κατεβαίναμε από το Σύνταγμα προς την οδό Σταδίου, ο Κλεάνθης, ο Μητσάκης, ο Κώστας ο Ξένος, ένας δυο άλλοι φίλοι ακόμα, κ’ εγώ. Εκεί, όπου σήμερα το καπνοπωλείο Βάρκα, ανταμώσαμε
τον Παπαδιαμάντη. Τονέ σταματήσαμε. Ο Μητσάκης επέμενε να τον τραβήξει μαζί
μας. Αντιστεκότανε. Στο τέλος δέχτηκε. Οι άλλοι προχωρούσανε σιγά-σιγά,
κουβεντιάζοντας. Εγώ έμεινα πίσω, μερικά βήματα, μαζί του. Είτανε κακοντυμένος.
Το πουκάμισό του, στο λαιμό, αντί για κουμπί, θυμάμαι, είχε μια θηλειά από σπάγγο.
Το πανωφόρι του, χιλιολυγδιασμένο, τόκλεινε με τα χέρια του σταυρωτά κάτω από τα
στήθη του, όπως το συνήθιζε, προς την κοιλιά.
- Με τέτοια χάλια νάρθω
μαζί σας; Μου είπε με ήρεμη, όχι πικραμένη, φωνή.
- Τ’ είν' αυτά, κυρ Αλέξανδρε; Του λόγου σου να μιλάς έτσι;…
- Άφησέ με να φύγω! επίμενε.
Και μ' άφησε και μπήκε
στην οδό Βουκουρεστίου». (2)
Μοναχικές πορείες ξυστά από την τρέλα ή την πλήρη
απομόνωση: Σολωμός, Κάλβος, Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Ροΐδης, Μητσάκης, Καβάφης. Καθένας
και ένας ολόκληρος κόσμος.
Στη Βαβυλωνία του ιδιώματος, κάθε μορφή αγώνα καταλήγει
σε αγώνα με την ίδια τη γλώσσα. Δεν είναι σύμπτωση: σε όλους τους μείζονες
συγγραφείς εκείνης της περιόδου διακρίνουμε μια δυστοκία (με τον ένα ή τον άλλο
τρόπο) σε σχέση με τη γλώσσα. Η δύναμη του έργου τους -κατά ένα παράδοξο τρόπο-
είναι αυτά τα θραύσματα/σπαράγματα, που σωρεύονται στην πορεία αυτού του αγώνα
με τη γλώσσα. Λίγοι κατάφεραν να προσεγγίσουν τη γλώσσα πέρα από τις ιδεοληψίες της εποχής που
προωθούσε ξύλινα γλωσσικά ιδιώματα, σαν έναν τρόπο κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ για αυτούς που τα κατείχαν αποτελούσε στοιχείο κοινωνικής ένταξης/αναγνώρισης. Αρχαΐζουσα γλώσσα
(σε διάφορες εκδοχές), καθαρεύουσα (αρκετή ή λίγη), οι πρώιμες εκδοχές της
δημοτικής -όπου οι οπαδοί τους αφομοιώνοντας τη λογική του αντιπάλου, σύρθηκαν στην
ίδια αντίληψη για το χειρισμό της γλώσσας.
Οι συγγραφείς που πέτυχαν (μετρημένοι στα
δάκτυλα των δύο χεριών) είναι η απόδειξη ότι η αντιμετώπιση του «γλωσσικού ζητήματος»
δεν γίνεται σε εργαστήρια (που μυρίζουν φορμόλη) αυτόκλητων γλωσσολόγων, ούτε
μέσα από αντιδιαλεκτικούς διχασμούς του τύπου καθαρεύουσα-δημοτική, ή μέσα από
συμπλέγματα περί γλωσσικής καθαρότητας. Έσκαψαν βαθειά, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό αν δεν ξέρεις που να σκάψεις. Οι συγγραφείς αυτοί δε βρήκαν στρωμένη
τη γλώσσα να τους περιμένει, αλλά διέθεταν μια επιπλέον αίσθηση αρκετά αναπτυγμένη
(ίσως και εξαιτίας του γλωσσικού τραύματος), ικανή να τους κατευθύνει σε
πηγές όπου διατηρούνταν ακόμη ζωντανή η επαφή με τη γλώσσα μέσα στους αιώνες. Το
δημοτικό τραγούδι και οι αντηχήσεις του (Σολωμός), η αρχετυπική προσέγγιση γλωσσικά
και θεματικά του σύγχρονου βιώματος μέσω του ιστορικού παρελθόντος (Κάλβος),
το ψαλτήρι (Παπαδιαμάντης), η έκφραση του λαϊκού βιώματος (Βιζυηνός), η
«περιρρέουσα ατμόσφαιρα» της εποχής (Ροΐδης), η μεταιχμιακή γλωσσική και
ιστορική αίσθηση της Διασποράς (Καβάφης).
Να προσθέσουμε και την περίπτωση του Μητσάκη (ο μεγάλος αδικημένος, αφού ακόμη και σήμερα που μιλάμε, δεν έχει αποδοθεί στο έργο του η θέση που του αξίζει). Στον Μητσάκη η γλώσσα είναι σε κατάσταση μάγματος -ξεχειλίζει. H μανιακή σχεδόν προσήλωση στη λεπτομέρεια γίνεται μέθοδος αντιπερισπασμού, που αποσκοπεί -λες- στο να εμποδίσει το κείμενο να αποκτήσει δομή/πλοκή (μόλις αυτή πάει να σχηματιστεί). Η εποχή του θεωρούσε αδυναμία την έλλειψη «αυστηρής/τυπικής δομής» στα κείμενά του. Όμως αυτό το στοιχείο είναι που κάνει το έργο του σημαντικό. Αποφεύγοντας -ενστικτωδώς- να ενδώσει στην εξυπηρέτηση, κατά προτεραιότητα, μιας τυπικής δομής (και κατά τα πρότυπα της εποχής) στο κείμενό του, τρέχοντας πίσω από τις σπίθες της στιγμής, το προφύλασσε από την εισαγωγή ιδεολογικών στερεοτύπων στο χειρισμό των θεμάτων του: Η δομή και οι κανόνες της θα λειτουργούσαν ως δούρειος ίππος για να τρυπώσει η κρατούσα ιδεολογία στο κείμενο.
Ο Πέτρος Δειλινός (ψευδώνυμο
του Δ. Κορομηλά), σε άρθρο της εφ. Καθημερινή που αναδημοσιεύτηκε τον Αύγουστο
του 1922, επέλεξε το «δικό του» Αλέξανδρο:
«…Κατά τούτο μάλιστα υπήρξε θετικώτερος και παραστατικώτερος από τον μεγάλον του συμπατριώτην και
συνάδελφον και αδελφικόν φίλον, τον Αλέξανδρον Παπαδιαμάντην. Εκείνος υπήρξε
περισσότερον ποιητής, περισσότερον εσωτεριστής, υποκειμενικός. Ενώ ο Μωραϊτίδης έγεινε ζωγράφος, ἀαντικειμενικός, εξωραϊστής των υπαρκτών, αλλά και πλησιέστερος
προς τα πράγματα». Διατυπώσεις που μπορούμε να κρατήσουμε αρκεί να τους αλλάξουμε πρόσημο. Παρατηρήσεις που συνοψίζουν -στην επιγραμματικότητά τους- το σύστημα αξιολόγησης μιας εποχής. Ήταν όμως το τέλος
μιας εποχής. Εκείνος ο σκληρός Αύγουστος του 1922 τα σάρωσε/αναποδογύρισε όλα
στο πέρασμά του.
Το ελληνικόν Μάντσεστερ
(αποσπάσματα κειμένου του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη)
Ας κάμωμεν σήμερον ένα καλόν περίπατον εις την
πόλιν των καμινάδων, εις την πόλιν όπου ως μιναρέδες ζωής και εργασίας υψούνται
κατά σειράν αι καπνοδόχοι των ἐργοστασίων του ελληνικού Μάντσεστερ. Πέραν της παραλιακής οδού, αφού περάσωμεν τας πλουσιοπαρόχους
πάγκας των ιχθυοπωλείων, όπου ζωνταναί αυτήν την περίοδον, αι πρασινογάλαζοι ζαργάναι
πηδούν σαν να είνε εις την θάλασσαν, αφού λάβωμεν την προς την Ποσειδονίαν οδόν,
μαύρην από την ασβόλην την οποίαν αφίνουν αι εκφορτώσεις του γαιάνθρακος, διασχίζοντες
την μακράν σειράν των εκφορτωτών, σαντοριναίων προπάντων, μαύρων από της ασβόλης,
με ένα σακκί μαύρον επ' ώμων ωσάν επενδύτην, θα συναντήσωμεν κατά πρώτον έκθαμβοι
τα παμμέγιστα εργοστάσια της Ατμοπλοϊκής εταιρείας, τέλεια εις τον καταρτισμόν και
τον πλούτον των μηχανημάτων, όπου εις τα διάφορα διαμερίσματα αυτών εν μέσω τροχών
συστρεφομένων και τροχίσκων, υπό τον γδούπον σιδηρών μηχανημάτων, εν μέσω κρότων
των κινητηρίων μηχανών κεραυνοειδών, οι ἐργαζόμενοι μηχανουργοί και οι μαθητευόμενοι
κατασκευάζουν όλα τα μηχανήματα, όσα χρησιμοποιούνται εις την κίνησιν ενός ατμοπλοίου,
ενώ παρέκει, εις αίθουσαν πλέον ήσυχον, οι τορνευταί και τέκτονες κατεργάζονται από ευγενές ξύλον μαονίου όλα τα ανάκλινδρα των αιθουσών ενός αναπαυτικού ατμοπλοίου
δι' επιβάτας, και τας γλυπτάς θύρας των θαλαμίσκων και λοιπὰς αὐτών διακοσμήσεις. Απέξω, εις την μεγάλην δεξαμενήν των διακρίνεται ολόκληρος κολοσσός ατμοπλοίου,
ιστάμενος εν αυτή ως επί εσχάρας ναυπηγείου, πανύψηλος και δυσανάβατος, όστις καθαρίζεται ίνα ξαναρχίσει τα ταξείδιά του.
…Το του Σαλούστρου βυρσοδεψείον διευθύνει από
πεντηκονταετίας σχεδόν ο Αντ. Σαλούστρος, εξάδελφος του ιδρυτού, όν είδομεν επιβλέποντα
τους εργάτας, ιστάμενον εν μέσω αυτών, με το παλτό του εξ υφάσματος Ρετσίνα, με
το μαύρο καπέλλο του, και με τον μαύρον ακόμη μύστακα, και με τα χέρια πίσω, εν ω οι κρότοι του ατμού και αι βρονταί των κοπάνων αποτελούσι μέσα εις το πανδαιμόνιον
αυτό ένα ύμνον ατράνταχτον προς την εργασίαν,
συνοδευόμενον πολύ ταιριαστά από τους μυκηθμούς των διαφόρων μηχανημάτων.
…Όταν προσεγγίσαμεν εις το μέγα Νηματουργείον
Νιστράκη και Ανδρεοπούλου μία ευάρεστος μελωδία εξ αυτού εξερχομένη εισεχώρησεν
εις τα ώτα, ωσάν να ετελείτο καμμιά πανήγυρις. Ήτο το τραγούδι των εν αυτώ εργαζομένων
κορασίων, τα οποία κατά τας αναπαύσεις των γυμνάζονται εις την αρμονικήν μελωδίαν.
Είνε η μελωδία αύτη η εύμορφος άνεσις της εργασίας, η οποία τόσον γλυκά και τόσον
ευφραντικά απαντά προς την σκυθρωπήν και ωνειδισμένην αεργίην, την οποίαν πρώτος ο Ησίοδος ωνείδισεν εις παναρχαίους
μυθικούς χρόνους. Είτα δε ο μέγας Απόστολος καταδίκασεν αυτήν εις τον δια πείνης θάνατον, αναφωνήσας το περίφημον, «αργός μη εσθιέτω».
…Είνε πολύ ψυχαγωγική η επίσκεψις του εργοστασίου
αυτού. Εν αυτώ θα ίδης εις ποίαν υψηλήν βαθμίδα αντιλήψεως ημπορεί να εξαρθή δια της ανθρωπίνης προσπαθείας από Θεού λαβούσης την τοιαύτην δύναμιν, η πενιχρά και
ευτελής κατεργασία του βάμβακος και του μαλλίου, εν νηπιώδει καταστάσει των ελληνικών
χωρίων, όπου η κακομοίρα η γραία παιδεύεται ημέραν και νύκτα, πότε με την ανεμοδούραν,
πότε με την ανέμην, και τα μασούρια της, πότε με τα λανάρια της, και πότε με το
κτένι, έως ου κατορθώση, ύστερα από τόσους κόπους, να έμβη εις το υφαντήριόν της,
εις ένα σκοτεινὸν συνήθως υπόγειον, εις το εργαλειό, και να αρχίση να υφαίνει.
…Να ιδήτε με ποιὰν αγαλλίασιν εν μέσω βροντών
μαλακών μηχανών εκκοκκίζεται ο βάμβαξ, μεταβαλλόμενος αίφνης εις ρολέ. Να ιδήτε τι διασκεδαστικόν το λανάρισμα. Πόσον ογλήγορα και τραγουδιστά συστρέφονται οι κλώστρες,
τα μασούρια και η ανέμη με της τυλιγαδιαίς της, και ύστερον τα πακέτα τα τετράγωνα εκείνα, τα περιέχοντα το έτοιμον πλέον νήμα. Να ιδήτε πόσον διασκεδαστικὰ πλέκεται
το γαϊτάνι. Μόνον ο χορός λείπει. Αλλὰ γίνεται και αυτός πλην αοράτως, χωρὶς άλλο,
μέσα εις την φαντασίαν των κοριτσιών. Οκτώ ζεύγη μασουρίων το πλέκουν, τα οποία
χορεύουν της καντρίλιαις. Κοράσια διευθύνουν επιδέξια τας κλωστάς και συνδέουν αστραπηδόν τας κοπτομένας, ενώ ο τροχός του μηχανήματος γυρίζει αόρατος εκ της ταχύτητος. Εν αυτώ υπάρχει και τμήμα βαφείου ενώ βάφονται τα διάφορα χρωματιστά νήματα, τα οποία χρησιμεύουν δια τας προίκας των ελληνικών οικογενειών.
…Ζωηροτάτη όμως είνε η κίνησις της ανθρακεύσεως. Η Σύρος είνε η κεντρικήὴ και μόνη αποθήκη ανθρακεύσεως εν Ανατολή. Όλα τα ατμόπλοια ταὰ μεταφορικά, μικράὰκαι μεγάλα, και όσα κατευθύνονται από την Δύσιν προς τον Εύξεινον, και όσα κατέρχονται από τον Εύξεινον πλέοντα προς
την Δύσιν, θα περάσουν από την Σύρον προς ανθράκευσιν. Ο μεγαλείτερος αντιπρόσωπος εν τω ανθρακεμπορίω είνε ο κ. Μαυροκορδάτος, ου αι μεγάλαι κατάμαυροι αποθήκαι από
της ασβόλης, ως εν μέσω καπνού, ευρίσκονται εις αένναον κίνησιν. Πλέον των 150 χιλ.
τόννων ανθράκων εκ των καλιτέρων αγγλικών ανθρακωρυχείων εξοδεύει κατ' έτος ο οίκος
ούτος, όστις αντιπροσωπεύει πέντε μεγάλας ατμοπλοϊκάς εταιρείας. Διεξάγει ούτος
και το εμπόριον της πυρίτιδος και της δυναμίτιδος. Κατάμαυροι οι σαντορινιοί εκφορτωταί,
με τους σάκκους κενούς επ' ώμου, με το πτύον εις χείρας, αναμένουσι κάθε ημέραν
τον κατάπλουν των μεγάλων ανθρακοφόρων ατμοπλοίων, τα οποία δεξιώτατα αναγνωρίζουσι,
μόλις εμφανισθούν προ του λιμένος, και τα χαιρετίζουν με μίαν φωνήν χαράς όλοι:
- Καρβουνάς!
Όταν
δε διακρίνουν ότι δεν είνε καρβουνάς, φωνάζουν:
- Σταράς!
…Πώς να μη ομολογήση κανείς την θαυμαστήν πρόοδον
της ευζωίας, εις ην τόσην ώθησιν έδωκεν η συριανή βιομηχανία, η οποία όχι μόνον απλοποίησε και ελάφρυνε τον πόνον, όστις καταβάλλετο πρότερον εις το άλεσμα, αλλά κατέστησε και τον άρτον ευφραντικώτερον, ένα είδος εβραϊκού μάννα, το οποίον με
χαράν και με κάποιαν κρυφήν υπερηφάνειαν κομίζουν εις τον φούρνον αι οικοκυραί,
στολισμένον με σήσαμον, και με χαρὰν ομοίως τον γεύεται ο άνθρωπος, ευλογών τον Θεόν, όστις φωτίζει αυτόν εις το να εφευρίσκη μηχανάς
και τέχνας εις την καλήν και ανθρωπιστικήν διατροφήν του, αντί των βαλάνων, με τας οποίας ως άγριος ετρέφετο πρότερον. Ρίψατε ένα βλέμμα εις το παμμέγιστον αυτό κτίριον του πολυμηχάνου Βαφειαδάκη, τώρα τας βραδυνάς αυτάς ώρας, όπου λάμπουν φωταγωγημένα όλα τα πατώματα, και αφήσατε τας ακοάς σας να εντρυφήσουν εις τους κρότους και μυκηθμούς,
τους οποίους εξερεύγεται αυτό το μεγαθήριον κόπτον τον σίτον. Οι κρότοι αυτοί οπού ακούετε, δεν είνε ψαλμωδίαι
μοναχών, αλλά βόμβοι διαφόρων μυλοπετρών, οπού υμνούσι την εργασίαν, ήτις παράγει
τόσην ζωήν, και την ζωήν ήτις παράγει τόσην εργασίαν.
Όλαι
αι εργατικαί οικογένειαι του λαού παίρνουν 5 και 6 μισθούς ως επίὶτο πλείστον. Ο
γέρων πατήρ θα είνε ναυτικός έχων την σύνταξίν του από το απομαχικόν ταμείον. Και
συγχρόνως θυρωρός εις κανέν εργοστάσιον. Τα άρρενα εργάζονται ως θερμασταί εις τα ατμόπλοια ή ως σιδηρουργοὶ εις τα συνεργεία της Ατμοπλοϊκής εταιρείας. Ή θα δουλεύουν
εις την ζωηρωτάτην ανθράκευσιν.
Τα θήλεα πάλιν μισθοδοτούνται εργαζόμενα είτε
εις τα κλωστήρια, είτε εις τα νηματουργεία
και ταὰ υφαντήρια. Δύο, τρεις δραχμές το καθέν την ημέραν. Η μήτηρ τέλος θα μαγειρεύη
το εσπερινόν δείπνον τραγουδούσα, και αναμένουσα να της φέρουν τα παιδιά της και
τίποτε λεμόνια από την εκλογήν. Τέλος μόνον κανένας σακάτης και οι γέροντες μένουν αργοί εις τον τόπον αυτόν της εργασίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) Το πλήρες κείμενο, μια εκτενής αναφορά στη Σύρο του 1870 υπάρχει στον πρώτο τόμο της σειράς με γενικό τίτλο «Με του βορηά τα κύματα» και υπότιτλο: «Σμύρνη - Διά του Αιγαίου - Σύρος - Νικομήδεια - Αιδηψός - Ελληνική Ακτοπλοΐα», Αθήναι Εκδότης Ιωάννης Ν. Σιδέρης, 1922. Αυτό καθώς και άλλα έργα του συγγραφέα θα τα βρείτε στην ψηφιακή βιβλιοθήκη ΑΝΕΜΗ.
(2) Δημ. Π. Ταγκόπουλος «Φιλολογικὰ Πορτραίτα 1886 - 1922», εκδ. 1922, σ. 52.